Του Στράτου Γ. Σιμόπουλου*
Η πολιτική και η ενασχόληση με αυτήν δεν μπορεί παρά να έχει και άξονα αναφοράς τον τόπο, την περιοχή στην οποία ο ασχολούμενος με την πολιτική μεγαλώνει, δημιουργεί, κοινωνικοποιείται. Για το λόγο αυτό δεν είναι δυνατό παρά το δεύτερο μέρος αυτού του βιβλίου να αφιερωθεί στην Θεσσαλονίκη.
Το στοίχημα της δεκαετίας του 1990, να αναδειχθεί, δηλαδή, η Θεσσαλονίκη σε πόλη-επίκεντρο της Ν.Α Ευρώπης και σε μία ευρωπαϊκή μητρόπολη, αλλά ταυτόχρονα να ισχυροποιήσει τη θέση της στο εσωτερικό, δεν έχει σε καμία περίπτωση κερδηθεί. Παρά την παρουσία θεσμών και οργανισμών που υπόσχονταν να επιδράσουν καταλυτικά στην εξωστρέφειά της (Οργανισμός Ανασυγκρότησης των Βαλκανίων, Γραφείο του Συμφώνου Σταθερότητας, Ευρωπαϊκό Κέντρο για την Ανάπτυξη της Επαγγελματικής Κατάρτισης, Γραφείο Διασύνδεσης της Παγκόσμιας Τράπεζας, Παρευξείνια Τράπεζα), η Θεσσαλονίκη δεν έκανε το «μεγάλο άλμα». Και μπορεί, βεβαίως, η φθίνουσα πορεία ορισμένων από τους προαναφερθέντες θεσμούς να χρησιμοποιείται από κάποιους ως άλλοθι για αυτή την αδυναμία, ωστόσο, αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, οφείλουμε να αναζητήσουμε αλλού τις αιτίες.
Κύριος παράγων που συνέβαλε στη σημερινή κατάσταση είναι η έλλειψη πραγματικά ενός εθνικού, μακρόπνοου σχεδιασμού, ο οποίος πέρα από κομματικές και προσωπικές στρατηγικές, θα συνένωνε τις κοινωνικές, πολιτικές και παραγωγικές δυνάμεις, τόσο της περιοχής, όσο και του «κέντρου των πάντων» στη χώρα μας, της Αθήνας. Χωρίς τη συμπαράσταση της πρωτεύουσας, η οποία θα ήταν πολλαπλά ωφελημένη από μια τέτοια εξέλιξη, δεν θα ήταν δυνατή, όπως επιβεβαιώθηκε και εκ των υστέρων, η επιτυχία της προσπάθειας. Ένα δίπολο Αθήνας - Θεσσαλονίκης θα μπορούσε -εκμεταλλευόμενο την οικονομική και πολιτική δύναμη της πρώτης και τη γεωγραφική θέση της δεύτερης- μπορούσε να προωθήσει πολύ γρήγορα θέματα που επιφανειακά αναφέρονταν στη Θεσσαλονίκη, αλλά ουσιαστικά αφορούσαν όλη την Ελλάδα.
Σήμερα, παρά την οικονομική κρίση και τα πολλαπλά προβλήματα που αυτή έφερε στην κοινωνία επιτακτικό προβάλει το ερώτημα «ποια Θεσσαλονίκη θέλουμε;».
Το ερώτημα αυτό δεν αφορά αποκλειστικά την αισθητική και το αδικούν όσοι, μετ' επιτάσεως, προβάλλουν μονοσήμαντα αυτή την πλευρά. Η αισθητική, πολύ βέβαια σημαντική συνιστώσα ζωής, αφορά κυρίως στην αστική τάξη του κέντρου της πόλης και αδυνατίζει σταδιακά όσο περνάμε στην περιφέρεια και σε περισσότερο λαϊκές τάξεις.
