Της Δρ. Βενετίας Κουσία*
Η λειτουργία της Αγοράς Εργασίας προσδιορίζει την ικανότητά του εργατικού δυναμικού, όλων των ηλικιών και βαθμίδων, όσον αφορά στην πρόσβαση στην αξιοπρεπή απασχόληση, να εξελίσσεται και να παράγει ανταγωνιστικά.
Αυτό σημαίνει ότι οι εργαζόμενοι αναπτύσσονται – μέσα από εμπειρία και συστηματική μη- τυπική εκπαίδευση- ώστε να μπορούν να παράγουν υψηλής προστιθέμενης αξίας διεθνώς εμπορεύσιμα αγαθά, τα οποία εξάγονται και αποφέρουν το εισόδημα ή αλλιώς ΑΕΠ, το οποίο χρειάζεται για να καλύψει τις απαραίτητες (μη εμπορεύσιμες) υπηρεσίες που πρέπει να παρέχει ένα σύγχρονο κράτος.
Οι εργαζόμενοι απασχολούνται σε καθήκοντα αντίστοιχα της εμπειρίας, των προσόντων και των δεξιοτήτων τους. Φυσικά αμείβονται ανάλογα με την παραγωγικότητά τους και όχι την οικογενειακή τους κατάσταση ή την επετηρίδα. Αισθάνονται ότι υπάρχει σεβασμός από την εργοδοσία γιατί η γνώμη τους μετράει χωρίς να κάνουν απεργία. Εκπαιδεύονται ώστε τα προσόντα τους να παραμένουν επικαιροποιημένα κι έτσι οι ίδιοι νοιώθουν ασφαλείς για την επόμενη μέρα. Σε έναν κόσμο όπου όλα αλλάζουν κατανοούν ότι οφείλουν να αλλάζουν κι εκείνοι, πάντα θυμούνται ότι οι δεινόσαυροι απέμειναν μόνο ως σαύρες επειδή δεν προσαρμόστηκαν. Εργάζονται σε ένα περιβάλλον στο οποίο έχουν κίνητρα να παραμείνουν κι όχι επειδή απλώς δεν υπάρχει τίποτε καλύτερο «εκεί έξω». Παραμένουν πιστοί στην εταιρεία διατηρώντας την ελευθερία της επιλογής.
Οι κοινωνικοί εταίροι συνεργάζονται και βρίσκουν λύσεις με τους εργοδότες όσον αφορά στην αύξηση των ευκαιριών απασχόλησης και στην ισότιμη πρόσβαση στην αγορά εργασίας, στην μεγαλύτερη συμμετοχή των γυναικών τόσο στην απασχόληση γενικά όσο και στα υψηλότερα ιεραρχικά επίπεδα όλων των μορφών εξουσίας. Οι κοινωνικοί εταίροι όπως και το κράτος άλλωστε δεν είναι ανταγωνιστές της εργοδοσίας. Ο λόγος ύπαρξής τους είναι η διαμόρφωση του σωστού πλαισίου και η εξασφάλιση της ορθής λειτουργίας αυτού του πλαισίου. Όταν οι κοινωνικοί εταίροι έχουν κάνει καλά τη δουλειά τους οι εργαζόμενοι προοδεύουν και η χώρα (η Ελλάδα εν προκειμένω) δεν κατατάσσεται στην 116η θέση από τις 140 παγκοσμίως όσον αφορά τα εργασιακά διακαιώματα.
Οι εταιρείες (μικρές και μεγάλες) επιβραβεύονται για το καλό εργασιακό περιβάλλον τους που σημαίνει ότι έχουν δεσμευμένους εργαζόμενους. Οι εταιρείες διαφημίζουν τις καλές πρακτικές Εταιρικής Κοινωνικής Ευθύνης όταν για παράδειγμα φροντίζουν για την εξασφάλιση αξιοπρεπών συνθηκών απασχόλησης των εργαζομένων όλων όσων ανήκουν στο δίκτυο των συνεργατών τους. Δηλαδή, η τήρηση όχι μόνο του νόμιμου αλλά και του ηθικού τους ενδιαφέρει και το ελέγχουν. Κι αυτό ισχύει όχι μόνο για όσους έχουν προσλάβει οι ίδιοι αλλά και για όλους όσους απασχολούνται στην εταιρεία τους με οποιαδήποτε μορφή και σχέση.
