Του Αριστοτέλη Αϊβαλιώτη
Καθώς η «εποχή του κυνηγίου», οι εκλογές, έρχονται όλο και πιο κοντά το θερμόμετρο της ρητορικής θα ανεβαίνει και θα διεξαχθεί κατά τα φαινόμενα «η μάχη του φωτός ενάντια στο σκότος», για ακόμη μία, πολλοστή, φορά.
Ωστόσο, βλέποντας ψύχραιμα τις θέσεις των κομμάτων, και ιδίως των δύο πρωταγωνιστών του νέου δικομματισμού, θα βρει ότι αυτές σιγά σιγά συγκλίνουν στα θέματα της επικαιρότητας. Να μην κοπούν οι συντάξεις, να προστατευτούν οι θέσεις εργασίας στο Δημόσιο, να μειωθούν οι φόροι, να έχουμε καλές σχέσεις συνεργασίας με τους φίλους και εταίρους μας. Ένας εξωτερικός παρατηρητής θα μπορούσε να κοιτάξει αμήχανα την αυξανόμενη διχαστική ρητορική των δύο μονομάχων.
Από την έναρξη της κρίσης η ελληνική κοινωνία πέρασε από ένα μεγάλο σοκ, όταν αποδείχθηκε ότι το παραγωγικό μοντέλο και οι θεσμοί που το καθόρισαν δεν ήταν πλέον διατηρήσιμα, αφού εξέλιπαν τα καύσιμα, τα εξωτερικά δάνεια, που το κρατούσαν στην ζωή.
Τα μνημόνια, που ήταν και πάλι δάνεια υπό όρους αλλαγής των θεσμών προκειμένου να εγκατασταθεί ένα νέο, βιώσιμο, παραγωγικό μοντέλο, απέτυχαν στον στόχο τους γιατί δεν πήραν υπόψιν τους την αντίσταση που θα αντιμετώπιζαν. Κατέληξαν να είναι τελικά και πάλι δάνεια για την διατήρηση του ελληνικού παραγωγικού μοντέλου, που κέντρο του έχει την διατήρηση ενός τεράστιου και αναποτελεσματικού κράτους με τις πελατειακές και κομματικές εξαρτήσεις του.
Το Κράτος στην χώρα μας είναι παντοδύναμο, αφού ευθύνεται για το 55% των συνολικών δαπανών, ελέγχει μέσω της μισθοδοσίας του περίπου δύο εκατομμύρια άτομα (υπάλληλοι και οικογένειες τους) ενώ εμμέσως, μέσω των προμηθειών και έργων του, ελέγχει και μεγάλο μέρος της ιδιωτικής οικονομίας.
Σε όλη την διάρκεια των μνημονίων, παρά την κατάρρευση του ΑΕΠ, παρά την πανωλεθρία της ιδιωτικής οικονομίας, το Κράτος και οι εξαρτώμενοι από αυτό διατήρησαν όλα τους τα προνόμια. Ταυτόχρονα οι νέοι και οι πιο παραγωγικοί πολίτες έφυγαν από την χώρα αφαιρώντας εκείνο το κοινωνικό σώμα που κατά τεκμήριο θα ήταν πιο φιλικό στην υποστήριξη των αναγκαίων αλλαγών πάνω στις οποίες σχεδιάστηκαν τα μνημόνια.
Η Ελληνική κοινωνία, σαν σύνολο, αντιστάθηκε με νύχια και με δόντια στις αλλαγές που ονειρεύονταν οι μεταρρυθμιστές. Άλλοι, οι περισσότεροι, από συμφέρον, για να μην χάσουν «τον μήνα που τρέφει τους έντεκα», καθώς οι άνθρωποι είναι από την φύση τους φτιαγμένοι να βλέπουν κυρίως το βραχυπρόθεσμο όφελος, το δικό τους, και να σφυρίζουν αδιάφορα για το μέλλον μιας συλλογικότητας, της χώρας τους, αν αυτά τα δύο συγκρούονται.
Άλλοι, που ενδεχομένως θα είχαν να κερδίσουν από τις αλλαγές, από αίσθημα αλληλεγγύης σε αυτούς που θίγονταν, καθώς οι σχέσεις των ανθρώπων περιπλέκονται από συναισθήματα που γεννά η εγγύτητα, η συγγένεια, ή η ιδεολογική προκατάληψη.
Το αποτέλεσμα είναι ένα κοινωνικό σώμα που βάζει συνεχώς σαν προτεραιότητα την στασιμότητα, που δίνει εντολή στο πολιτικό του προσωπικό να αποφύγει κάθε αλλαγή. Έτσι φτάσαμε, 10 χρόνια μετά το ξεκίνημα της κρίσης, να είμαστε ακόμα στην αφετηρία, με το ίδιο παραγωγικό μοντέλο, μόνο που είμαστε πια πολύ πιο αδύνατοι, πολύ φτωχότεροι.
