Η λογοτεχνία των στρατοπέδων δεν είναι μόνο τα μεγάλα εμβληματικά κείμενα διεθνώς αναγνωρισμένων συγγραφέων όπως ο Αλεξάντρ Σολζενίτσιν και ο Βαρλάμ Σαλάμοφ.
Είναι και κείμενα μικρά, γραμμένα από απλούς ανθρώπους, χωρίς την καλλιέπεια ή τα μεγάλα αποφθέγματα που χρησιμοποιούν, στην συνέχεια, οι δοκιμιογράφοι για να αναλύσουν την μεγάλη ανθρωπιστική τραγωδία των στρατοπέδων του 20ου αιώνα.
Είναι κείμενα εξομολογητικά, γεμάτα πόνο και απορία. Πόνο γιατί περιγράφουν ανήκουστα δεινά αθώων ανθρώπων. Απορία γιατί η συντριπτική πλειονότητα αυτών των ανθρώπων, ποτέ δεν κατάλαβε και δεν έμαθε ποια ήταν η πραγματική αιτία των συμφορών που τους βρήκε.
Ως εκ τούτου, οι αφηγήσεις που καταγράφηκαν από τους επίμονους κηπουρούς της μνήμης και μας παραδόθηκαν υπό την μορφή απομνημονευμάτων, καταγράφουν όχι μόνο την «μικρή ιστορία» απλών, αθώων ανθρώπων, αλλά και την «μεγάλη ιστορία» του ολοκληρωτισμού του 20ου αιώνα. Ως τέτοια, είναι ανεκτίμητα.
* * *
Το 1937 ζούσα στο Νοβοσιμπίρκσ. Δούλευα στο εργοστάσιο «Μπολσεβίκ» ταπετσέρισα. Οι αρχές του 1937 ήταν για μένα όλο χαρά, μόλις είχε γεννηθεί η κόρη μου. Ήμασταν χαρούμενοι μαζί με τον σύζυγό μου για την γέννηση της πρωτοτόκης, αλλά δεν μπορούσαμε να το ευχαριστηθούμε. Ξαφνικά, μέσα σε μία στιγμή η ζωή μας καταστράφηκε. Στις 28 Ιουλίου, ήρθαν στο διαμέρισμά μας, δύο άνδρες. Εκείνη την στιγμή ήμουν έτοιμη να θηλάσω το πλασματάκι μας. Μου είπαν πως με καλούν στην υπηρεσία για μια υπόθεση δέκα, δεκαπέντε λεπτών και να βιαστώ. Έδωσε την κόρη μου στην ανιψιά μου και τους ακολούθησα, ελπίζοντας πως θα επιστρέψω γρήγορα. Δεν ήξερα και δεν φανταζόμουν πως θα με πάρουν για πάντα μακριά από το μωρό μου, το οποίο δεν είχε προλάβει να θηλάσω, πως θα μου στερήσουν για όλη μου την ζωή το μητρικό χάδι, πως θα με αποστερήσουν από την ευτυχισμένη παιδική ηλικία.
Είχε περάσει ήδη μία ώρα. Ένιωσα και ήξερα πως το μωρό είναι πεινασμένο, πως κλαίει, πως με περιμένουν στο σπίτι και παρακάλεσα τον αστυνομικό να με αφήσει να πεταχτώ να θηλάσω το παιδί. Δεν ήθελαν ούτε καν να με ακούσουν. Δεν μπορούσα να καταλάβω τι είχε συμβεί, ποια συμφορά βρήκε την οικογένειά μας, πού και γιατί βρέθηκα. Στην αστυνομία μας κράτησαν μέχρι αργά και μέσα στην νύχτα μας μετέφεραν στην φυλακή. Έτσι, το κοριτσάκι μου έμεινε χωρίς το μητρικό γάλα και εγώ δεν κατάφερα ποτέ να νιώσω την θαυμαστή χαρά της μητέρας. Ο τρόμος είχε αλυσοδέσει την ψυχή μου. Δεν μπορούσα να φανταστώ γιατί φέρονται τόσο σκληρά σε εμένα και στο μωρό μου. Πώς είναι δυνατό τόσο απάνθρωπα να ξεσκίζεις ζωντανό ένα σύνολο - την μητέρα από το μωρό.
