Της Έφης Λαμπροπούλου
Το Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη, στελέχη και βουλευτές της παρούσας κυβέρνησης ισχυρίζονται σε κάθε ευκαιρία ότι έχουμε μείωση της εγκληματικότητας με βάση τα τελευταία δημοσιευμένα στοιχεία της ΕΛ.ΑΣ. Εντούτοις, οι πολίτες βιώνουν το αντίθετο, και μάλιστα όχι περιστασιακά, αλλά σε διάρκεια. Μπορεί να έχει βάση αυτός ο ισχυρισμός του Υπουργείου;
Η Ελλάδα είχε μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1990 χαμηλή εγκληματικότητα, μικρής βαρύτητας αδικήματα, και μικρό αριθμό κρατουμένων. Το 1990 αναλογούσαν 51 κακουργήματα και 3504 πλημμελήματα σε 100 χιλ. κατοίκους. Συνολικά, το 1990 τα κακουργήματα ανέρχονταν σε 4692. Τις επόμενες δεκαετίες τα κακουργήματα αυξάνουν θεαματικά σε αντίθεση με τα πλημμελήματα που αυξομειώνονται. Ενδεικτικά, το 1995 αναλογούν 85 κακουργήματα σε 100 χιλ. κατοίκους και 3301 πλημμελήματα. Σε απόλυτους αριθμούς το 1995 το σύνολο των κακουργημάτων διπλασιάζεται σε σχέση με το 1990 από 4692 σε 8244. Η αύξηση είναι ακόμη μεγαλύτερη μετά το 2009, για να φτάσουμε το 2016 στα 115 κακουργήματα ανά 100 χιλ. κατοίκους. Είναι ενδιαφέρον ότι αν και το 2011 γίνεται μαζική αποποινικοποίηση αδικημάτων, κι έτσι από τα 333988 αδικήματα το 2010 έχουμε πτώση στα 194031 αδικήματα το 2011, δηλ. μείωση 42%, τα κακουργήματα αυξάνουν σταθερά: από 9149 το 2011 σε 12438 το 2016, που σημαίνει αύξηση κατά 36%. Τις δύο τελευταίες δεκαετίες τελούνται κάθε χρόνο 536,7 κακουργήματα επιπλέον των κακουργημάτων του προηγούμενου έτους (ετήσιος ρυθμός αύξησης). Τα επόμενα έτη ο αριθμός των ποινικών αδικημάτων σταθεροποιείται, τα δε ποσοστά δείχνουν μια ελαφρά αυξητική τάση από 0,11% έως 4,13%. Οπότε, είναι πιθανή η μείωση της εγκληματικότητας όπως διατείνεται το Υπουργείο; Με βάση την εξέλιξη της εγκληματικότητας, όχι δεν είναι. Η μείωση θα ήταν δυνατή μόνο με εξωτερική νομοθετική επέμβαση, δηλ. την αποποινικοποίηση ή απεγκληματοποίηση.
Η μείωση της εγκληματικότητας δεν είναι πιθανή και για έναν επιπλέον λόγο. Για το ότι ο μηχανισμός ελέγχου και επιβολής του νόμου παραπαίει. Από το 2007 έχει εισέλθει στην Ελλάδα ένα μεγάλος αριθμός παράνομων μεταναστών από την Ασία και την Αφρική. Οι εν λόγω ομάδες εγκαταστάθηκαν κυρίως στην Αθήνα, και, δευτερευόντως, στη Θεσσαλονίκη, την Πάτρα και την Ηγουμενίτσα, και μερικές ακόμα μεγάλες πόλεις. Αυτοί οι άνθρωποι, κυρίως νέοι άνδρες σε ηλικία εργασίας, ανειδίκευτοι ως επί το πλείστον σε κάποιο επάγγελμα, βρέθηκαν σε μια χώρα και όσον αφορά ειδικά την Αθήνα, σε μια πόλη με ελάχιστες διαθέσιμες θέσεις εργασίας. Αν και είναι γνωστό ότι οι παράνομοι μετανάστες απασχολούνται στις λεγόμενες «βρώμικες, δύσκολες και επικίνδυνες» εργασίες (3-D “dirty, difficult, dangerous”) της (παρα)οικονομίας, δηλαδή εργασίες κάτω από το χαμηλότερο ανεκτό επίπεδο για τους γηγενείς πολίτες της χώρας, ακόμη και για εκείνους που είναι πρόθυμοι να εργαστούν χωρίς σύμβαση εργασίας και ασφάλιση, ακόμη και αυτές οι “3-D” θέσεις απασχόλησης έχουν περιοριστεί πολύ.
