Του Σάκη Μουμτζή
Τρεις γενιές αριστερών μεγάλωσαν με την υπεράσπιση, αρχικά, της σοσιαλιστικής πατρίδας και στην συνέχεια του σοσιαλιστικού στρατοπέδου.Ήταν αυτονόητο καθήκον τους.
Μια ιδέα, μια θεωρία, στην αρχή κατέκτησε μια χώρα και στην συνέχεια σχεδόν τον μισό πλανήτη. Ακόμα και αυτοί που τηρούσαν τις αποστάσεις τους από τα τεκταινόμενα στο σοσιαλιστικό στρατόπεδο, όταν συζητούσαν με τον «ταξικό εχθρό» στα καφενεία, στους χώρους δουλειάς, σε οικογενειακές συγκεντρώσεις, αισθάνονταν την υποχρέωση να υπερασπισθούν αυτά τα καθεστώτα.
Σχεδόν για όλους τους αριστερούς η σχέση τους με τις λαϊκές δημοκρατίες και την Σοβιετική Ένωση ήταν βαθύτατα υπαρξιακή. Αφορούσε ένα σημαντικό κομμάτι του εαυτού τους. Για κάποιους ήταν η ταυτότητα τους.
Στις 9 Νοεμβρίου 1989 το τείχος που χώριζε τους δύο κόσμους έπεσε. Δεν έπεσε μόνο του. Το έριξαν άνθρωποι, γιατί τους απαγόρευε την επικοινωνία. Τους έπνιγε. Και, ως γνωστόν, δεν το γκρέμισαν οι καπιταλιστές.
Ανεγέρθηκε στις 13 Αυγούστου 1961 για να εμποδίσει τους ιμπεριαλιστές να μολύνουν τον σοσιαλιστικό παράδεισο. Αυτή ήταν η επίσημη αιτιολογία όλων των κομμουνιστικών κομμάτων ανά την υφήλιο.
Όταν έπεσε το τείχος, παρατηρήθηκε μια μονόδρομη κίνηση. Μόνον από τα ανατολικά προς τα δυτικά, όχι και αντιθέτως. Γιατί άραγε;
Η απάντηση σε αυτό το «γιατί», είναι που ματώνει τους εναπομείναντες αριστερούς του πλανήτη.
Είθισται ο κόσμος να θέλει να πάει από την κόλαση στον παράδεισο και όχι ανάποδα. Η εικόνα των εκατοντάδων χιλιάδων Ανατολικογερμανών με τα θλιβερά αμαξάκια τους να σχηματίζουν ατέλειωτες ουρές για να αποδράσουν από τον «σοσιαλιστικό παράδεισο», είναι ένας από τους εφιάλτες των αριστερών.
Ο άλλος είναι η υποστολή της κόκκινης σημαίας, με το σφυροδρέπανο, από το Κρεμλίνο, ένα παγωμένο βράδυ του Δεκεμβρίου του 1991.
Είναι πράγματι τραγικό να βλέπουν -όλοι αυτοί που έδωσαν τα καλύτερα τους χρόνια στην υπόθεση του σοσιαλισμού- τους αγώνες μιας ζωής να κατεδαφίζονται μέσα σε λίγα λεπτά.
Υποθέτω πως το κενό μέσα τους θα ήταν τεράστιο και δεν θα αναπληρώθηκε ποτέ.
Γιατί, μέχρι την 9η Νοεμβρίου 1989 το όραμά τους είχε μια συγκεκριμένη μορφή. Υπήρχε, με τα προβλήματά του, που θα εξαλείφονταν, όμως, στον δρόμο προς την αταξική κοινωνία.
Έδιναν μάχες με τους ιδεολογικούς αντιπάλους τους για να υπερασπιστούν τα επιτεύγματα του.
Στις 10 Νοεμβρίου 1989 δεν υπήρχε τίποτα. Κενό.
Το γεγονός πως ουδείς, μα ουδείς Δυτικογερμανός θέλησε να πάει από το Δυτικό Βερολίνο στο Ανατολικό εκείνη την μαγική βραδιά, φανέρωσε την γύμνια των καθεστώτων που υπερασπίζονταν.
Με απλά λόγια όλοι αυτοί οι αριστεροί, σε όλον τον πλανήτη, έζησαν και βίωσαν, τραυματικά, την μεγάλη νίκη του καπιταλισμού επί του σοσιαλισμού. Μαζί με τα όνειρα τους, κατεδαφίστηκε και η θεωρία στην οποία πίστευαν σαν ζηλωτές.
Σήμερα, ακριβώς τριάντα χρόνια μετά, δεν έχει μείνει τίποτα στον πλανήτη που να θυμίζει την σοσιαλιστική βαρβαρότητα. Μόνον κάποια γραφικά απολιθώματα που αναπολούν τους χαμένους παραδείσους, και τα χαμένα ρούβλια.