Άρχισαν οι τρομερές ημέρες. Τις νύχτες καλούσαν τις συγκρατούμενές μου για ανάκριση. Είδα πως επέστρεφαν ο γυναίκες μέσα στα αίματα, με μελανιές, με πρησμένα πόδια. Δύο γυναίκες από τον θάλαμό μας, μετά τις ανακρίσεις, τρελάθηκαν. Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε, μα μέχρι σήμερα τα πρόσωπά τους μου είναι αξέχαστα. Έπεφταν με ορμή στα παράθυρα και τις πόρτες. Φώναζαν τα παιδιά τους. Στην συνέχεια, τις πήραν από τον θάλαμο και δεν τις ξαναείδαμε. Όλα αυτά με τρομοκρατούσαν. Οι γυναίκες στον θάλαμό μας, με συμβούλευαν να μην αρνηθώ τις κατηγορίες και να υπογράψω όλα τα χαλκευμένα έγγραφα. Διαφορετικά, θα με χτυπούσαν, μέχρι να υπογράψω.
Στις 15 Σεπτεμβρίου με κάλεσαν για πρώτη φορά για ανάκριση και μου διάβασαν τις κατηγορίες για δολιοφθορά και αντισοβιετική αγκιτάτσια. Μου έδωσαν ένα χαρτί να υπογράψω. Η Τρόικα του Λαϊκού Κομισαριάτου Εσωτερικών Υποθέσεων της Δυτικής Σιβηρίας με καταδίκασε σε 8 χρόνια στέρηση της ελευθερίας. Νύχτα μας φόρτωσαν σε βαγόνια μεταφοράς ζώντων ζώων και μας μετέφεραν στην πόλη Μαρίνσκ. Όλες οι κρατούμενες αυτής της μεταγωγής εγκαταστάθηκαν σε μία αποθήκη λαχανικών. Από την υγρασία και την πνιγηρή ατμόσφαιρα πέθαιναν άνθρωποι. Αρχίσαμε να παρακαλάμε να μας μεταφέρουν σε άλλο μέρος. Ικανοποίησαν το αίτημά μας. Μας μετέφεραν σε μια παγωμένη λέσχη, αλλά ήμασταν τόσοι πολλοί που μέναμε όρθιοι. Έτσι, οι άνθρωποι άρχισαν να πεθαίνουν όρθιοι.
Μας πήραν από την λέσχη και μας μετέφεραν στο στρατόπεδο Ορλόβο-Ρόζοβο. Μας χώρισαν να μείνουμε σε αμπριά, φτιαγμένα βιαστικά. Αντί για στρώμα, μας έδωσαν από μία αγκαλιά άχυρα. Έτσι κοιμόμασταν, πάνω στα άχυρα που είχαμε για στρώμα στα ξυλοκρέβατα. Μας συνέβη όμως μία ακόμη συμφορά που ολοκλήρωσε το κακό. Ο θάλαμος γυναικών, όπου ζούσαμε, έγινε στόχος των «ποινικών» και των κλεφτών και μας επιτίθονταν. Χτυπούσαν, βίαζαν, έκλεβαν τα τελευταία μας πράγματα.
Στον 4ο παράρτημα στρατοπέδου (κάτεργο OLP-4 στο Λοχκάχ), όπου εξέτισα την ποινή μου, μπροστά στον θάλαμο των γυναικών, υπήρχε ένα υπόγειο. Κάθε μέρα έφερναν εκεί τους νεκρούς από όλο το στρατόπεδο. Ήταν πάρα πολλοί. Δύο ημέρες αργότερα έρχονταν τα κάρα και φορτώναμε να πτώματα. Από πάνω τους έριχναν άχυρα και τα μετέφεραν εκτός του στρατοπέδου.
Με τον ερχομό της άνοιξης, άρχισαν να μας βγάζουν από την ζώνη, με συνοδεία φρουρών για να δουλέψουμε στα χωράφια. Δουλεύαμε σε τεράστια χωράφια με φτυάρια. Οργώναμε, σπέρναμε, φυτεύαμε πατάτες. Όλες οι δουλειές γινόταν χειρωνακτικά. Τα γυναικεία χέρια μας ήταν διαρκώς ματωμένα και είχαν ρόζους. Ήταν πολύ επικίνδυνο να υστερείς στην δουλειά. Η απειλητική κραυγή του φρουρού, οι επιθέσεις των «ποινικών» μας υποχρέωναν να δουλεύουμε μέχρι εξάντλησης.
