«Η πολιτική σταθερότητα στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια έχει στηρίξει την ισχυρή δημοσιονομική απόδοση και μπορεί να συμβάλει στη μείωση των αρνητικών επιπτώσεων από εξωγενείς παράγοντες», δηλώνει στο Liberal και στον Νικόλα Ταμπακόπουλο το ανώτερο στέλεχος της Fitch, Greg Kiss. Από τη μεριά του, ο διευθυντής Paolo Comensoli προχωρά στην αξιολόγηση του τραπεζικού συστήματος. Οι προβλέψεις του κορυφαίου οίκου αξιολόγησης.
Συνέντευξη στον Νικόλα Ταμπακόπουλο
Ποιες είναι οι εκτιμήσεις σας για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, το χρέος και τον πληθωρισμό;
GK: Προβλέπουμε ανάπτυξη πραγματικού ΑΕΠ 2,4% το 2025, παρόμοια με τη δυναμική των ετών 2024 και 2023. Η ανάπτυξη αυτή θα υποστηριχθεί από σταθερή επιτάχυνση των επενδύσεων και μέτρια αύξηση της κατανάλωσης, η οποία με τη σειρά της στηρίζεται σε αυξήσεις πραγματικών μισθών και περαιτέρω πτώση της ανεργίας.
Η δυναμική της αγοράς εργασίας επιβεβαιώνει την ισχυρή ανάκαμψη και τη δομική βελτίωση των θεμελιωδών μεγεθών. Το ποσοστό ανεργίας έχει μειωθεί στο 9% το τρίτο τρίμηνο του 2024, το χαμηλότερο επίπεδο από το 2009, αν και αυξήθηκε κάπως τους τελευταίους μήνες του 2024.
Στο μεσοπρόθεσμο διάστημα, προβλέπεται ότι η ανάπτυξη του ΑΕΠ θα παραμείνει σε σταθερή πορεία γύρω από το 2%, πάνω από τη μέση ανάπτυξη στη ζώνη του ευρώ.
Το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF) έχει υποστηρίξει τις επενδύσεις. Η Ελλάδα έχει έναν από τους υψηλότερους ρυθμούς απορρόφησης του επιδοτούμενου σκέλους μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ. Αναμένουμε επίσης θετικές επιπτώσεις από το RRF στις ιδιωτικές επενδύσεις και την κατανάλωση.
Παρά την πρόσφατη θετική τάση, ο δείκτης επενδύσεων στην Ελλάδα είναι μόνο 14,6%, που είναι χαμηλότερος από τον μέσο όρο του 20% των περισσότερων ευρωπαϊκών χωρών. Η πρόβλεψή μας είναι μια σταδιακή βελτίωση του δείκτη επενδύσεων κατά τη διάρκεια της προβλεπόμενης περιόδου, με προϋπόθεση την υλοποίηση διαρθρωτικών μεταρρυθμιστικών μέτρων.
Πώς επηρεάζεται η ελληνική οικονομία από τον εμπορικό πόλεμο ΗΠΑ-Ευρώπης και τους δασμούς του προέδρου Τραμπ;
GK: Οι κίνδυνοι που αντιμετωπίζει η ελληνική οικονομία είναι γενικά παρόμοιοι με εκείνους της ζώνης του ευρώ. Οι παγκόσμιες εμπορικές εντάσεις, και ειδικότερα τα εμπόδια στο εμπόριο, θα μπορούσαν να επηρεάσουν σημαντικά τον τομέα των εξαγωγών, με αρνητικές συνέπειες για την ευρύτερη οικονομία. Καθώς η εξωστρέφεια της ελληνικής οικονομίας έχει αυξηθεί σημαντικά την τελευταία δεκαετία, οι παγκόσμιοι κίνδυνοι έχουν γίνει πιο έντονοι. Μια απότομη αύξηση των γεωπολιτικών κινδύνων, π.χ. από τις εξελίξεις στην Ουκρανία, θα μπορούσε επίσης να επηρεάσει αρνητικά την ανάπτυξη.
