«Όταν τα παιδιά έχουν χαμηλές δραστηριότητες κίνησης αυξάνουν δυσανάλογα το βάρος τους κι αυτό είναι κάτι που θα το βρούμε μπροστά μας», δηλώνει στο Liberal η Αλεξάνδρα Σολδάτου.
Η αναπληρώτρια Καθηγήτρια Παιδιατρικής της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, τονίζει επίσης ότι «από τις πολλές ώρες στις οθόνες φαίνεται ότι υπάρχει επίπτωση και στην υγεία των ματιών, αφού έχουμε πλέον αυξημένα ποσοστά μυωπίας», ενώ λέει πως «κλείνοντας τα σχολεία στην ουσία μπαίνει υποθήκη το μέλλον των παιδιών μας μακροπρόθεσμα, όταν θα είναι πλέον ενήλικες. Με τρομάζει πολύ το να μην είναι προτεραιότητα αυτό».
Η κ. Σολδάτου καταλήγει ότι «όσο παραμένουν τα σχολεία κλειστά, υπάρχει πιθανότητα να μην μπορέσει να αναπληρωθεί αυτό το κενό. Θα το βρούμε μπροστά μας».
Συνέντευξη στον Βασίλη Γαλούπη
Με το τρίτο lockdown δημιουργείται πλέον μια κατάσταση συνεχόμενη για τα παιδιά, για έναν ολόκληρο χρόνο, με διαρκείς διακοπές της σχολικής εκπαίδευσης. Ποια είναι η επίδραση πάνω τους;
«Ανησυχούμε πολύ ότι οι επιδράσεις του κλεισίματος των σχολείων στην υγεία των παιδιών μπορεί να είναι μακροπρόθεσμες και μη αναστρέψιμες. Αρχικά ας σκεφθούμε τη σωματική τους υγεία. Το παιδί κάθεται πλέον πολύ περισσότερες ώρες. Χάνει την κίνηση που προσφέρει η μετάβαση στο σχολείο αλλά και το παιχνίδι στον προαύλιο χώρο, πέραν των αθλητικών δραστηριοτήτων. Περνά πολύ χρόνο εντός του σπιτιού, όπου η κίνηση είναι πολύ μειωμένη. Και η όποια εξ’ αποστάσεως σχολική παρακολούθηση γίνεται από μια καρέκλα».
Τι επιπτώσεις έχει αυτό;
«Η μειωμένη σωματική δραστηριότητα αυξάνει, δυστυχώς, το πρόβλημα της παιδικής παχυσαρκίας, που είναι ένα φλέγον ζήτημα δημόσιας υγείας. Η κίνηση είναι απαραίτητη για τη διατήρηση του υγιούς βάρους, την υγεία των οστών, τη λειτουργία του μεταβολισμού και τη σωματική αύξηση. Δυστυχώς τα αυξημένα ποσοστά παχυσαρκίας θα τα βρούμε μπροστά μας.
Επίσης, από τις πολλές ώρες στις οθόνες φαίνεται ότι υπάρχει επίπτωση και στην υγεία των ματιών. Τα παιδιά δεν ασκούν καθόλου τη μακρινή τους όραση, αντίθετα ασκούν διαρκώς την κοντινή με συνέπεια την ανάπτυξη μυωπίας. Αυτές είναι δυο από τις πιο σημαντικές σωματικές επιδράσεις».
Όσον αφορά τις σχολικές τους επιδόσεις;
«Η έλλειψη κίνησης, εκτός από την επίδραση στο σώμα, έχει συνέπειες και στην ακαδημαϊκή επίδοση των παιδιών. Δεν είναι τυχαίο που υπάρχουν διαλείμματα μεταξύ των μαθημάτων ώστε τα παιδιά να μπορούν να εκτονώνονται στο προαύλιο. Διότι η σωματική δραστηριότητα βοηθά την προσοχή, τη μνήμη και συνολικά τις γνωσιακές λειτουργίες τους.
Η εξ’ αποστάσεως παροχή κάποιων πληροφοριών μέσω της τηλεκπαίδευσης δεν μπορεί να υποκαταστήσει τη συνολική σχολική εμπειρία. Η μάθηση βασίζεται, ειδικά για τα μικρά παιδιά, στην εμπειρία, τη συνεργασία και τη συμμετοχή, τα οποία είναι αδύνατον να επιτευχθούν εξ’ αποστάσεως. Για παράδειγμα, τα παιδιά κατακτούν πολύ καλύτερα βασικές έννοιες στη γεωμετρία αν έχουν μπροστά τους ένα αντικείμενο και το πιάσουν με τα χεράκια τους, ή στην αριθμητική όταν μετράνε τα μολυβάκια τους. Άλλο παράδειγμα, τα πειράματα που κάνουν τα παιδιά στη φυσική ή στη χημεία, όπου η θεωρία γίνεται πράξη στο χώρο του σχολείου τους.
Πολλές φορές ακούω να λένε ότι την εκπαίδευση μπορούμε να την κάνουμε εξ’ αποστάσεως, άρα κλείνουμε το σχολείο. Δεν είναι έτσι. Δεν έχει καμία σχέση με την εμπειρία δια ζώσης».
