Του Θανάση Χειμωνά
Ως οπαδός του Ολυμπιακού περίμενα με μεγάλη αγωνία τον κυριακάτικο τελικό της Ευρωλίγκας. Ως γνωστόν, αντίπαλος της ομάδας μου ήταν η Φενέρ Μπαχτσέ αλλά αυτό λίγο με ενδιέφερε. Το θέμα ήταν ο Θρύλος να σηκώσει το τέταρτο ευρωπαϊκό στο μπάσκετ.
Δυστυχώς, κάποιοι δεν το έβλεπαν έτσι. Δεν μιλάω φυσικά για τους υπόλοιπους φιλάθλους του Ολυμπιακού ή για τους διάφορους μπασκετόφιλους, φίλους άλλων ομάδων που αποφάσισαν να κάνουν την καρδιά τους πέτρα και να υποστηρίξουν τον υπό Κ.Σ. αιώνιο αντίπαλο. Αναφέρομαι στους γνωστούς ελληνάρες που είδαν στον αγώνα μπάσκετ Φενέρ Μπαχτσέ-Ολυμπιακός μία ακόμη μάχη ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία.
Στα αρρωστημένα μάτια τους ο κόουτς Σφαιρόπουλος φάνταζε ωσάν ο Μαρμαρωμένος Βασιλιάς που θα ξεμαρμαρωνόταν και θα ανακτούσε τη Βασιλεύουσα. Με λίγο γκριζάρισμα και μια αγγλική περικεφαλαία ο Kill Bill Βασίλης Σπανούλης θα ερχόταν, ως νέος Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, να κατακτήσει την Τροπολιτσά του 21ου αιώνα- δηλαδή την ευρωκούπα. Τέλος, ο Σέρβος Νικόλα Μιλουτίνοφ συμβόλιζε εμφανώς την νίκη του Ορθόδοξου Τόξου απέναντι στους Αγαρηνοί. Εννοείται πως όλη αυτή η πώρωση αποτελούσε κυρίως χαρακτηριστικό ατόμων που μέχρι την Παρασκευή το μεσημέρι δεν γνώριζαν ούτε που διεξαγόταν το Final 4 ούτε ποιοι συμμετείχαν σε αυτό. Για να μην σας πω πως ορισμένοι από δαύτους δεν ήξεραν καν τι εστί «Final 4».
Η εμμονή ορισμένων να δίνουν εθνικές (=εθνικιστικές/ ρατσιστικές) διαστάσεις σε κάθε επιτυχία ελληνικής ομάδας, μεμονωμένου αθλητή, ακόμα και αθλητών ελληνικής καταγωγής που αγωνίζονται με τις σημαίες άλλων χωρών δεν είναι καινούργιο φαινόμενο. Τα παραδείγματα δεκάδες. Όλα όμως ξεκινούν από το ένδοξο 2004. Την χρονιά του Euro, της Ολυμπιάδας αλλά και της απογείωσης του ελληνικού καπιταλιστικού παράδεισου, ελάχιστα χρόνια πριν την συντριβή του.
Ας θυμηθούμε τα πογκρόμ σε βάρος των Αλβανών μετά τον αγώνα Αλβανίας-Ελλάδας 2-1 το φθινόπωρο του 2004 αλλά και τις ψιλές που είχαν πέσει στους μετανάστες γενικότερα κατά τον θρίαμβο της Πορτογαλίας λίγους μήνες πριν. Τις δηλώσεις για το «DNA των Ελλήνων» καθώς και τις ιαχές «Κεντέρης- Κεντέρης» στα πλαίσια της συνωμοσιολογικής θεωρίας για σαμποτάζ σε βάρος των ελλήνων πρωταθλητών από τους κακούς ξένους. Εκείνη την εποχή (και φυσικά οι ίδιοι οι αθλητές δεν φταίνε σε τίποτα για αυτό) ζήσαμε μια απενοχοποίηση του εθνικισμού και της επικίνδυνης θεωρίας περί ελληνικής ανωτερότητας και «ελληνικής ψυχής».
Ας το ξεκαθαρίσουμε: Στον τελικό της Πόλης δεν έφτασε η Ελλάδα. Έφτασε ο Ολυμπιακός. Μια –ούτως ή άλλως ιστορική και δημοφιλής- ομάδα που έχει στηθεί με σοβαρότητα, όραμα και διορατικότητα από τους ιδιοκτήτες της. Το ότι η ομάδα αυτή στηρίζεται σε Έλληνες αθλητές έχει πολύ απλά να κάνει με το γεγονός ότι το μπάσκετ είναι ίσως το μόνο άθλημα στη χώρα όπου έχει γίνει πραγματικά σοβαρή δουλειά με αποτέλεσμα να ξεπηδούν συνεχώς νέα ταλέντα. Η επιτυχία του Ολυμπιακού ανήκει στους οπαδούς του. Και όχι στους διάφορους άμπαλους εθνικιστές.