Του Κωνσταντίνου Βέργου*
Η πρόσφατη επίσκεψη του πρωθυπουργού στο Νταβός συνοδεύτηκε από μία προσβλητική φράση, αλλά ακολουθήθηκε από μία ευνοϊκή έκθεση ενός επενδυτικού οίκου. Η αμφισβητούμενης σοβαρότητας φράση του κ. Σόιμπλε «είναι η εφαρμογή του προγράμματος, ηλίθιε», και ακολουθήθηκε από τη σοβαρότατη έκθεση του επενδυτικού οίκου S&P που αναβάθμισε την πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας.
Καταρχήν η αναβάθμιση της Ελλάδος από τον οίκο S&P, λίγες ώρες μόλις μετά την προσβλητική φράση του Σόιμπλε, αποδόμησε τα όποια επιχειρήματα του κ. Σόιμπλε, καθώς η αναβάθμιση έγινε βάσει ελέγχων και λεπτομερέστατων υπολογισμών. Η εφαρμογή των ως τώρα μέτρων από την ελληνική κυβέρνηση, όπως και η πορεία της Ελληνικής οικονομίας, φαίνεται ότι επιτρέπουν μια πιο αισιόδοξη αποτίμηση.
Επιπλέον, η S&P αποτελεί τον πλέον συντηρητικό οίκο στην αποτίμηση χρέους, και η αναβάθμιση της Ελλάδος από αυτόν θα πρέπει να θεωρείται ότι θα ακολουθηθεί από αναβαθμίσεις και άλλων οίκων, οδηγώντας σε ένα πρακτικό αποτέλεσμα, την δυνατότητα της Ελλάδος να αντλήσει κάποια στιγμή χρήματα από τις διεθνείς αγορές.
Από την άλλη πλευρά, υπάρχει σημαντική καχυποψία για τη «χρονικότητα» και την «αντικειμενικότητα» της διαβάθμισης των επενδυτικών οίκων. Στο παρελθόν οι επενδυτικοί οίκοι έχουν κατηγορηθεί για «μονομέρεια» και «σκοπιμότητες» πίσω από το γαϊτανάκι των υποβαθμίσεων και των αναβαθμίσεων. Οι οίκοι αυτοί δέχονται κριτική σε πολλές περιπτώσεις και στην αδυναμία τους να εκτιμήσουν εκ των προτέρων, όπως στην περίπτωση εταιρειών σαν της Ενρον η της Lehman Brothers . Δεν είναι λίγοι οι πολιτικοί ηγέτες που έχουν επίσης εκφράσει κατά καιρούς τα δυσμενή σχόλια τους για τους «απεχθείς αυτούς επενδυτικούς οίκους». Όμως, παρά τα όποια σχόλια ή κατηγορίες, όλες οι εκδόσεις ομολόγων πρέπει να πάρουν διαβάθμιση από επενδυτικούς οίκους ώστε να μπορεί να αποτιμηθούν σωστά. Άρα, παρά τα όποια σχόλια που εν μέρει μπορεί να ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, εν μέρει όμως σίγουρα οφείλονται στην αδυναμία των τρίτων να αντιληφθούν την διαδικασία αποτίμησης της πιστοληπτικής ικανότητας, αναμφίβολα οι αποτιμήσεις των ξένων οίκων έχουν κάποια, έστω και περιορισμένη αξιοπιστία, και για αυτό χρησιμοποιούνται ευρύτατα στην αγορά. Το πόση είναι η αξιοπιστία τους, υπάρχουν επιστημονικές μελέτες που το μετράνε. Εμπειρικές μελέτες βρήκαν ότι οι εκθέσεις ξένων οίκων προβλέπουν 4% - 20% μόνο της πραγματικής μεταβολής της αξίας που θα έπρεπε. Έχουν επομένως μικρότερη αξιοπιστία από το Μοντέλο Αποτίμησης Κεφαλαιακών Αξιών (CAPM) ή το APT, μοντάλα που αναλυτές και διαχειριστές χρησιμοποιούν για να κάνουν αποτίμηση μετοχών και χαρτοφυλακίων και τα οποία έχουν προβλεψιμότητα 20%-25% και 35%-40% αντιστοίχως. Όμως, για να μην χάνουμε την ουσία, για τα μοντέλα αποτίμησης των ξένων οίκων ισχύει ο κανόνας «δεν υπάρχει καπνός χωρίς φωτιά» ή σωστότερα, η φράση που χρησιμοποιούν στην στατιστική «ένα μοντέλο είναι καλύτερο από το τίποτα».
Στην περίπτωση επομένως της Ελλάδος, η πρόοδος που σημειώθηκε είναι αφενός ενθαρρυντική αλλά πρέπει να την δούμε με βάση δύο διαστάσεις ακόμη, Καταρχήν η βελτίωση της πιστοληπτικής ικανότητας είναι ένα βήμα, αλλά όχι αρκετό για να βγει η χώρα στις αγορές. Το κόστος δανεισμού από την αγορά είναι ακόμη απαγορευτικό
Δεύτερον, η αναβάθμιση έγινε ως αποτέλεσμα της αποφασιστικότητας της κυβέρνησης να προχωρήσει στις ιδιωτικοποιήσεις και στα μέτρα συνέχισης της φοροκαρπαζιάς και μείωσης συντάξεων που είχαν υποδειχτεί από τους ''φορείς'' στο παρελθόν, δηλαδή δεχόμενη πολιτικό κόστος και αυξάνοντας το καθεστώς ασφυξίας στην αγορά, κάτι που έχει μειωμένη βιωσιμότητα ως μοντέλο. Σε τι βαθμό είχε μία εναλλακτική, είναι κάτι που δεν θα συζητηθεί και είναι από πολλούς υπό αμφισβήτηση. Το μόνο σίγουρο είναι ότι η συνέχιση των μέτρων οδηγεί στα ίδια αδιέξοδα που οδήγησαν στην 6ετή κρίση που βιώνουμε. Και εφόσον δεν διαφανεί άμεσα χρονική αναδιάρθρωση του χρέους, η χώρα σύντομα θα βρεθεί στα ίδια αδιέξοδα που βρέθηκε και στο παρελθόν. Αυτό, ασφαλώς δεν είναι απλά στα χέρια της κυβέρνησης, αλλά κυρίως σε εκείνα των μεγάλων χωρών που βρίσκονται πίσω από τον δανεισμό της Ελλάδας σε επίπεδο ΔΝΤ και Ευρωπαϊκής Ένωσης, χωρών που αργά η γρήγορα ή θα αποφασίσουν να αναδιαρθρώσουν το χρέος ή θα γράψουν νέες σελίδες στο δράμα όχι μόνο της Ελλάδος άλλα του συνόλου της Ευρωπαϊκής Ένωσης που αντιμετωπίζει σημαντικούς κινδύνους πλέον το 2016 όχι μόνο σε επίπεδο χωρών, αλλά και τραπεζών…
* Ο κ. Κωνσταντίνος Βέργος είναι Καθηγητής Χρηματοοικονομικών, Πανεπιστήμιο Πόρτσμουθ, Αγγλία.
Το παρόν άρθρο εκφράζει τις προσωπικές απόψεις του γράφοντος, δεν αποτελεί οδηγό ή σύσταση για επενδύσεις οποιασδήποτε μορφής προς οιονδήποτε και για οτιδήποτε τίτλο ή παράγωγο αυτού.