Εικοσιπέντε χρόνια μετά, όσοι είχαμε γνωρίσει και κατά κάποιο τρόπο συναναστραφεί τον Ανδρέα Παπανδρέου, δυσκολευόμαστε να κάνουμε μια συνολική αποτίμηση της (θετικής και αρνητικής) προσφοράς του. Εγώ κάλυπτα δημοσιογραφικά την δράση του ως πρωθυπουργού και αρχηγού του ΠΑΣΟΚ για δώδεκα χρόνια, από το 1984 (που κόλλησα το πρώτο μου δημοσιογραφικό ένσημο) μέχρι το 1996 (που περιέγραψα ζωντανά την κηδεία του).
Μίλησα δεκάδες φορές μαζί του (αν και πιτσιρίκος), έζησα εκατοντάδες μικρά και μεγάλα γεγονότα δίπλα του. Το κεφάλι μου είναι γεμάτο από ιστορικές στιγμές, από παραπολιτικά και από ιστορίες καθημερινότητας γύρω από τον Ανδρέα. Στην προσωπική επαφή, ήταν ασυναγώνιστος. Αν τύχαινε να βρεθείς δίπλα του (προσωπικά ή επαγγελματικά) ήταν δύσκολο να μην γίνεις οπαδός του.
Συγκρίνοντας ως προσωπικότητες και χαρακτήρες τους τρεις μεγάλους της εικοσαετίας (1974-1996), ο Κωνσταντίνος Καραμανλής είχε κάτι το δωρικό και το ανεξιχνίαστο, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης απέπνεε επάρκεια και μια αίσθηση ότι δεν τα βγάζεις πέρα μαζί του, ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε μιαν ακατανίκητη προσωπική γοητεία. Ο Ανδρέας περιστοιχιζόταν πάντα από πολύ κόσμο, δεν τον θυμάμαι ποτέ μόνο του. Ο Καραμανλής έδινε πάντα την εντύπωση ότι είχε έναν διαρκή εσωτερικό διάλογο, οι γύρω του ήταν σε απόσταση και αμελητέοι. Ο Μητσοτάκης, μ’ ένα περίεργο τρόπο περιστοιχιζόταν πάντα από την οικογένεια.
Στα μάτια μου, αν υποθέταμε ότι αυτοί οι τρεις είχαν το ελεύθερο να χτίσουν ένα καράβι και να διασχίσουν έναν ωκεανό με προορισμό μιαν άλλη γη, ο καθένας τους θα διάλεγε άλλο σκαρί, άλλο πλήρωμα κι άλλο ρόλο για τον ίδιον. Ο Καραμανλής θα έφτιαχνε ένα αντιτορπιλικό, θα στεκόταν μόνος του στην πλώρη του και με στρατιωτική πειθαρχία θα το οδηγούσε στον προορισμό του. Ο Μητσοτάκης θα έφτιαχνε μια οικογενειακή μπρατσέρα, θα την στελέχωνε με χωριανούς και μπιστικούς, θα έπαιρνε το πηδάλιο και με χίλια ναυτικά τερτίπια μαζί με ακαταπόνητο πείσμα θα την οδηγούσε στο λιμάνι που ήθελε.
Ο Ανδρέας θα έφτιαχνε ένα κρουαζιερόπλοιο, θα καλούσε όλο τον κόσμο ν’ ανέβει πάνω, θα άπλωνε στα καταστρώματα τραπέζια με γουρουνόπουλα και τούρτες, θα έφερνε και πέντε ορχήστρες, θα καλούσε τους επιβάτες να φάνε, να πιουν και να διασκεδάσουν, θα ανοιγόταν στον ωκεανό και δεν θα βιαζόταν διόλου να φτάσει στο λιμάνι. Θα έφτανε τελικά, διότι κατάφερε πολλά στην πολυτάραχη ζωή του, αλλά με τον δικό του τρόπο.
Ο Καραμανλής είχε πρώτιστο στόχο ζωής την υστεροφημία του, ο Μητσοτάκης ενδιαφερόταν πολύ επίσης, ο Ανδρέας δεν έδινε πεντάρα γι αυτήν. Είτε επρόκειτο για τον κραταιό Ανδρέα του 1984-5 που έδιωχνε τον Καραμανλή για να φέρει τον Σαρτζετάκη σε μια κίνηση ακραίου τακτικισμού, είτε για τον Ανδρέα-ερείπιο που τραβολογούσε η Λιάνη στα μοναστήρια, θαρρώ πως έζησε την ζωή του για την ηδονή και την επιτυχία της επόμενης και μόνο μέρας. Παρά ταύτα, ήταν αρκούντως έξυπνος και διαισθητικά στρατηγικός ώστε να τα καταφέρει εν τέλει. Είναι στο πάνθεον των πολύ μεγάλων, που όσο πιο πολλές συζητήσεις προκαλούν για τα πεπραγμένα τους τόσο μεγαλύτεροι αποδεικνύονται.
Και η ιστορία τι απολογισμό θα κάνει γι αυτούς, θα ρωτήσετε. Τι να σας πω. Ο Καραμανλής έζησε μια ζωή προσαρμοσμένη στο να τον αποτιμήσει θετικά η ιστορία. Ο Μητσοτάκης, με άοκνο αγώνα ζωής κατάφερε να το γυρίσει στο τέλος και να φύγει με κοινά αποδεκτή αίσθηση θετικής προσφοράς. Όσο για τον Ανδρέα, βάζω το χέρι μου στην φωτιά πως αν τον ρωτούσαν , θα έλεγε: «τι θα γράψει για μένα η ιστορία; Σιγά… υπερτιμημένη υπόθεση κι αυτή η ιστορία…»