Θα ήθελα ένα σχόλιο για τη δημοσιονομική πολιτική και τις μεταρρυθμίσεις που πρέπει να υιοθετηθούν.
GK: Η συνετή δημοσιονομική στάση αποτελεί σημαντική δύναμη για την Ελλάδα, δεδομένων των εξωτερικών κινδύνων και περιλαμβανομένων πιθανών χρηματοπιστωτικών αναταραχών. Η Ελλάδα πέτυχε ισχυρή δημοσιονομική θέση τα τελευταία χρόνια, στηριζόμενη σε ένα καλύτερο από το αναμενόμενο πλεόνασμα προϋπολογισμού περίπου 1% του ΑΕΠ το 2024. Αυτό είναι σημαντικά πιο ευνοϊκό από τον τρέχουσα βαθμίδα «BBB» και επίσης πολύ χαμηλότερο από το μέσο όρο ελλείμματος της ΕΕ του 3,1%.
Η βελτίωση της είσπραξης φορολογικών εσόδων ενισχύει τα δημόσια έσοδα και η δαπάνη είναι υπό αυστηρό έλεγχο από την κυβέρνηση. Αναμένουμε ότι η υγιής δημοσιονομική πολιτική της κυβέρνησης θα συνεχιστεί το 2025-2026, με το πρωτογενές πλεόνασμα προϋπολογισμού κοντά στο 3% του ΑΕΠ τουλάχιστον μέχρι το 2026.
Ο συνδυασμός σταθερών πρωτογενών πλεονασμάτων, χαμηλών και σταθερών επιτοκίων και ονομαστικής ανάπτυξης ΑΕΠ περίπου 4% θα εξασφαλίσει συνεχιζόμενη μείωση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ.
Το βασικό μας σενάριο είναι ότι το χρέος θα μπορούσε να πέσει κάτω από το 140% του ΑΕΠ μέχρι το 2028 από το 164% στο τέλος του 2023 και την κορύφωση του 207% το 2020. Η Ελλάδα έχει επιτύχει μία από τις μεγαλύτερες μειώσεις χρέους στην Ευρώπη μετά την πανδημία.
Παρά ταύτα, το χρέος παραμένει σχεδόν τρεις φορές υψηλότερο από τον μέσο όρο «BBB» του 56% και πολύ πάνω από τον μέσο όρο της ζώνης του ευρώ του 90%.
Ποια η σχέση πολιτικής σταθερότητας και αγορών;
GK: Η πολιτική σταθερότητα στην Ελλάδα, η οποία έχει στηρίξει την ισχυρή δημοσιονομική απόδοση τα τελευταία χρόνια, μπορεί να βοηθήσει στη μείωση των πιθανών αρνητικών επιπτώσεων από εξωγενείς παράγοντες και σοκ.
Τέλος, πώς αξιολογείτε το εγχώριο τραπεζικό σύστημα. Ποιες οι προκλήσεις και οι ευκαιρίες;
Η εκτίμησή μας για τον ελληνικό τραπεζικό τομέα βελτιώνεται, πράγμα που σημαίνει ότι αναμένουμε το 2025 να είναι μια ακόμη καλή χρονιά, μετά την ισχυρή απόδοση του 2024. Ο τραπεζικός τομέας θα συνεχίσει να επωφελείται από τις αυξημένες επιχειρηματικές ευκαιρίες, ως αποτέλεσμα της ανθεκτικής οικονομικής ανάπτυξης, των αυξήσεων στους πραγματικούς μισθούς, της διαρκούς δημιουργίας θέσεων εργασίας και των σταθερών επενδύσεων.