Όμως, ένα μέρος των Ασιατών και Αφρικανών δεν ήρθαν για να εργαστούν νόμιμα ή παράνομα σε οποιαδήποτε εργασία της νόμιμης οικονομίας. Οι εργασίες που ασκούν αυτές οι ομάδες είναι συγκεκριμένες και συνδέονται με παράνομα δίκτυα. Σ' αυτές τις ομάδες πρέπει να προστεθούν και εκείνες που απαρτίζονται από πολίτες των βαλκανικών κρατών, αλλά και τα εγκληματικά δίκτυα πολιτών της πρώην ΕΣΣΔ, τα οποία δρουν ήδη από τη δεκαετία του 1990.
Παράνομοι αλλοδαποί οι οποίοι δεν είναι καταγεγραμμένοι πουθενά, χωρίς έγγραφα, ενίοτε με ψευδή στοιχεία, έχουν απόλυτη ελευθερία κινήσεων, ενώ το ελληνικό κράτος δεν έχει παρά μια θολή εικόνα για την κατάσταση, και ο μηχανισμός επιβολής του νόμου είναι αδύναμος και αθωράκιστος. Με βάση τους γνωστούς δράστες στα στοιχεία της ΕΛ.ΑΣ., τα ποσοστά των αλλοδαπών εκπροσωπούν σταθερά περίπου το 26% του συνόλου των γνωστών δραστών (ΕΛΣΤΑΤ 2000-16, 03). Θα μπορούσε, να πει κάποιος ότι το πλήθος των αλλοδαπών που βρίσκονται στην Ελλάδα τελούν συνήθως εμφανή αδικήματα, δηλ. κλοπές, σωματικές βλάβες, ληστείες, διευκολύνοντας τη σύλληψη και την καταδίκη τους. Καμία αντίρρηση. Ωστόσο, με βάση τα στοιχεία της ίδιας της ΕΛ.ΑΣ. για το 2016 και 2017, οι αλλοδαποί συλληφθέντες υπερέχουν των Ελλήνων στο λαθρεμπόριο, την παραχάραξη, την πλαστογραφία, τη σεξουαλική εκμετάλλευση και την επαιτεία, ενώ στις ληστείες, τις κλοπές και τους βιασμούς έχουν τα ίδια περίπου ποσοστά με τους ημεδαπούς.
Οι καταδίκες είναι ασφαλέστεροι δείκτες από τις συλλήψεις, αλλά η ΕΛΣΤΑΤ δεν διακρίνει μεταξύ αλλοδαπών και ημεδαπών, παρά μόνο στον αριθμό των κρατουμένων καταδίκων και υποδίκων. Οι αλλοδαποί λοιπόν κρατούμενοι εκπροσωπούν το 42,9% με 61,4% των κρατουμένων το διάστημα 2001-2018, με πτωτική τάση το 2017 και 2018, σε αντίθεση με την αυξητική των προηγουμένων ετών.
