Είναι ενδιαφέρον το γεγονός ότι τα δυο μεγαλύτερα κόμματα της χώρας, η Νέα Δημοκρατία και ο ΣΥΡΙΖΑ δηλώνουν σίγουρα πως θα κερδίσουν τις επόμενες εκλογές. Και με δεδομένο, ότι η Ελλάδα χρειάζεται σταθερές κυβερνήσεις, θα ήταν λογικό τα δυο μεγάλα κόμματα να επιζητούν την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη εκπροσώπηση τους στο κοινοβούλιο.
Μια ισχυρή εκπροσώπηση, που θα τους επέτρεπε να ασκήσουν την πολιτική τους, δίχως να είναι έρμαια παζαριών, εκβιασμών, συσχετισμών και απειλών σχετικά με τη βιωσιμότητα της κυβέρνησης που θα στήριζαν.
Αυτό λέει η απλή λογική. Και ενώ φαίνεται ότι η Νέα Δημοκρατία δεν θα κατευθυνθεί προς την αλλαγή του εκλογικού νόμου, έτσι ώστε σαν πρώτο κόμμα να σχηματίσει με ευκολία κυβέρνηση, και ο ΣΥΡΙΖΑ που σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των ηγετικών στελεχών του έχει το προβάδισμα με βάση τις κρυφές αλλά αληθινές δημοσκοπήσεις, είναι αρνητικός.
Πράγμα περίεργο. Αν πράγματι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι μπροστά στις αληθινές και μη στημένες δημοσκοπήσεις, όπως υποστηρίζει, γιατί δεν συμφωνεί στην αλλαγή του εκλογικού νόμου;
Μήπως για θεσμικούς λόγους; Αστεία πράγματα. Φυσικά και όχι. Άλλωστε η αρμολόγηση των νέων θεσμών που υπόσχεται η κυβέρνηση «δεύτερη φορά αριστερά» βρίσκεται πολύ ψηλά στην ατζέντα όσων επιθυμούν να καταλάβουν την εξουσία και όχι μόνο την κυβέρνηση.
Μήπως για να δώσει την ευκαιρία σε άλλες πολιτικές δυνάμεις, όπως είναι η πολιτικά παρδαλή παρέα του Μέρα25, η παρέα της πρώην ΠΑΣΠ Κομοτηνής και τα σταλινικά απολιθώματα του ΚΚΕ, να αναλάβουν υπουργικούς θώκους και να συγκυβερνήσουν μαζί του; Ασφαλώς και όχι. Η λατρεία για την «καρέκλα» των στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ, δεν επιτρέπει την εκδήλωση ενός τέτοιου τύπου αλτρουισμού.
Η αλήθεια είναι ότι όσα θέματα και να σηκώσει ψηλά ο ΣΥΡΙΖΑ και η υπόλοιπη αντιπολίτευση, η ποσοστιαία διαφορά της ΝΔ από τους υπόλοιπους είναι παγιωμένη. Παγιωμένη πάνω στο έργο που έχει γίνει, πάνω στις ανησυχίες για την ενεργειακή και οικονομική κρίση και πάνω στην ικανότητα της κυβέρνησης να κουμαντάρει το καράβι στα δύσκολα.
Η φασαρία με τους μετανάστες, τη νησίδα, τους σκορπιούς, τις ΜΚΟ, τους «ανθρωπιστές», τους έχοντας το ηθικό πλεονέκτημα, τα κτηματολόγια και το δήθεν νεκρό κοριτσάκι, μαζί με την κατασυκοφάντηση της Ελλάδας στο εξωτερικό, από όσους βιοπορίζονται από τις μετακινήσεις των μεταναστών, καταλάγιασε, αφού αποδείχθηκε ψευδής, από το Α μέχρι το Ω.
Η ιστορία με τις παρακολουθήσεις, που όπως καταγράφεται δεν απασχολεί την κοινή γνώμη αλλά μόνο όσους ενεργούς ή παροπλισμένους πολιτικούς έχουν κομματικές φιλοδοξίες, διατηρείται στην επικαιρότητα λόγω μιας σειράς «νέων αποκαλύψεων». Εδώ τη σκυτάλη, την πήρε ο πρώην υπουργός της συγκυβέρνησης Τσίπρα – Καμμένου, με τον Άρη Βελουχιώτη πάνω από το γραφείο του, που έχει μείνει στην ιστορία, σαν ο υπουργός που ταξίδεψε πάνω σε ακίνητους συρμούς και σαν ο υπουργός που δάκρυσε υπογράφοντας τη σύμβαση με τη Fraport.
Με χρονοκαθυστέρηση ακριβείας που θα ζήλευε ακόμα και η Τράπεζα της Αγγλίας, και με ταχύτητα που θα ζήλευαν οι συμπαθείς βραδύποδες, τοποθέτησε τον εαυτό του στο κάδρο της επικαιρότητας των παρακολουθήσεων. Ωστόσο και αυτό το θέμα, σύντομα να ξαναβρεθεί εκτός επικαιρότητας και ενδιαφέροντος.
Ο ΣΥΡΙΖΑ αν θέλει να κυβερνήσει εκ νέου θα πρέπει υποχρεωτικά να συνεργαστεί με τις πολιτικές δυνάμεις που προαναφέραμε, δημιουργώντας μια κυβέρνηση εξάμβλωμα. Και γνωρίζοντας ότι η πρωτιά στις εκλογές και η κυβερνητική αυτοδυναμία, αποτελούν όνειρα θερινής νυκτός και χρήσης παραισθησιογόνων ουσιών, θα αντισταθεί σθεναρά στο ενδεχόμενο αλλαγής του εκλογικού νόμου.
Ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ, αλλά ούτε το ΠΑΣΟΚ, επιθυμούν μια σταθερή κυβέρνηση που θα ακολουθεί μια ξεκάθαρη πολιτική. Σε αυτό το θέμα οι πολιτικές τους ταυτίζονται. Στο «δια ταύτα», όμως οι θέσεις τους αποκλίνουν.
Ο ΣΥΡΙΖΑ επιθυμεί, είτε μια κυβέρνηση με άξονα τον ΣΥΡΙΖΑ και συμπληρώματα από ΠΑΣΟΚ, Μέρα25 και ΚΚΕ, είτε μια οικουμενική κυβέρνηση από την οποία θα απουσιάζει απαραιτήτως ο Κυριάκος Μητσοτάκης.
Αντίθετα ο Νίκος Ανδρουλάκης ονειρεύεται, είτε μια ισχυρή λαϊκή εντολή, που θα οδηγήσει σε κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ, είτε μια οικουμενική κυβέρνηση με έναν πρωθυπουργό που θα έχει «ευρωπαϊκή εμπειρία, που θα σέβεται τους θεσμούς, που θα είναι βαθιά δημοκράτης και δεν έχει παίξει με την εγχώρια ολιγαρχία». Φωτογραφίζοντας έτσι τον εαυτό του.
Οι δυο τελευταίες παράγραφοι μπορούν να συμπυκνωθούν μέσα σε μια μόνο λέξη. Κι αυτή η λέξη, είναι το «μπάχαλο». Κάτι που δεν χρειάζεται ούτε η χώρα, ούτε οι πολίτες.