Με είχε τσακίσει τόσο πολύ η θλίψη και είχα εξαντληθεί σωματικά που δεν πίστευα πως θα καταφέρω να επιβιώσω σε αυτή την κόλαση. Αυτό θα είχε συμβεί, αν η μοίρα δεν με βοηθούσε να συναντήσω ορισμένους καλούς ανθρώπους. Στο παράπηγμά μας, εγκαταστάθηκαν δίπλα μου δύο γυναίκες από την Μόσχα. Η Λυδία Ιβάνοβνα Λεπέσκινα, κτηνίατρος, 60 ετών και η νοσοκόμα Βέρα Ιβάνοβνα Μπακούμ-Σολοβιέβα. Αυτές με βοήθησαν να επιβιώσω. Με διαβεβαίωναν πως δεν είμαι ένοχη απέναντι στο κράτος. Μου έλεγαν πως η κυβέρνηση θα διαλευκάνει την υπόθεση και για χάρη του μωρού παιδιού μου, οπωσδήποτε θα με απελευθερώσουν. Με αυτή την ελπίδα ζούσα. Αγία απλοϊκότητα. Όντας, στο χείλος του γκρεμού, στην μία δύσκολη, απελπιστική κατάσταση, οι γυναίκες αυτές δεν έχαναν την αυτοκυριαρχία τους και προσπαθούσαν να παρηγορήσουν και να ελαφρύνουν το άχθος του άλλου.
Μία φόρα, κάλεσαν τις γυναίκες που με παρηγορούσαν, στο Επιχειρησιακό Τμήμα και δεν τις ξαναείδα. Στην συνέχεια, διάβασαν στο παράπηγμά μας την διαταγή εκτέλεσης της Λεπέσκινα, με την κατηγορία ότι οι δύο της γιοι σπούδασαν στο εξωτερικό. Τι απέγινε η Μπακούμ-Σολοβιέβα, δεν μάθαμε ποτέ. Έτσι συνάντησα και έτσι έχασα δύο καλές, εγκάρδιες γυναίκες, το παράδειγμα των οποίων και η μορφή τους έμειναν για πάντα χαραγμένα στην μνήμη μου. Είμαι μεγάλη μου επιθυμία να πω στους γιους και στους συγγενείς της Λυδίας Ιβάνοβνα Λεσπέσκινα και της Βέρας Ιβάνοβνα Μπακούμ-Σολοβιέβα (αν ζουν), πως οι μητέρες τους ήταν άνθρωποι με μεγάλη ψυχή, έντιμες, καλές και πως πρέπει να είναι πολύ περήφανοι γι’ αυτές. Η απώλεια αυτή ήταν δυσβάσταχτη για μένα. Αυτές οι γυναίκες με έσωσαν από βέβαιο θάνατο και δεν μ’ άφησαν να χάσω την πίστη μου στην ζωή και στο καλό.
Τρία χρόνια αργότερα, με μετέφεραν σε ομάδα που δούλευε χωρίς φρουρούς και με έστειλαν να δουλέψω σε χοιροτροφείο. Η μπριγάδα μας δούλευε καλά. Ανάμεσα στις ομάδες νεαρών στον «σοσιαλιστικό συναγωνισμό», καταλάβαμε την πρώτη θέση στην περιοχή του Κεμέροβο. Η ανταμοιβή μας ήταν δύο γουρουνόπουλα και για την υποδειγματική μας δουλειά μας μείωσαν την ποινή κατά πέντε μήνες. Μετά την αποφυλάκιση, βέβαια, δεν μας επέτρεψαν να επιστρέψουμε σπίτι μας. Μας έδωσαν ταυτότητα και αμέσως την πήραν πίσω. Μας δήλωσαν: θα δουλεύετε σαν ελεύθεροι. Στην βεβαίωση που μου έδωσαν μετά την αποκατάσταση, γράφει: «Αποφυλακίστηκε αφού εξέτισε την ποινή, κρίθηκε όμως παραμένουσα στο στρατόπεδο, όπου εργάστηκε με ανάθεση εργασιών». Κανείς δεν έλαβε υπ’ όψιν του την βούληση και την επιθυμία μου. Μου φόρεσαν ξανά το χαλινάρι της επ’ αόριστον «εργασίας». Έτσι, δούλεψα στο στρατόπεδο άλλα δύο χρόνια. Στο διάστημα αυτό έχασα το σπίτι μου, την οικογένεια και το παιδί μου. Ζούσα έξω από την ζώνη. Μου έδωσαν ένα δωματιάκι.