Η εγκληματικότητα είναι πλέον καλά οργανωμένη, είναι διασυνοριακή, είναι διεθνής και είναι βαριά. Ακόμη και οι κλοπές στο μετρό είναι προϊόν οργανωμένης δράσης. Η έκθεση της ΕΛ.ΑΣ. (2017) για το οργανωμένο έγκλημα το 2016 αναφέρει ότι οι μεγαλύτερες «παράνομες αγορές» στην Ελλάδα είναι η παράνομη διακίνηση μεταναστών, η διακίνηση ναρκωτικών ουσιών, οι οργανωμένες ληστείες και κλοπές και το λαθρεμπόριο προϊόντων καπνού. Οι παράνομες αγορές προϋποθέτουν οργανωμένα δίκτυα, των οποίων τα μέλη είναι κυρίως υπήκοοι της Ελλάδας, Αλβανίας, Βουλγαρίας, Ρουμανίας, Γεωργίας, Ουκρανίας, Πακιστάν, Ιράκ, Αιγύπτου, Νιγηρίας, Σενεγάλης και Κίνας.Θα μπορούσε να σκεφτεί κάποιος ότι η αύξηση της εγκληματικότητας οφείλεται στην αύξηση των γεννήσεων. Κλασικά, στις μελέτες εγκληματικότητας λαμβάνεται υπόψιν η γεννητικότητα ή η υπογεννητικότητα του πληθυσμού. Όμως, μετά το 1990 (10,06 γεννήσεις ανά 1000 κατοίκους) δεν έχουμε αύξηση αλλά μείωση των γεννήσεων, η οποία μέχρι το 2005 κυμαίνεται από 9,25 έως 9,73 ανά 1000 κατοίκους.
Άρα, θα έπρεπε να έχουμε μείωση της εγκληματικότητας, εάν λάβουμε υπόψη μόνο αυτόν τον παράγοντα. Μόλις το 2006 έως το 2010 έχουμε αύξηση στα επίπεδα του 1990 και από το 2011 μεγαλύτερη πτώση από πριν, η οποία το 2013 φτάνει τις 8,48 γεννήσεις ανά 1000 κατοίκους. Επομένως, ούτε η ηλικία των γεννημένων παιδιών συνάδει με αυτό το επιχείρημα, δηλ. την τέλεση ποινικών αδικημάτων.
Ούτε και η αύξηση ποινικοποιήσεων είναι σημαντικός παράγοντας για την αύξηση της εγκληματικότητας, αφού αυτές δεν αφορούσαν κλοπές, ανθρωποκτονίες, σωματικές βλάβες και ληστείες, αλλά κυρίως οικονομικά αδικήματα, αδικήματα διαφθοράς, τρομοκρατία, ηλεκτρονική εγκληματικότητα, αδικήματα κατά του περιβάλλοντος και συναφή. Το ίδιο ισχύει και για την κακουργηματοποίηση αδικημάτων, δηλαδή τη μετατροπή πλημμελημάτων σε κακουργήματα, που επίσης αφορά οικονομικά αδικήματα κ.λπ.
Θα μπορούσε κάποιος να αμφισβητήσει την προβαλλόμενη αύξηση της εγκληματικότητας αποδίδοντάς την στη βελτίωση της αποδοτικότητας της αστυνομίας, επειδή έχει καλύτερη εκπαίδευση, καλύτερο εξοπλισμό, και περισσότερα μέσα. Δυστυχώς, δεν υπάρχουν τέτοια στοιχεία για να το τεκμηριώσουν.
Συνοψίζοντας, η αστυνομία είναι εκείνη και μόνο εκείνη που καταγράφει τα αδικήματα, βεβαιωθέντα και εξιχνιασθέντα. Κανείς άλλος δεν παρεμβαίνει πλην του Υπουργού και, δευτερευόντως, του Αρχηγού, όποτε και εάν το κρίνει απαραίτητο. Παραδοσιακά σε όλες τις χώρες του κόσμου όταν ένας υπουργός ή η ίδια η ηγεσία της αστυνομίας θέλει να δείξει αποτελεσματικότητα στη λήψη κάποιων μέτρων, ή να συσκοτίσει την αύξηση της εγκληματικότητας επειδή σχετίζεται με την αποδοτικότητά της, ώστε να αποφύγει την κριτική από την κοινή γνώμη, έχει τη δυνατότητα να «πειράζει» τα στατιστικά στοιχεία. Έτσι, για παράδειγμα, μπορεί να μην καταγράφεται μια διάρρηξη που δεν εξελίχθηκε σε κλοπή, ή μια κλοπή που δεν εξελίχθηκε σε συμπλοκή με το θύμα, ή μια σωματική βλάβη εάν δεν συνοδεύεται από σοβαρό τραυματισμό του θύματος κ.λπ.
