Του Θύμιου Τζάλλα
«Η αποστολή μας είναι να κάνουμε τη Βρετανία μία χώρα που θα λειτουργεί για όλους, και όχι μόνο για τους προνομιούχους. Όσα επιβάλλουν αυτή την ανάγκη, είναι γνωστά σε όλους μας, εδώ και καιρό. Αν έχεις γεννηθεί φτωχός, θα πεθάνεις εννιά χρόνια νωρίτερα από τους υπόλοιπους. Αν είσαι μαύρος, το δικαστικό σύστημα θα σε κρίνει πιο σκληρά απ' ότι έναν λευκό. Αν είσαι νέος λευκός, προερχόμενος από την εργατική τάξη, έχεις τις μικρότερες πιθανότητες από όλους να πας στο πανεπιστήμιο. Αν είσαι σε δημόσιο και όχι ιδιωτικό σχολείο, είναι λιγότερο πιθανό να βρεθείς στα κορυφαία επαγγέλματα. Αν είσαι γυναίκα, θα κερδίσεις λιγότερα από τους άνδρες συναδέλφους σου. Αν υποφέρεις από ψυχολογικά προβλήματα, πολύ συχνά θα βρεθείς χωρίς βοήθεια. Αν ξεκινάς τώρα την καριέρα σου, είναι πιο δύσκολο από ποτέ να αποκτήσεις το δικό σου σπίτι. Απέναντι σε αυτές τις φλέγουσες αδικίες, είμαι αποφασισμένη να αγωνιστώ».
Θα μπορούσε να είναι ο λόγος ενός ηγέτη της κεντροαριστεράς. Τα λόγια όμως ανήκουν στην Theresa May. Είναι η δήλωση με την οποία έθεσε υποψηφιότητα για την ηγεσία των συντηρητικών το περασμένο καλοκαίρι.
Οι παραλληλισμοί με τη Margaret Thatcher, συνειρμικοί στην αρχή της πρωθυπουργίας της, έχουν πια αραιώσει. Η May είναι 'conservative με μικρό c', όπως λένε οι Βρετανοί. Πιστεύει δηλαδή στην παραδοσιακή δεξιά αντίληψη που προκρίνει τις κοινότητες και το αίσθημα του ανήκειν. Είναι όμως δύσκολο να βρεις έναν εκπρόσωπο της λαϊκής βρετανικής δεξιάς που να αξιολογεί ως δεύτερη μεγαλύτερη επιτυχία του Cameron, μετά τη σταθεροποίηση της οικονομίας, το νόμο για τον γάμο των ομοφυλόφιλων ζευγαριών. Η May το έκανε.
Ο David Laws, πρώην υπουργός και βουλευτής των Φιλελεύθερων, είχε περιγράψει σε ανύποπτο χρόνο την πρωθυπουργό ως την πιο απρόβλεπτη πολιτικό της τελευταίας 30ετίας στη Μεγάλη Βρετανία. Οι επιλογές της το τελευταίο διάστημα επιβεβαιώνουν την εκτίμηση του.
Από το remain στο leave
Η May είχε ταχθεί προεκλογικά υπέρ της παραμονής στην ΕΕ για τρεις λόγους. Καταρχάς γιατί πίστευε ότι το Ηνωμένο Βασίλειο δεν έχει την πολυτέλεια να αγνοήσει μία αγορά 500 εκατομμυρίων. Δεύτερον, γιατί ως υπουργός Εσωτερικών, αρμόδια για τα θέματα ασφάλειας, γνώριζε πόσο σημαντική είναι η συνεργασία με τις ευρωπαϊκές χώρες για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας. Και τέλος, γιατί όπως κάθε ηγέτης των Συντηρητικών, φοβήθηκε την αποχώρηση της Σκωτίας σε περίπτωση Brexit.
Με αυτά τα δεδομένα, η αντικατάσταση του Cameron από μία Remainer ήταν το μοναδικό καλό σενάριο που απέμεινε στους φιλοευρωπαϊστές. Η επικράτησή της έναντι των ευρωσκεπτικιστών, δημιούργησε μια αίσθηση ασφάλειας. Απέναντι στον αλλοπρόσαλλο και υπερφίαλο λόγο του Boris Johnson, και τον υπερσυντηρητισμό της Andrea Leadsom, οι Τόρις διάλεξαν μία μετριοπαθή πολιτικό.
Λίγους μήνες αργότερα οι φιλοευρωπαϊστές συνειδητοποίησαν την αδυναμία κατάταξης της May σε μία προβλέψιμη σχολή σκέψης. Στην πρώτη της ομιλία ως αρχηγός, στο συνέδριο του κόμματος στράφηκε με αναπάντεχα λαϊκιστικό λόγο, εναντίον όσων επένδυαν στο σχετικά φιλελεύθερο και μετριοπαθές προφίλ της. Η May διάλεξε πλευρά ανάμεσα στις φιλελεύθερες ελίτ που πιστεύουν στην παγκοσμιοποίηση, και όσους νιώθουν ότι η μετανάστευση τους απειλεί. Περιέγραψε το δημοψήφισμα ως τη «σιωπηρή επανάσταση του λαού απέναντι στο κατεστημένο», και επιτέθηκε στους φιλοευρωπαϊστές και τον κοσμοπολιτισμό τους, λέγοντας ότι «όποιος πιστεύει ότι είναι πολίτης του κόσμου, είναι πολίτης του πουθενά». Τον Ιανουάριο του 2017 υιοθέτησε τη σκληρή γραμμή του Brexit: έξοδος από την ενιαία αγορά, έλεγχος των συνόρων και κατάργηση της δικαιοδοσίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου. Και, αυτή την εβδομάδα, προκήρυξε εκλογές αιφνιδιάζοντας τους πάντες. Σε μία από τις χαρακτηριστικές συμπτώσεις της πολιτικής, την ίδια μέρα που η May έκανε την ανακοίνωσή της, η επίσης δεξιά Merkel έστελνε μήνυμα στο Global Citizens Festival του Αμβούργου, λέγοντας ότι είμαστε όλοι πολίτες του κόσμου.