Το μοναδικό πράγμα που μου επέτρεψαν ήταν να καλέσω κάποιους συγγενείς μου. Το 1947 ήρθε η ανιψιά μου, η μοναδική μάρτυρας της «ευτυχισμένης ζωής στο στρατόπεδο». Η υγεία μου στο στρατόπεδο είχε επιβαρυνθεί πολύ, το κρύωμα, η βαριά χειρωνακτική δουλειά, μου στέρησαν την δυνατότητα να κάνω παιδιά. Η κόρη μου σήμερα ζει στο Νοβοσιμπίρσκ, συναντηθήκαμε σαν δύο ξένοι.
Στο στρατόπεδο γνώρισα έναν καλό άνθρωπο, τον Πάβελ Ιλίτς Σίτινι, από το Λένινγκρντ. Μετά την απελευθέρωση από το στρατόπεδο, παντρευτήκαμε και ζήσαμε μαζί πολλά χρόνια. Ακόμη θυμάμαι έναν καταπληκτικό άνθρωπο, τον Βίκτωρ Μπόκοφ. Διοργάνωνε συναυλίες στο στρατόπεδο. Έπαιζε κιθάρα και τραγουδούσε. Ήταν στενός φίλος με τον σύζυγό μου και συναντιόμασταν συχνά. Σήμερα, ο συνθέτης και στιχουργός πολλών τραγουδιών Βίκτωρ Μπόκοφ είναι γνωστός σε όλη την χώρα.
Ευχαρίστως ακούω τα τραγούδια του και θυμάμαι την κοινή μας ζωή στο στρατόπεδο. Όταν αποκαταστάθηκα, ζήτησα να μου αποκαλύψουν εκείνο το «τρομερό μυστικό». Ποιος και γιατί με κλείδωσε για δέκα χρόνια; Ποιον ενόχλησα; Ποιος έβρισκε ευχαρίστηση στον πόνο των άλλων; Ποιος ελαφρά τη καρδία κατέστρεφε οικογένειες κι άφηνε ορφανά τα παιδιά; Κανείς δεν μου έδωσε τον φάκελό μου. Μέχρι σήμερα, δεν ξέρω ποιος κατέστρεψε την ζωή μου.
Σήμερα έχω περάσει τα ογδόντα. Ωστόσο, θέλω να μάθω ποιος ήταν ο «καλοπροαίρετος» στην ζωή μου. Ποιος τόσο σκληρά συμπεριφέρθηκε στο μωρό μου και στην μοίρα μου; Δεν είναι τόσο απλά να εξηγήσεις στην Βέρα Μιχαήλοβνα την αιτία των δεινών και των συμφορών μας. Το θέμα δεν είναι κάποιος συγκεκριμένος άνθρωπος που καταπάτησε το κήρυγμα του Κυρίου: «Ου ψευδομαρτυρήσεις», αλλά στο επαίσχυντο σύστημα, το οποίο διέφθειρε την κοινωνία και χώρισε τους ανθρώπους σε «εχθρούς» και «πατριώτες».
Τα πολιτικά παιχνίδια του ολοκληρωτικού συστήματος, είναι η αυθαιρεσία των Γκουλάγκ: αν δεν καταδόσεις τον πλησίον του, είσαι εχθρός, άρθρο 58-12. Καταγγελία, σημαίνει «πατριώτης» (καρφί). 70 και πλέον χρόνια ζήσαμε μέσα στο ψέμα. Και τώρα, όταν ήρθε η ώρα να τιμωρήσουμε το κακό, όταν είδαμε την ελπίδα να ανατέλλει, ακούγονται ξανά συνθήματα για επιστροφή στις παλιές, «καλές εποχές». Κάποιοι βιάζονται και πάλι, από ταξική σκοπιά, να περάσουν την θηλιά στον λαιμό και να την σφίξουν δυνατά. Αυτοί είναι οι «ευεργέτες». Θεέ μου σώσε τους!
Από το βιβλίο «Είμαστε από τα γκουλάγκ», Αναμνήσεις, Ένωση Διωχθέντων, Ίδρυμα Μεμοριάλ, Βιβλίο 1ο, Ισκιτίμ, 1992.