Του Γιώργου Τσουκαλαδάκη
Την 23η Αυγούστου 1939, στο Κρεμλίνο στη Μόσχα, οι Υπουργοί Εξωτερικών της Ναζιστικής Γερμανιας Γιοακίμ φον Ρίμπεντροπ και της Σοβιετικής Ένωσης Βιέτσεσλαβ Μολότοφ, υπογράφουν παρουσία του Στάλιν μάλιστα, το «Γερμανο-Σοβιετικό Σύμφωνο μη επίθεσης». Τυπικά, ήταν μια συνθήκη αμοιβαίας υπόσχεσης ότι οι δυο χώρες δεν θα εμπλέκονταν σε μεταξύ τους πόλεμο, και ότι θα ενίσχυαν τις μεταξύ τους εμπορικές συναλλαγές.
Όμως στις μυστικές διατάξεις της συμφωνίας περιγράφονταν αναλυτικά ο διαμοιρασμός της Πολωνίας μετά την από κοινού εισβολή γερμανικών και σοβιετικών στρατευμάτων στην χώρα, και ο καθορισμός σφαιρών επιρροής στην ανατολική Ευρώπη. Η σημασία του συμφώνου ήταν τεράστια, καθώς διασφάλιζε στον Χίτλερ ότι μετά την αναμενόμενη νίκη επί της Πολωνίας, θα μπορούσε να ασχοληθεί απερίσπαστος με το δυτικό του μέτωπο, καθώς η υποτιθέμενη ιδεολογικά αντίπαλος ΕΣΣΔ όχι μόνο δεν θα εναντιωνόταν στα σχέδια του, αλλά θα συνέπραττε σε αυτά, παρέχοντας μάλιστα και υπερπολύτιμη στήριξη μέσω παροχής εφοδίων, τροφίμων, πρώτων υλών και πετρελαίου, απαραιτήτων για την ναζιστική πολεμική μηχανή. Λίγες μέρες αργότερα, τα ξημερώματα της 1ης Σεπτεμβρίου 1939 ο Χίτλερ, βασιζόμενος σε αυτό ακριβώς το σύμφωνο, θα εισέβαλε στην Πολωνία, ξεκινώντας τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Αυτή η ημέρα, λόγω ακριβώς της μεγάλης συμβολικής σημασίας της, επιλέχθηκε ως Ημέρα Μνήμης θυμάτων Σταλινισμού και Ναζισμού από την ΕΕ, ενώ το παράδειγμα της ακολούθησαν ο ΟΑΣΕ, και χώρες όπως οι ΗΠΑ, ο Καναδάς κ. α. Η απόφαση αυτή βέβαια, δεν έμεινε χωρίς αντιδράσεις. Και ως μεν προς τα θύματα της ναζιστικής θηριωδιας, με αποκορύφωμα αυτά του ολοκαυτωματοςΟλοκαυτώματος, η καταδίκη είναι ομοθυμη και πλήρης. Τα θύματα όμως του Σταλινισμού, θύματα μαζικών σφαγών έως και γενοκτονίας (από την εκτέλεση των αιχμαλώτων Πολωνών Αξιωματικών στο Κατύν ως το Χολοντομορ, τον τεχνητό λιμό με τα εκατομμύρια νεκρών Ουκρανών), αλλά και πράξεων ατομικής εξόντωσης από το σταλινικό καθεστώς (συνήθως ως αντιφρονούντων στα περίφημα «Γκουλαγκ»), συχνά δεν τυγχάνουν ανάλογης αναγνώρισης.
Αυτό συμβαίνει για λόγους τόσο ιστορικούς (η συμβολή της ΕΣΣΔ στην ήττα του Ναζισμού επικάλυψε τρόπον τινά τις δικές της ωμοτητες), όσο και πολιτικούς (ιδεολογική ηγεμονία της αριστεράς κατά τη μεταπολιτευση). Αποτέλεσμα: η διαιώνιση μιας ιστορικής αδικίας χάριν μιας ανεπίτρεπτης προσπάθειας εξωραϊσμού της κομμουνιστικής δικτατορίας του Στάλιν, με τα εκατομμύρια θύματα ενός αιμοσταγούς καθεστώτος να αποτελούν απλές (και συχνά σε κάποιους κύκλους ακόμα και «ενοχλητικές») υποσημειώσεις της ιστορικής αφήγησης.
Τα τελευταία όμως χρόνια υπάρχει μία σαφής τάση αναστροφής αυτής της ιστορικής αδικίας σε βάρος των θυμάτων αυτών. Τα Ιστορικά γεγονότα επανεξετάζονται σε ψύχραιμες, επιστημονικές και αποστασιοποιημένες από πολιτικά πάθη και ιδεοληψίες μελέτες, και το πλήρες μέγεθος των σταλινικών εγκλημάτων ανασύρεται από τη λήθη. Ολοένα και περισσότεροι άνθρωποι εμφανίζονται πρόθυμοι να αρθρογραφησουν και να μιλήσουν δημόσια για το θέμα και να αποκαταστήσουν την ιστορική αλήθεια για τα εκατομμύρια θύματα του ερυθρού ολοκληρωτισμού, ως έναν ύστατο οφειλόμενο φόρο τιμής σε αυτά.
Η καθιέρωση της 23ης Αυγούστου ως μέρας μνήμης των θυμάτων και των δύο ολοκληρωτικών ιδεολογιών είναι αναμφισβήτητα ένα βήμα προς την σωστή κατεύθυνση. Το παράδειγμα της ΕΕ, του ΟΑΣΕ, των Ηνωμένων Πολιτειών, του Καναδά και τόσων άλλων ευρωπαϊκών χωρών θα όφειλε να το ακολουθήσει και το ελληνικό κοινοβούλιο με επίσημη αναγνώριση της επετείου και της σημασίας της, -ειδικά δεδομένου του βαρέος φόρου αίματος που ο Ελληνισμός πλήρωσε στο βωμό της σταλινικής θηριωδίας, με χαρακτηριστικοτερο γεγονός το αιματηρό ξερίζωμα του Ποντιακού Ελληνισμού από τις πατρογονικές του εστίες της Μαυρης Θάλασσας.
Οφείλουμε όμως και όλοι εμείς να αναδεικνύουμε το αληθές της νόημα: ότι οι τυραννικοί ολοκληρωτισμοί κάθε μορφής, όπου κι αν επικράτησαν, αφάνισαν ατομικές ελευθερίες, θεμελιώδη δικαιώματα, και εν τέλει εκατομμύρια ανθρώπινες ζωές. Ελάχιστο χρέος μας αποτελεί το να υπενθυμίζουμε ότι ναζιστικός και σταλινικός ολοκληρωτισμός αποτέλεσαν τις δύο όψεις του ίδιου κίβδηλου νομίσματος, το να κρατάμε ζωντανή την μνήμη των θυμάτων αυτών και το να μην επιτρέψουμε ποτέ όσα υπέστησαν να επαναληφθούν.