Ακόμη το ερώτημα αυτό δεν μπορεί να έχει στο κέντρο του το δίπολο συντήρηση ή πρόοδος σε κάθετη μορφή όπως ορισμένες πλευρές προσπαθούν να μας πείσουν, αλλά διατρέχει όλους τους πολιτικούς χώρους οριζόντια και σίγουρα δεν είναι υπόθεση αισθητικής του λόγου ή της συμπεριφοράς ορισμένων θεσμικών εκπροσώπων της πόλης. Διότι δεν είναι σωστό, ζητήματα που αφορούν ουσιαστικά την αισθητική της πολιτικής συμπεριφοράς και του λόγου, να προτάσσονται έναντι της ουσίας, κρύβοντας έμμεσα απόψεις, οι οποίες αφορούν την ελληνικότητα, την ορθοδοξία, τον πατριωτισμό, ή τον κοσμοπολιτισμό.
Αφού, λοιπόν, δεχθούμε ότι η συζήτηση για τη Θεσσαλονίκη δεν αφορά μόνο τα δυο παραπάνω θέματα, αλλά είναι ευρύτερη, τότε θα παραδεχθούμε εύκολα ότι περικλείει κυρίως τις αναπτυξιακές προοπτικές της όλης της πόλης, γεγονός που μετατρέπει αυτόματα όλα τα ζητήματα σε πολιτικά.
Θα αναφέρω ορισμένα παραδείγματα. Ένα από αυτά περικλείει το πανεπιστημιακό άσυλο. Θα αναρωτιέται βέβαια ο αναγνώστης τι σχέση μπορεί να έχει ο φάντης με το ρετσινόλαδο. Και όμως έχει. Η Θεσσαλονίκη διαθέτοντας το μεγαλύτερο πανεπιστήμιο των Βαλκανίων και έχοντας τη Ζώνη Καινοτομίας, θα μπορούσε μαζί με την ευρύτερη περιοχή να γίνει ένα κέντρο καινοτομικών δραστηριοτήτων. Γνωρίζουμε όμως ότι και λόγω του τρόπου με τον οποίο λειτουργεί το πανεπιστημιακό άσυλο, οποιαδήποτε προσπάθεια σύνδεσης έρευνας και παραγωγής, πέφτει στο κενό, διότι διάφορες ομάδες φοιτητών καταστρέφουν κάθε σχετική προσπάθεια. Πώς λοιπόν να κατανοήσει ο Ισραηλινός ή ο Δανός επιστήμονας ότι για να προχωρήσουν στο πανεπιστήμιο θέματα καινοτομίας ή σύνδεσής του με την παραγωγή, πρέπει πρώτα να λυθεί το θέμα του ασύλου; Πώς να αντιληφθούν ότι το πανεπιστήμιο αποτελεί χώρο στον οποίο οι όροι επιχειρηματίας και κέρδος είναι εξοβελισμένοι, λόγω της αντίδρασης μιας μειοψηφίας, η οποία επιβάλλει τις απόψεις της;
Το δεύτερο παράδειγμα αφορά στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης με επίκεντρο το οποίο όλη η Βόρεια Ελλάδα μπορεί να γίνει το εμπορευματικό κέντρο της Ν.Α. Ευρώπης, όπως ακριβώς είναι η Ολλανδία για την Βορειοκεντρική Ευρώπη. Η ανάπτυξή του όμως περνά σίγουρα μέσα από την ιδιωτικοποίηση η οποία επιχειρήθηκε στο παρελθόν, αλλά έπεσε στο κενό έχοντας απέναντί της τμήμα του πολιτικού προσωπικού της πόλης και διάφορες συνδικαλιστικές ομάδες.