Υπάρχουν επιπτώσεις και στις άλλες δεξιότητές τους;
«Τα παιδιά στο σχολείο αναπτύσσουν κι άλλες σημαντικές δεξιότητες. Δεν είναι μόνο οι πληροφορίες στα μαθήματά τους, αλλά και οι κοινωνικές και συναισθηματικές δεξιότητες σαν συμμαθητές. Οι οποίες καταργούνται με την εξ’ αποστάσεως εκπαίδευση. Από προηγούμενες μελέτες έχει φανεί ότι ακόμα και 10% του σχολικού χρόνου να χάσουν τα παιδιά, ειδικά στις μικρές τάξεις, αυτό μπορεί να αντανακλά μακροπρόθεσμα στην ακαδημαϊκή επιτυχία τους, δηλαδή στο πόσο καλά θα πάνε στο σχολείο σε όλο το μαθησιακό τους βίο.
Υπάρχει κάτι ακόμα, όμως. Η ακαδημαϊκή επίδοση του κάθε ατόμου προσδιορίζει στην ουσία και την υγεία του. Φαίνεται ότι τα άτομα που έχουν ολοκληρώσει επιτυχώς το σχολείο και τις πανεπιστημιακές τους σπουδές, ζούνε περισσότερα χρόνια. Το σχολείο είναι ένας από τους πολύ σημαντικούς προσδιοριστές της υγείας μας συνολικά.
Κλείνοντας τα σχολεία στην ουσία μπαίνει υποθήκη το μέλλον των παιδιών μας μακροπρόθεσμα, όταν θα είναι πλέον ενήλικες. Με τρομάζει πολύ το να μην είναι προτεραιότητα αυτό».
Τι θα μπορούσε να γίνει για να αναπληρωθεί αυτός ο χαμένος χρόνος;
«Κατ’ αρχάς θα πρέπει να συνυπολογιστεί και το ζήτημα των κοινωνικών ανισοτήτων. Π.χ. σε πολυμελείς οικογένειες που δεν μπορούν όλα τα παιδιά να παρακολουθήσουν το εξ’ αποστάσεως μάθημα ή σε σπίτια που δεν υπάρχει ο κατάλληλος χώρος για τηλεκπαίδευση».
Από την γνώση σας, από την εμπειρία σας, από την Ιστορία, υπάρχει κάποιος τρόπος για να αναπληρωθούν αυτές οι δυο σχολικές σεζόν της πανδημίας; Στη Γερμανία ήδη σκέφτονται παράταση του σχολικού έτους μέχρι τον Δεκέμβριο.
«Όχι, δεν υπάρχει. Είναι πιθανότατα μη αναστρέψιμο αυτό. Όσο παραμένουν τα σχολεία κλειστά, υπάρχει πιθανότητα να μην μπορέσει να αναπληρωθεί αυτό το κενό. Θα το βρούμε μπροστά μας. Οι μεγάλες παιδιατρικές εταιρείες σε όλο τον κόσμο υποστηρίζουν ακριβώς αυτό. Και αυτός είναι και ο λόγος που υποστηρίζουν σθεναρά το άνοιγμα των σχολείων. Ειδικά από τη στιγμή που το πρόβλημα της πανδημίας δεν μεγεθύνεται από τη λειτουργία των σχολείων. Απλώς τα όποια κρούσματα υπάρχουν στην κοινότητα είναι φυσικό να αντανακλώνται και στον μαθητικό πληθυσμό.
Όσο περισσότερα κρούσματα έχεις γενικά στην κοινότητα, ένα ποσοστό θα υπάρχει και στους μαθητές. Γι’ αυτό και θα πρέπει να τίθεται ως απόλυτη προτεραιότητα οι κοινότητες που περιβάλλουν τα σχολεία να περιορίσουν άλλες δραστηριότητες προκειμένου τα σχολεία να είναι ανοιχτά. Είναι πρώτη προτεραιότητα».
Σε ποιες ηλικίες θα υπάρχει ο μεγαλύτερος αντίκτυπος;
«Φαίνεται ότι είναι οι ηλικίες που προστατεύονται και πιο πολύ από τον COVID-19. Οι ηλικίες που έχουν ανάγκη περισσότερο τη δια ζώσης εκπαίδευση είναι στο νηπιαγωγείο και το δημοτικό. Γι’ αυτά τα παιδιά είναι απολύτως κρίσιμο να βρίσκονται στο σχολείο. Τα μεγαλύτερα παιδιά έχουν κι αυτά ανάγκη τη σχολική παρακολούθηση γιατί αναπτύσσουν πολύ τις κοινωνικές τους δεξιότητες, που αναπόφευκτα κι αυτές θα μείνουν πίσω.
Όσον αφορά τη σχολική τους παρακολούθηση, όμως, φαίνεται ότι οι επιδράσεις δεν είναι τόσο έντονες όσο στα μικρότερα παιδάκια. Στο νηπιαγωγείο και στο δημοτικό υπάρχει η απόλυτη ανάγκη. Έρευνες δείχνουν ότι μια απώλεια της τάξης του 10% της δια ζώσης εκπαίδευσης στις πρώτες τάξεις του δημοτικού σημαίνει ότι τα περισσότερα παιδιά, σε ένα ποσοστό άνω του 80%, δεν θα αποκτήσουν συνολικά στο μαθησιακό τους βίο τις δεξιότητες που θα αποκτούσαν αν φοιτούσαν κανονικά στο σχολείο. Κι όλα αυτά για απώλεια μόλις 10%, όχι για όλο αυτό που έχει συμβεί με την πανδημία».
* Η Αλεξάνδρα Σολδάτου είναι αναπληρώτρια Καθηγήτρια Παιδιατρικής, Β’ Παιδιατρική Κλινική της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, Νοσοκομείο Παίδων ‘Π. & Α. Κυριακού’