Η κερδοφορία πιθανότατα θα μειωθεί ελαφρώς το 2025 λόγω των χαμηλότερων επιτοκίων, αλλά θα παραμείνει ισχυρή χάρη στην ικανοποιητική αύξηση των δανείων, τα υψηλότερα έσοδα από τέλη και το ευνοϊκό κόστος κινδύνου. Οι τράπεζες επίσης αποκατέστησαν τη θέση τους όσον αφορά το κεφάλαιο και απολαμβάνουν ευνοϊκές συνθήκες χρηματοδότησης στην αγορά χονδρικού χρέους. Περιμένουμε ότι η ποιότητα των περιουσιακών στοιχείων θα παραμείνει ανθεκτική ή θα βελτιωθεί ελαφρώς στις τέσσερις μεγαλύτερες τράπεζες, λόγω της οικονομικής ανάπτυξης, των αναμενόμενων ανακτήσεων, των μικρών πωλήσεων και της μείωσης των πιέσεων «προσιτότητας». Οι βελτιώσεις στην ποιότητα των περιουσιακών στοιχείων θα είναι πιο σημαντικές σε λιγότερο σημαντικά ιδρύματα, καθώς αυτά καθαρίζουν τους ισολογισμούς τους με τη βοήθεια του προγράμματος προστασίας περιουσιακών στοιχείων.
Πιστεύουμε ότι οι κύριες προκλήσεις στο ελληνικό επιχειρησιακό περιβάλλον είναι τα μειούμενα επιτόκια και η ακόμα ασθενής ζήτηση για δάνεια στον τομέα της λιανικής, ειδικά για στεγαστικά δάνεια. Οι τράπεζες πρέπει επίσης να συνεχίσουν να επενδύουν στον ψηφιακό μετασχηματισμό και την πληροφορική για να ανταποκριθούν στις προσδοκίες των πελατών και να καλύψουν τις προηγούμενες ελλείψεις επενδύσεων. Τέλος, οι τράπεζες αντιμετωπίζουν κάποιες προκλήσεις στην ανάπτυξη των δραστηριοτήτων διαχείρισης πλούτου και ασφάλισης που αποφέρουν τέλη, δεδομένης της ζήτησης κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ για αυτά τα προϊόντα στην Ελλάδα, λόγω του χαμηλότερου διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών και του οικονομικού πλούτου.
Η μείωση των επιτοκίων παρουσιάζει επίσης ορισμένες ευκαιρίες, καθώς πιθανότατα θα ενισχύσει τη ζήτηση για δάνεια. Συνεπώς, αναμένουμε ότι οι νέες χορηγήσεις δανείων θα βελτιωθούν το 2025, λόγω των χαμηλότερων επιτοκίων και της συνεχούς οικονομικής ανάπτυξης στην Ελλάδα. Τα δάνεια προς επιχειρήσεις πιθανότατα θα επωφεληθούν από την εκμετάλλευση των ευρωπαϊκών κονδυλίων και των μεγάλων υποδομικών έργων της χώρας. Αντίθετα, τα δάνεια προς λιανικούς πελάτες θα υποστηριχθούν από την αύξηση των διαθέσιμων εισοδημάτων και κάποια κρατική υποστηρικτική πρωτοβουλία, όπως το νέο πρόγραμμα MyHome.
Αναμένουμε ότι η ισχυρή κερδοφορία θα δημιουργήσει επιπλέον πλεονάζον κεφάλαιο, παρά την επανέναρξη των μερισμάτων. Αυτό το πλεονάζον κεφάλαιο θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί από τις τράπεζες για επιλεκτικές εξαγορές στον τομέα της διαχείρισης πλούτου, της ασφάλισης ή σε γειτονικές ξένες αγορές. Η εξαγορά της Hellenic Bank στην Κύπρο από την Eurobank και η πιθανή εξαγορά της Εθνικής Ασφαλιστικής από τον Πειραιώς θα μπορούσαν, επομένως, να ακολουθηθούν από επιπλέον κινήσεις.