Ο Ευάγγελος Βενιζέλος απαντά σε δύο ερωτήσεις του Θανάση Μαυρίδη για τη Θεσσαλονίκη που αγαπά και τη Θεσσαλονίκη που απεχθάνεται.
Δίνοντας τις δύο αυτές εικόνες μέσα από τις απαντήσεις του στέλνει μήνυμα αισιοδοξίας για τη νύφη του Θερμαϊκού, που όπως επισημαίνει μπορεί «να μετασχηματίζει τη δυσκολία, ακόμη και την απόγνωση σε ελπίδα και δημιουργικότητα και όχι σε διάχυτη βία που αναζητά προσχήματα για να εκδηλωθεί».
Δίνει όμως και τον τόνο της αφύπνισης που απαιτείται εξ αιτίας των διαφόρων εκφάνσεων του «εθνικολαϊκισμού» που αναζητεί «διαφορά δήθεν μη πολιτικά, αλλά «εθνοτοπικά» ή «αθλητικά» οχήματα και φλερτάρει με τον συγκεκαλυμμένο και στη συνέχεια με τον απροκάλυπτο φασισμό».
Συνέντευξη στον Θανάση Μαυρίδη
- Αντιδρώντας στην βίαιη επίθεση κατά του Γιάννη Μπουτάρη, δηλώσατε ότι «δεν είναι αυτή η δική μου Θεσσαλονίκη». Ποια δεν είναι η δική σας Θεσσαλονίκη;
Δεν είναι η μαύρη Θεσσαλονίκη της πολιτικής βίας. Κάποτε αυτό σήμαινε πολιτικές δολοφονίες, «καρφίτσα», παρακράτος. Σήμαινε όσα περιγράφουν ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης στο «Πολύ βούτυρο στο τομάρι του σκύλου» και ο Θωμάς Κοροβίνης στο «Ο γύρος του θανάτου». Προτιμώ αντί να επαναλάβω πασίγνωστα αλλά ίσως ξεχασμένα ή μάλλον απωθημένα πράγματα, να παραπέμψω στα δυο αυτά μυθιστορήματα που αποδίδουν το κλίμα της Θεσσαλονίκης του/60, της παιδικής μου ηλικίας. Αυτό όμως το κλίμα έρχεται από τον μεσοπόλεμο, την κατοχή, τον εμφύλιο. Το μαύρο νήμα συνεχίζεται δυστυχώς. Αποσύρεται από το προσκήνιο τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης, όμως υπάρχει. Μεταλλάσσεται, διατηρεί πάντα την απέχθεια για τη μνήμη της κοσμοπολίτικης, πολυπολιτισμικής, ανεκτικής και ανοικτής Θεσσαλονίκης. Ήδη πριν την κρίση φορά τη λεοντή της νέας εθνικοφροσύνης και με την κρίση αρχίζει να κολύμπα στην πιο βρώμικη εκδοχή του Θερμαϊκού. Αυτή του εθνικολαϊκισμού που αναζητεί διαφορά δήθεν μη πολιτικά, αλλά «εθνοτοπικά» ή «αθλητικά» οχήματα και φλερτάρει με τον συγκεκαλυμμένο και στη συνέχεια με τον απροκάλυπτο φασισμό. Η απόσταση που τους χωρίζει είναι απειροελάχιστη, όση χωρίζει τη συμβολική από την υλική βία.
- Υπάρχει όμως και η άλλη Θεσσαλονίκη, η δική σας, όπως είπατε. Πώς θα την περιγράφατε;
Δική μου Θεσσαλονίκη προσωπικά είναι η Θεσσαλονίκη των ανθρώπων του αγώνα της καθημερινής επιβίωσης στη δυτική πλευρά της πόλης, στους Αμπελοκήπους, τις δεκαετίες μετά τον εμφύλιο. Είναι η Θεσσαλονίκη του ΑΠΘ, του μεγαλύτερου πανεπιστημίου της χώρας, η Θεσσαλονίκη της έρευνας με το ΕΚΕΤΑ. Η Θεσσαλονίκη του Πολιτισμού, των θεσμών και των ανθρώπων του που συνεχίζουν την παράδοση της «Τέχνης» και του ΚΘΒΕ, η Θεσσαλονίκη μέσα στην οποία κινούνται τα ολογράμματα μνήμης του Ανδρόνικου, του Αναγνωστάκη, του Μάνεση, του Μαρωνίτη, του Κριαρά, του Πεντζίκη, του Καραντινού, του Ζάννα. Ο κατάλογος είναι ευτυχώς μακρύς και οι αναφορές τελείως ενδεικτικές. Δική μου Θεσσαλονίκη είναι η Θεσσαλονίκη των Εβραίων, αλλά και του Μητροπολίτη Γενναδίου και του τμήματος εκείνου της κοινωνίας που ένιωσε την απώλεια ως δική του. Δική μου Θεσσαλονίκη είναι η ΧΑΝΘ και οι βάρκες των ναυτοπροσκόπων στην παλιά παραλία. Η Θεσσαλονίκη του αυθεντικού ΠΑΟΚ, Άρη και Ηρακλή. Όχι η εξωραϊσμένη Θεσσαλονίκη της νοσταλγίας μας. Αλλά η ανταγωνιστική Θεσσαλονίκη της παραγωγής και της καινοτομίας που ανοίγει την αγκαλιά της στην τέταρτη βιομηχανική επανάσταση. Είναι τα τοπόσημα που προσπαθήσαμε να δημιουργήσουμε, η μόνη Λαζαριστών, το Βασιλικό Θέατρο, το Ολύμπιον, το αθλητικό μουσείο, ο πρώτος προβλήτας του λιμανιού, η συλλογή Κωστάκη, το Κρατικό και το Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, η Θεσσαλονίκη της πολλαπλής τοπογραφίας που κινείται στο επίπεδο της αρχαίας, της βυζαντινής και της σύγχρονης πόλης. Μέσα σε αυτή τη Θεσσαλονίκη υπάρχει προφανώς η Θεσσαλονίκη της κρίσης, της ανεργίας, των κλειστών επιχειρήσεων, η Θεσσαλονίκη των προσφύγων που υποδέχεται διαρκώς κύματα παλιννοστούντων, νέων προσφύγων και μεταναστών. Η Θεσσαλονίκη ως αστικό περιβάλλον και ως απόθεμα ιστορικής μνήμης μπορεί όμως να μετασχηματίζει τη δυσκολία, ακόμη και την απόγνωση σε ελπίδα και δημιουργικότητα και όχι σε διάχυτη βία που αναζητά προσχήματα για να εκδηλωθεί.