Αν κάτι με εντυπωσίασε στο χθεσινό άρθρο, εδώ στο Liberal, που συνυπογράφει ο αγαπητός φίλος Τάσος Αβραντίνης με τον καθ. Γιώργο Μπήτρο δεν ήταν τόσο ο κώδικας, πολιτικός και λεκτικός, της δεκαετίας του ‘80 όσο ότι μιλούσαν για τις μεγάλες εταιρείες και τα δικαιώματά τους ωσάν να πρόκειται για υποκείμενα που δεν ανήκουν στην παγκόσμια κοινότητα, δεν αλληλεπιδρούν με τις κοινωνίες που δραστηριοποιούνται, δεν επηρεάζονται από αυτές και δεν τις επηρεάζουν.
Κι όμως. Ακόμα κι αν φυλλομετρήσει κανείς τον αγγλοσαξωνικό Economist μόνο για να δει τις διαφημίσεις των μεγάλων εταιρειών που δημοσιεύει στις σελίδες του, θα διαπιστώσει το πολύ μεγάλο άγχος όλων αυτών των εταιρειών που οι G7 αποφάσισαν να φορολογήσουν, να φανούν συμπεριληπτικές, αλληλέγγυες, γεμάτες κατανόηση για τη φτώχεια και τις ανισότητες.
Μάλιστα, οι υπερδιάσημοι διευθύνοντες σύμβουλοί τους (για παράδειγμα ο Τζεφ Μπέζος), σε συνεντεύξεις τους, σχεδόν παρακαλούν να φορολογηθούν. Να ναι επειδή όντως έτσι πιστεύουν ή επειδή ξέρουν ότι στην πραγματικότητα αυτό δεν πρόκειται ποτέ να συμβεί; Δεν έχει σημασία.
Άλλωστε η δίκη προθέσεων είναι λογικό σφάλμα. Αυτό που μετράει είναι ότι όλοι ανεξαιρέτως οι μεγάλοι αγωνιούν να εμφανιστούν προσηνείς, ταπεινοί, πρόθυμοι να προσφέρουν στο κοινωνικό σύνολο περισσότερο από ποτέ γιατί έχουν ακούσει τις κραυγές για τις θηριώδεις ανισότητες.
Τις ανισότητες που γίνονται προνομιακό πεδίο για να ρητορεύουν, σχεδόν ανενόχλητοι, οι λαϊκιστές με αποτέλεσμα να βλέπουμε σε κορυφαίους αιρετούς θώκους πολιτικούς όπως τον Τραμπ, τη Λεπέν και σε μικρότερη κλίμακα τον Τσίπρα.
Η εκλογή Μπάιντεν σε συνδυασμό με την πανδημία που έκανε ορατές σε όλους τις ανισότητες αλλά ανέδειξε τα κρατικά συστήματα υγείας ως τα μόνα ικανά να αντιμετωπίσουν τον υπαρξιακών διαστάσεων κίνδυνο, επανέφερε στο προσκήνιο τον κρατισμό.
Όλοι, ανεξαιρέτως, οι πολιτικοί αρχηγοί στη Δύση έχουν εντάξει στον πολιτικό τους λόγο και «ολίγη από Κέινς», αρκετές φορές με πολύ κωμικό αποτέλεσμα. Έχει όμως αυτό σημασία όταν στο σύγχρονο κόσμο πιο πολύ από αυτό που λες σημασία έχει να δείχνει ότι έχεις καταλάβει τα αιτήματα της εποχής σου;
Σε αυτό το τοπίο ποια είναι η θέση των φιλελεύθερων αντικρατικιστών; Μπορούν να απαντήσουν με επιχειρηματολογία και λεξιλόγιο της δεκαετίας του ‘80; Όταν ακούμε για πείνα, ανεργία, άνιση πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας, ακόμα και στον εμβολιασμό, θα βγούμε οι φιλελεύθεροι να υπερασπιστούμε τις εταιρείες ως τις αδικημένες και κυνηγημένες της ιστορίας; Αλήθεια τώρα;
Και ποια είναι η θέση των Ελλήνων φιλελεύθερων όταν στην εξουσία βρίσκεται μια κυβέρνηση που δηλώνει φιλελεύθερη ενώ κάνει εκατοντάδες διορισμούς στο δημόσιο σε ημερήσια βάση και ο αρχηγός και πρωθυπουργός της τσιτάρει μέχρι κι εκείνος Κέινς από το βήμα της Βουλής μάλιστα, ώστε να καταγραφεί στα πρακτικά και να μείνει εσαεί στα τεφτέρια της συλλογικής μας μνήμης, μήπως και ξεχάσουμε ότι αυτό συνέβη.
Δύσκολοι καιροί για φιλελεύθερους. Μπορεί όμως και όχι. Ως αθεράπευτα αισιόδοξη (και ως εκπαιδευμένος επαγγελματίας στη στρατηγική στην επικοινωνία βέβαια) θα βλέπω παντού χρυσές ευκαιρίες για επικοινωνία.
Χρυσή ευκαιρία για τους Έλληνες φιλελεύθερους να εκφράσουν το αίτημα για ελευθερία σε μια περίοδο μεγάλης κρατικής παρέμβασης, σε μια χώρα που εχει ιστορικές και κοινωνικές παραδόσεις που εχθρεύονται ανοιχτά κάθε έννοια χειραφέτησης και ελευθερίας, που οφείλει να υπάρχει πλέον στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Σε μια χώρα που διάφορα ακροδεξιά φρούτα καπηλεύονται τον φιλελευθερισμό παράγοντας λόγο μίσους και ατελείωτης σαχλαμάρας, με τις αναφορές σε «κορεκτίλες» και «πολιτική ορθότητα», οι πολιτικά αναλφάβητοι.
Ο φιλελευθερισμός διεθνώς αλλά και στην Ελλάδα βρίσκεται σε μια κρίσιμη καμπή. Την έχει περιγράψει πολύ ωραία ο ποιητής T.S.Eliot: «Γιατί τα λόγια της περσινής χρονιάς ανήκουν στη γλώσσα του περσινού χρόνου. Και τα λόγια του επόμενου περιμένουν μια άλλη φωνή». Ας την αναζητήσουμε.