Της Βίβιαν Ευθυμιοπούλου
Όσα χρόνια αρθρογραφούμε και παρεμβαίνουμε με σχόλια στη δημόσια συζήτηση επιχειρηματολογούμε, μεταξύ άλλων, πάνω στην ιδέα ότι μια από τις μεγαλύτερες προκλήσεις στη ζωή ενός υγιούς ανθρώπου είναι να βρεθεί πρόσφυγας ή οικονομικός μετανάστης. Να βρεθεί δηλαδή να ζει σε μια ξένη στον ίδιο κοινωνία, ακόμα και την πιο φιλόξενη, χωρίς να είναι ένας από τους stakeholders της, με τον μοναδικό και αδιαμφισβήτητο τρόπο που είναι όσοι έχουν το δικαίωμα του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι.
Το θυμηθήκαμε πάλι με αφορμή τις φρικιαστικές δολοφονίες γυναικών στην Κύπρο και όσες πληροφορίες ξετυλίγονται μέρα με την ημέρα για τις συνθήκες της δολοφονίας τους. Επρόκειτο για αλλοδαπές γυναίκες που μόλις δηλώθηκε η εξαφάνισή τους η κυπριακή αστυνομία φαίνεται πως δεν έδειξε ιδιαίτερο ζήλο για να τις αναζητήσει, αν δεν αδιαφόρησε εντελώς κιόλας. Μας είναι πολύ δύσκολο να φανταστούμε ότι θα επιδείκνυαν την ίδια αμέλεια αν επρόκειτο για πολίτες της Κύπρου γιατί κάθε αρχή είναι υπόλογη για τον τρόπο που φέρεται ή αγνοεί τους πολίτες της.
Την ξεχνάμε αυτή την αλήθεια στην Ελλάδα. Ξεχνάμε ότι απαρατήρητος καταλήγει πάντα να είναι ο ξένος, αυτός που δεν έχει πολιτικά δικαιώματα και ο οποίος εύκολα υφίσταται εκτός από τις διακρίσεις και την αδιαφορία των κρατικών αρχών όταν ζητά τη βοήθειά τους, η δίκη της Χρυσής Αυγής είναι εξαιρετικά αποκαλυπτική σε αυτό εξάλλου.
Αρκετοί συμπολίτες μας, αλλά όλο και λιγότεροι ευτυχώς, θεωρούν ότι «απαρατήρητοι» δεν είναι μόνον οι πρόσφυγες και οι μετανάστες αλλά και οι άνθρωποι του μόχθου: οι ταμίες των σούπερ μάρκετ, οι ντελιβεράδες, οι τηλεφωνήτριες, οι ταμίες στα διόδια. Και αυτή η αντίληψη ανιχνεύεται και σε συμπεριφορές.
Όσοι ασχολούμαστε με τον ένα ή τον άλλο τρόπο με την πολιτική έχουμε ακούσει βουλευτές να παραπονιούνται για ψηφοφόρους που ενώ τους ζητούν δουλειές για τα παιδιά τους αν αυτός υποχρεωθεί σε φίλο του επιχειρηματία και τους βρει μια τέτοια δουλειά, οι νέοι δεν εμφανίζονται καν γιατί τις θεωρούν απαξιωτικές. Όχι όλοι φυσικά αλλά υπάρχει πράγματι ένα κομμάτι της κοινωνίας που βλέπει τα παιδιά του μόνον ως μελλοντικούς γιατρούς ή δικηγόρους και δεν τα αφήνει να εργαστούν σε τέτοιες δουλειές ούτε για αστείο και προτιμά να τα χαρτζιλικώνει ακόμα και ως ενήλικες παρά να τα δει να κάνουν μια τέτοια δουλειά.
Είμαστε στο 2019 και θα περίμενε κανείς ότι αυτή η νοοτροπία της «Μαντάμ Σουσούς» που εμφανίστηκε το 1939 στο λαϊκό περιοδικό «Θησαυρός» θα είχε πλέον εκλείψει. Όμως όχι. Κάποιοι επιμένουν να αναπαράγουν αυτή την προκατάληψη που βλέπει τον κόσμο της εργασίας ως ένα κόσμο ημιδυστυχίας. Βέβαια, προσπαθώντας να εμφανιστούν ως Κάρολος Ντίκενς δεν πείθουν ούτε ως Δημήτρης Ψαθάς αλλά αυτό αφορά όσους τους παίρνουν στα σοβαρά.
Μετά από εννιά χρόνια κρίσης και μετά από πλήθος άρθρων και συζητήσεων αυτές οι γραφικές αντιλήψεις περί εργασίας και της κοινωνικής θέσης που αυτή συνεπάγεται μας εκπλήσσουν όχι τόσο που εκφέρονται αλλά που γίνονται αποδεκτές ως σοβαρή παρέμβαση στη δημόσια σφαίρα και δεν αντιμετωπίζονται με τη χλεύη που τους αρμόζει.
Την ίδια στιγμή και κόντρα σε αυτές τις αναχρονιστικές νοοτροπίες ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης έχει συναντηθεί δύο φορές με «ντελιβεράδες» οι οποίοι είναι οργανωμένοι σε σωματείο όπως οι περισσότεροι Έλληνες εργαζόμενοι (ακόμα και οι ιερόδουλες) οι οποίοι, όλοι, μάχονται με υπερηφάνεια και αξιοπρέπεια για καλύτερες συνθήκες εργασίας, ευνοϊκότερη φορολόγηση, καλύτερη ασφάλιση.
Θα είναι δείγμα υπέρβασης των αρχαϊκών μας νοοτροπιών για την εργασία αλλά και ευρύτερα για την οργάνωση της κοινωνίας μας όταν η τεχνική εκπαίδευση αντιμετωπιστεί με την ίδια σοβαρότητα με την ανώτατη, όταν κάθε νόμιμη εργασία δεν θεωρείται ντροπή και όταν στην ελληνική κοινωνία κανείς δεν θα τολμά να ισχυριστεί ότι οι εργαζόμενοι Έλληνες με πλήρη πολιτικά δικαιώματα περνούν «απαρατήρητοι» επειδή εργάζονται ως ταμίες, ντελιβεράδες, τηλεφωνήτριες.