Ωραία τα περιγράφουμε όλα αυτά τις τελευταίες δεκαετίες. Αλλά πόσοι και ποιοι τα κάνουμε; Γιατί υπάρχει αυτή η αντιπαράθεση για τις τελευταίες τροπολογίες; Μήπως είναι άδικη; Μήπως είναι αναμενόμενη; Μήπως ακόμη δεν έχουμε κατανοήσει όλοι και όσο πρέπει το γιατί ο βαριά ασθενής της Ελλάδας είναι η λειτουργία της αγοράς εργασίας;
Γιατί εξακολουθούμε να παραμένουμε η χειρότερη – και με διαφορά- πανευρωπαϊκά χώρα από πλευράς λειτουργίας της; Διεθνώς είμαστε η 107 στις 140 και πανευρωπαϊκά η τελευταία. Προτελευταία η Κροατία με 96 και τρίτη από το τέλος η Ισπανία με 79. Ας σημειωθεί ότι οι 6 στις 10 πρώτες χώρες στον κόσμο είναι ευρωπαϊκές.
Γιατί ενώ πασχίζουμε να αποδείξουμε ότι είμαστε καλοί εργοδότες (και υπάρχουν καλοί) μας ενοχλεί η ανάληψη της ευθύνης; Μήπως απλώς μας ενοχλεί ο τρόπος που μας το ζητάνε; Μήπως θυμώνουμε επειδή υπάρχει μεταβίβαση της ευθύνης;
Γιατί ενώ κομπάζουμε ότι σεβόμαστε τα δικαιώματα των άλλων και άρα και των εργαζομένων μας δεν αμείβουμε σύμφωνα με την παραγωγικότητα τους; Μήπως το Δημόσιο με την έλλειψη της αξιολόγησης δίνει πρώτο το κακό παράδειγμα και ευθύνεται για την κατάταξη της χώρας στην 111η θέση από τις 140;
Γιατί δεν επιλέγουμε τη χρήση της τεχνολογίας για να έχουμε μεγαλύτερη διαφάνεια και σαφήνεια στις σχέσεις μας με τους εργολάβους; Η τεχνολογία μπορεί κάλλιστα να παρακολουθήσει την πορεία του χρήματος χωρίς δικαιολογίες. Οι άριστοι εργοδότες έχουν μόνο να κερδίσουν από αυτό όπως έχει και ο ανταγωνισμός. Μήπως οι υπόλοιποι δεν θέλουν να συμμορφωθούν και καταλήγουμε να παίρνουμε αποφάσεις αμφιλεγόμενες και διαβλητές; Μήπως επειδή δεν μπορούν να βρουν τον τρόπο να ελέγξουν την αγορά με τρόπο που να την κάνει σύγχρονη και ανταγωνιστική καταλήγουν βιαστικά στο παλιό; Σίγουρα μπορούν και καλύτερα.
Γιατί προτιμάμε σε μια αγορά, με ήδη πολλά προβλήματα ως προς την απορρόφηση των ανέργων, να προσθέσουμε κι άλλους αντί να τους παρέχουμε, με σωστά προγράμματα, την επανεκπαίδευση ή την διαφορετική εκπαίδευση που χρειάζονται για να είναι απασχολήσιμοι και ελκυστικοί στους επενδυτές; Μήπως αυτό αποτελεί ένα πρόβλημα για δυνατούς λύτες που βγάζει στην επιφάνεια και την έλλειψη επιχειρηματικού δυναμισμού της χώρας; Μήπως οι ελληνικές επιχειρήσεις θα έπρεπε να τολμήσουν να επανεφεύρουν το επιχειρηματικό τους μοντέλο ώστε να ξεφύγουμε από την 126η θέση στις 140;
Θα μπορούσα να συνεχίσω με πολλές απορίες ακόμη, αλλά νομίζω ότι αν δεν ξεκινήσουμε απλοποιώντας ή έστω κωδικοποιώντας το νομοθετικό πλαίσιο για τα εργασιακά και αν δεν μειώσουμε το μη μισθολογικό κόστος δεν θα έχω καμία βάσιμη ένδειξη ότι μας απασχολεί η λύση του προβλήματος. Δεν θα έχω καμία ένδειξη ότι σε αυτήν την χώρα μας ενδιαφέρει πραγματικά η ουσία και όχι η επιφάνεια και ο εντυπωσιασμός.
Τι λέτε; Ποιος θα αναλάβει την ευθύνη να αλλάξει τα πράγματα αν δεν το κάνουμε εμείς; Η ακτίνα δράσης του καθενός είναι απαραίτητη για να πάρει η χώρα μια θέση που θα μας κάνει πραγματικά υπερήφανους.
*H Δρ. Βενετία Κουσία είναι Πρόεδρος Επιτροπής Απασχόλησης, Μέλος ΔΣ Ελληνο-Αμερικανικού Εμπορικού Επιμελητηρίου και Γενική Διευθύντρια, Συμβούλιο Ανταγωνιστικότητας της Ελλάδας.