Ο τρίτος δρόμος
Απέναντι στο Brexit κυριαρχούν δύο απόψεις. Η μία είναι των Remainers: αποδέχονται μεν το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, επιδιώκουν όμως μία ήπια μορφή εξόδου που θα διατηρήσει τα περισσότερα από τα οφέλη που σήμερα απολαμβάνει η χώρα ως μέλος της ΕΕ. Η άλλη είναι των Brexiters. Υποστηρίζουν έξοδο εδώ και τώρα, αφού θεωρούν πως η χώρα θα ισοσκελίσει τα σημερινά οφέλη με άλλα, που θα προκύψουν από τη θέση της ως ελεύθερου παίκτη στην παγκόσμια σκηνή.
H σκληρή στάση που ακολουθεί η May δημιουργεί την αίσθηση ότι υιοθέτησε τη δεύτερη γραμμή, ενώ αρχικά υποστήριζε την πρώτη. Τα πράγματα όμως δεν είναι ακριβώς έτσι. Αν προσέξει κανείς την επιχειρηματολογία της πρωθυπουργού, θα αντιληφθεί ότι διαφωνεί και με τις δύο απόψεις. Δεν συντάσσεται φυσικά με τους Remainers, αντιθέτως υποστηρίζει ότι ο κόσμος ζήτησε καθαρό Brexit, και αυτό πρέπει να συμβεί. «Brexit means Brexit», όπως έχει πει. Δεν συμμερίζεται όμως ούτε την αισιοδοξία των Leavers ότι η Μεγάλη Βρετανία δεν θα βιώσει, έστω και προσωρινά, τις συνέπειες της απόφασης της.
Γι' αυτό και η δική της θέση συνοψίζεται στη δεύτερη πιο γνωστή της φράση: «no deal is better than a bad deal». Η μη συμφωνία είναι καλύτερη από μία κακή συμφωνία. H πρωθυπουργός λέει δηλαδή ότι αν δεν πετύχει η διαπραγμάτευση, το Ηνωμένο Βασίλειο θα αποχωρήσει ατάκτως από την ΕΕ. Και μόνο ο πρόδηλος αρνητισμός της φράσης, ξαφνιάζει ως υπόσχεση στο εκλογικό σώμα για το μέλλον της χώρας. Η May δεν εγγυάται επιτυχίες, αλλά αντιθέτως κάνει γνωστές με κατηγορηματικό τρόπο τις επιφυλάξεις για την τελική έκβαση του εγχειρήματος που ανέλαβε.
Λέει λοιπόν στον κόσμο ότι ναι μεν δεσμεύεται πλήρως να φέρει εις πέρας το Brexit χωρίς αστερίσκους, αλλά δεν μπορεί να εγγυηθεί ότι τα πράγματα θα εξελιχθούν ομαλά.
Μπαίνουμε πια σε μία μακρά περίοδο δύσκολων και πολύπλοκων διαπραγματεύσεων με αβέβαιη κατάληξη, και κυρίως δυσάρεστους συμβιβασμούς. Η πρωθυπουργός θέλησε να κερδίσει χρόνο. Όπως είπε η διάδοχος της στο υπουργείο Εσωτερικών, Amber Rudd, η διεύρυνση της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας θα εξασφαλίσει στην κυβέρνηση το πολιτικό κεφάλαιο ώστε να κάνει τις απαραίτητες υποχωρήσεις.
Η Theresa May έχει μία μοναδική ικανότητα να λειτουργεί σε δεύτερο πλάνο. Το έκανε με το δημοψήφισμα, όταν ουσιαστικά εξαφανίστηκε στη διάρκεια της διχαστικής προεκλογικής περιόδου. Το επανέλαβε στη μάχη για την ηγεσία του κόμματος, όταν κέρδισε χωρίς εκλογές, επειδή οι αντίπαλοι της αποσύρθηκαν. Με την τελευταία της παρέμβαση, επιχειρεί να δώσει χρόνο και χώρο στον εαυτό της, ώστε να παλέψει σε μία μακρά και χωρίς θεαματικές εξελίξεις διαπραγμάτευση με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Από αυτή τη γνώριμη θέση θα επιχειρήσει να πετύχει μία αργή και σιωπηρή νίκη, γιατί γνωρίζει πως αν η Βρετανία συνεχίσει με το παρόν σχέδιο, βαδίζει προς μία ηχηρή ταπείνωση.