Το κόστος της ακινησίας το πληρώνουμε. Οι νέοι φεύγουν, και όσοι μένουν δεν κάνουν πια παιδιά. Η κοινωνία μας μικραίνει. Είμαστε πάτοι παγκοσμίως στις επενδύσεις καθώς το τοξικό μας επιχειρηματικό περιβάλλον δεν προσελκύει νέες δουλειές. Οι τράπεζες μας εξατμίζονται καθώς η εκκαθάριση των κόκκινων δανείων καθυστερεί διαρκώς.
Η δικαιοσύνη έχει παραλύσει και χωρίς την γρήγορη λειτουργία της κανένα επιχειρηματικό κλίμα δεν μπορεί να βελτιωθεί. Η άρνηση της κοινωνίας μας να δεχθεί την δημιουργική καταστροφή, το οξυγόνο του καπιταλισμού, την έχει μετατρέψει σε ένα ιδιότυπο πεδίο πειραματισμών που δεν έχουν αποφέρει τίποτε καλό μέχρι τώρα.
Ο ΣΥΡΙΖΑ πήρε την εντολή εξουσίας από το ελληνικό κοινωνικό σώμα γιατί εξέφρασε αυτό το αίτημα στασιμότητας και άρνησης αλλαγών στην πιο ακραία του μορφή. Και δεν είναι περίεργο που όλα τα κόμματα προσπαθούν να προσαρμοστούν σε αυτό το αίτημα, με παραλλαγές, αν θέλουν να έλθουν στην εξουσία. Ποιος να μιλήσει για περιορισμό της «ιερής αγελάδας» του Δημοσίου και να πει τι σημαίνει αυτό; Ποιος να πει ότι οι συντάξεις είναι κάτι που στην συγκυρία πρέπει υποχρεωτικά να προσαρμοστεί στην συρρικνούμενη βάση εσόδων που προκαλεί η κρίση και η πληθυσμιακή κατάρρευση;
Κάποιοι ονομάζουν αυτό το φαινόμενο «λαϊκισμό» και θέλουν να κάνουν μέτωπο απέναντι του. Περιγράφουν έτσι επιδερμικά ένα βαθύ κοινωνικό πρόβλημα και θεωρούν ότι είναι ζήτημα λογικής και επιχειρημάτων, ή και στην καλύτερη περίπτωση έλλειψης βολονταρισμού για την καταπολέμηση του. Κάνουν λάθος.
Η στάση του κοινωνικού σώματος, η αντίσταση των διάσπαρτων συμφερόντων και προνομίων που έχουν κοινωνικές ομάδες, τοπικές ή επαγγελματικές συλλογικότητες, ή ακόμα και άτομα, θα πάρει πολύ χρόνο και προσπάθεια για να καμφθεί, με την βοήθεια της μεταβαλλόμενης πραγματικότητας. Δεν μπορούν να γίνουν πολλά, γρήγορα.
Μπορούν όμως να γίνουν βήματα. Μπορούμε να αλλάξουμε για παράδειγμα αυτό το βαθύ διχαστικό κλίμα που έφερε ο Σύριζα στην εξουσία, καθώς αυτό προέκυπτε από τον γενέθλιο μύθο του, την ταξική ανάλυση. Μπορούμε να φανταστούμε μια νέα εξουσία που θα προκύψει από το καμίνι των προσεχών εκλογών που θα θεραπεύσει αυτό το ρήγμα και θα χτίσει πάλι κάποιες σχέσεις εμπιστοσύνης ανάμεσα στο κοινωνικό σώμα, σχέσεις που έχουν τραυματιστεί από την ταξική πολιτική του Σύριζα.
Ακόμα και η σημερινή κυβέρνηση κάνει προσπάθειες για αυτό, που όμως δεν έχουν συνέπεια και συνέχεια καθώς δεν είναι στην φύση του να συνομιλεί με τα παραγωγικά τμήματα της κοινωνίας όσο και αν προσπαθεί για αυτό. Μπορούμε να κάνουμε ένα πρώτο βήμα αποκαθιστώντας τους φόρους σε ένα χαμηλότερο, λειτουργικό επίπεδο. Με δύο στόχους: Ο ένας να έχουμε υψηλότερα φορολογικά έσοδα από την αναζωογόνηση της οικονομικής δραστηριότητας. Ο άλλος να έχουμε βάλει ένα ταβάνι στις παρεπόμενες δημόσιες δαπάνες, περιορίζοντας τις όσο το δυνατόν.
Αυτό είναι το στοίχημα των επόμενων εκλογών για το οποίο θα προκριθεί, πιστεύω, ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Μαζί με την αναγκαία και ζωογόνα αλλαγή προσωπικού στην διακυβέρνηση, καθώς η σημερινή αποδείχτηκε άγονη. Για περισσότερα, πρέπει να περιμένουμε κάποιες, ίσως πολλές, επόμενες εκλογές.
Δεν είναι τέλειο. Αλλά το τέλειο είναι εχθρός του καλού.
Σε όποιον αρέσει.