Συνάντησε σφοδρές αντιδράσεις κυρίως από τοπικούς πολιτικούς παράγοντες, οι οποίοι μάλιστα βρέθηκαν έπειτα σε κυβερνητικές θέσεις. Επί ένα χρόνο οι περισσότεροι από τους εμπλεκόμενους συνδύαζαν τις ιδεοληπτικές τους αντιλήψεις με την προσωπική τους διαδρομή και ναρκοθετούσαν την ανάπτυξη του λιμανιού για την οποία μάλιστα δεν απαιτούντο δημόσιοι πόροι.
Απαιτήθηκε να περάσουν περισσότερο από δέκα χρόνια για να προχωρήσει η εμβληματική αυτή παραχώρηση που μπορεί να αλλάξει τη μοίρα όλης της Κεντρικής Μακεδονίας.
Άλλωστε είναι συνηθισμένο οι λίγοι να μπλοκάρουν ό,τι ωφελεί τους πολλούς παραβλέποντας ότι κάποια στιγμή θα βρεθούν και οι ίδιοι μέσα στους πολλούς. Από αυτήν τη νοοτροπία πρέπει να απαλλαγούμε με δουλειά και μεταρρυθμίσεις, ώστε η πόλη να γνωρίσει περίοδο θεαματικής ανάπτυξης και μείωσης της ανεργίας.Στο ίδιο πλαίσιο πρέπει επίσης να τοποθετήσουμε και την παραδοσιακή μας τάση να χωριζόμαστε σε στρατόπεδα όταν πρόκειται για δράσεις αναπτυξιακές στην πόλη.
Βέβαια η κατάσταση στην Θεσσαλονίκη είναι δυστυχώς μία μικρογραφία του ευρύτερου ελληνικού τοπίου. Έτσι η απουσία σχεδίου, η κοντόφθαλμη στρατηγική, ο εγωισμός και η συμφεροντολογική προσέγγιση χαρακτηρίζει τις προσπάθειες ανάπτυξης της πόλη μας, σε συνδυασμό με τις εκθέσεις ιδεών, τα περιβόητα masterplans και τα επικοινωνιακά πυροτεχνήματα της τοπικής αυτοδιοίκησης.
Σχέδιο, πολιτική βούληση, υπομονή και δουλειά, είναι τα συστατικά στοιχεία της «συνταγής» ανάπτυξης για τη Θεσσαλονίκη, τη Βόρεια Ελλάδα και για όλη τη χώρα ενώ το πρόβλημα της ανάπτυξης της πόλης, είναι ευρύτερο και είναι βαθιά πολιτικό, όπως πολιτικά είναι και τα θέματα που σχετίζονται με τη γενικότερη πορεία της χώρας. Και τα πολιτικά ζητήματα πρέπει να αναλύονται χωρίς αυτάρεσκη αλαζονεία, αλλά και χωρίς προσπάθεια επιβολής στις απόψεις του λεγόμενου φιλελεύθερου χώρου, ενός ιδιότυπου σιωπητηρίου ιδεών. Η συζήτηση για την πόλη πρέπει να είναι σφαιρική, να αφορά όχι μόνο την αισθητική αλλά και τα πρόσωπα, την πορεία τους και το αναπτυξιακό μοντέλο της πόλης. Να αναζητά το καλύτερο και τους καλύτερους για την πόλη και όχι απλά το νέο, το μοντέρνο, το πρωτότυπο, το διαφορετικό. Ειδικά το αναπτυξιακό μοντέλο είναι άρρηκτα συνυφασμένο με την πολιτική, άρα και οι πολιτικές απόψεις όλων όσων θέλουν να εκφράζουν θεσμικά την πόλη από κεντρικούς ρόλους έχουν μεγάλη σημασία.
Γι' αυτό λοιπόν γίνεται επιτακτική και η ανάγκη για πολιτική αλλαγή στις βουλευτικές εκλογές του Ιουλίου.
Μόνο έτσι θα αλλάξουν οι πολιτικές και τα πρόσωπα.
* Ο Στράτος Σιμόπουλος είναι Ηλεκτρολόγος Μηχανικός, πρώην Γενικός Γραμματέας Δημοσίων Έργων.