Του Γρηγόρη – Ευάγγελου Καλαβρού *
Προξενεί ιδιαίτερη εντύπωση στον νομικό κόσμο η κατά πλειοψηφία εκδοθείσα υπ' αριθμ. 4/2019 απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, που δημοσιεύθηκε την περασμένη εβδομάδα και απορρίπτει τον δικαστικό έλεγχο της καταχρηστικότητας συμβατικού γενικού όρου συναλλαγών (Γ.Ο.Σ.), που υπάρχει σε σύμβαση δανείου σε ελβετικό φράγκο μεταξύ τράπεζας και καταναλωτή (δανειολήπτη), κατ' επίκληση του άρθρου 1 παρ. 2 της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 5.4.1993 σχετικά με τι καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων, που συνάπτονται με καταναλωτές.
Η απόφαση αφορά σε μεγάλο αριθμό δανειοληπτών (περίπου 65.000), που κατά προτροπή των τραπεζών είχαν επιλέξει, στεγαστικά και όχι μόνο, δάνεια με ρήτρα ελβετικού φράγκου, λόγω χαμηλού επιτοκίου και οι οποίοι μετά τη δραστική αλλαγή της ισοτιμίας ελβετικού φράγκου και ευρώ βρέθηκαν να χρωστούν μεγαλύτερο ποσό του αρχικώς εκταμιευθέντος ποσού, διότι η νέα ισοτιμία υπολογίσθηκε αναδρομικά και ανέτρεξε στο χρόνο σύναψης του δανείου.
Μάλιστα ακόμη μεγαλύτερη εντύπωση κάνει το γεγονός ότι η πλειοψηφία του Αρείου Πάγου, ενώ θα μπορούσε να επιλέξει μια σολομώντεια λύση, εμμένοντας μεν στην κατά τα άλλα μη ορθή άποψή της, προσδιορίζοντας όμως ως χρονικό σημείο εφαρμογής της το χρονικό σημείο της δραστικής αλλαγής της ισοτιμίας ελβετικού φράγκου και ευρώ, επέλεξε την πιο σκληρή άποψη της αναδρομικότητας, που παραπέμπει κατ' ανάγκη σε σκέψεις σκοπιμότητας που κατά τα άλλα η πλειοψηφία εξορκίζει...
Βεβαίως η απόφαση της Ολομέλειας εκδόθηκε με ισχυρή μειοψηφία πέντε (5) μελών της Ολομελείας επί συνόλου 56 Αρεοπαγιτών, μεταξύ των μειοψηφησάντων ήταν ο Πρόεδρος και ένας Αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου και ασφαλώς δεν πρόκειται να θέσει τέρμα στην υπόθεση του ελέγχου της καταχρηστικότητας του σχετικού όρου, όχι μόνο διότι αφορά σχεδόν σε όλες τις συστημικές τράπεζες και σε μεγάλο αριθμό δανειοληπτών, αλλά διότι η απόφαση εσφαλμένα ερμηνεύει και εφαρμόζει την κοινοτική οδηγία, αλλά και τους αντίστοιχους κανόνες του ν. 2251/1994 που ενσωματώνουν στο εσωτερικό δίκαιο της χώρας μας τις ρυθμίσεις υπέρ των καταναλωτών της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ.
Είναι δε βέβαιο ότι η εκδοθείσα απόφαση του Αρείου Πάγου για τους λόγους αυτούς δεν θα θέσει τέλος στην αντιδικία τραπεζών και καταναλωτών, αλλ' απλώς θα αποτελέσει αφετηρία νέου κύκλου προσφυγών στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου για παράβαση δικαιωμάτων που προστατεύει η ΕΣΔΑ, αλλά και στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης με προσφυγή για παράβαση κοινοτικής υποχρέωσης (παράβαση της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ) μέσω δικαστικής απόφασης, ακόμη δε και σε αγωγές αποζημιώσεως κατά της χώρας μας στα εσωτερικά αρμόδια δικαστήρια για παράβαση κοινοτικού δικαίου υπέρ των ζημιωθέντων, όπως δέχεται σταθερά η νομολογία του ΔΕΚ μετά τις αποφάσεις Francovith και Brasserie du Pecheur για την αποζημίωση των δανειοληπτών που ως καταναλωτές ζημιώθηκαν από δικαστικές αποφάσεις που παραβιάζουν το ενωσιακό δίκαιο.
Η άποψη της πλειοψηφίας όχι απλώς παραβιάζει την επικαλούμενη Οδηγία, αλλά οδηγεί σε αναίρεση του σκοπού που επιδιώκει η τελευταία, κατά παράβαση της αρχής της ενότητας και ταυτότητας εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου. Τούτων δοθέντων ορθή είναι η μειοψηφήσασα γνώμη, κατ' αποτέλεσμα μεν, επί άλλη όμως αιτιολογία.
* Ο κ. Γρηγόρης – Ευάγγελος Καλαβρός είναι καθηγητής του Δικαίου της Ε.Ε. στο ΔΠΘ, Δικηγόρος