Τα στατιστικά στοιχεία είναι μόνο ένα εργαλείο για τη μέτρηση της εγκληματικότητας. Η αξιοπιστία του εργαλείου εξαρτάται από το αίσθημα ευθύνης της αστυνομίας και του υπουργείου, καθώς και της ελευθερίας των κινήσεων τους. Ύστερα, θα πρέπει να λάβουμε υπόψιν μας και τον «σκοτεινό αριθμό», δηλ. την εγκληματικότητα που δεν καταγράφεται γιατί δεν καταγγέλλεται, όπως η εγκληματικότητα εναντίον ηλικιωμένων που γίνονται θύματα κλοπών και σωματικής βίας στον δρόμο ή στο σπίτι τους και δεν το καταγγέλλουν, όπως και η εγκληματικότητα εναντίον νεαρών ατόμων. Ο σκοτεινός αριθμός περιλαμβάνει, συν τοις άλλοις, παράνομες πράξεις μεταξύ αλλοδαπών της ίδιας εθνικότητας ή συγγενών εθνοτικών ομάδων, που δεν γίνονται γνωστές διότι λύνονται ενδοομαδικά, και μόνο σε ακραίες περιπτώσεις φθάνουν στην αστυνομία (π.χ. απαγωγή), κ.ά. Η εμφανιζόμενη λοιπόν εγκληματικότητα είναι μόνο η κορυφή του παγόβουνου και είναι δεκτική χειραγώγησης για πολιτικούς λόγους.
Δύσκολα μπορεί να υποστηρίξει κάποιος ότι υπάρχει οικογένεια που να μην έχει πέσει τουλάχιστον ένα μέλος της, τουλάχιστον μια φορά θύμα αδικήματος την τελευταία δεκαετία. Η πρόληψη και η προφύλαξη των πολιτών από το έγκλημα εκ μέρους της Πολιτείας είναι υποτυπώδης και είναι υπόθεση λίγων αστυνομικών. Η αστυνομία δεν μπορεί να αντιμετωπίσει την εγκληματικότητα αποτελεσματικά, πρώτον επειδή είναι παροπλισμένη διότι είναι δέσμια των πολιτικών επιλογών και, ενδεχομένως, επειδή κάποιες φορές δεν θέλει. Η ανοχή του πληθυσμού είναι αξιοθαύμαστη και σ' αυτήν υπολογίζουν οι κυβερνώντες.
Ας μην στρουθοκαμηλίζουν λοιπόν οι αρμόδιοι κι ας μην ψεύδονται. Ας αναγνωρίσουν τουλάχιστον το πρόβλημα κι ας μη κάνουν παρά ελάχιστα, όπως και οι προηγούμενες κυβερνήσεις. Επίσης, ας μην χρησιμοποιούν ξενόφερτα, άκαιρα και ατυχή επιχειρήματα ότι τα ΜΜΕ καλλιεργούν «ηθικούς πανικούς» (υπερβολική και ακραία αντίδραση σ' ένα πρόσωπο, ομάδα, ή κοινωνική κατάσταση που θεωρείται ότι προσβάλλει κυρίαρχες κοινωνικές αξίες), διότι δεν πείθουν κανέναν, ούτε καν το ακροατήριό τους.
* Η κα Έφη Λαμπροπούλου είναι Καθηγήτρια Εγκληματολογίας, Τμήμα Κοινωνιολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.