- Από τη στήλη του Φιλελεύθερου «51+49» *
Πόσο πολύ έχουμε συζητήσει όλα τα χρόνια της κρίσης για τα κόκκινα δάνεια, τις τράπεζες και για την προστασία των δανειοληπτών. Και να που έρχεται η στιγμή ύστερα από δέκα χρόνια να ξαναρχίζουν οι πολιτικοί διαξιφισμοί και οι εντάσεις για την προστασία της πρώτης κατοικίας, οι προσωπικές επιθέσεις και οι διαγκωνισμοί συνθηματολογίας και μαξιμαλιστικών υποσχέσεων.
Όλα αυτά τα 10 χρόνια που πέρασαν, όλοι εμείς που συμμετείχαμε στα τραπεζικά συνέδρια, στις δημόσιες και ιδιωτικές συζητήσεις νομίζαμε ότι ο χρόνος είχε σταματήσει. Τα ίδια που ακούγαμε και κουβεντιάζαμε το 2012, λέγαμε και το 2014 και το 2017.
Τα ίδια κοινότοπα λόγια, οι ίδιοι φιλόδοξοι στόχοι, η ίδια αισιοδοξία, κάποιες κινήσεις προς τα εμπρός, πολλά νομοσχέδια, λίγα πισωγυρίσματα και φτάσαμε στο σήμερα να ξανασυζητάμε για την προστασία της πρώτης κατοικίας, εάν πρέπει να είναι καθολική ή επιλεκτική, ποιους αφορά και με ποιο τρόπο θα προστατευθούν οι αδύναμοι.
Να μην ξεχάσουμε και την ατέρμονη συζήτηση για το χρυσό πιθάρι με τους στρατηγικούς κακοπληρωτές, που θα έδιναν μαγικές λύσεις στο πρόβλημα, ή την παταγώδη αποτυχία του εξωδικαστικού συμβιβασμού, για τον οποίο σπαταλήθηκαν χρόνος και χρήμα από όλες τις πλευρές, με απογοητευτικά αποτελέσματα.
Ομως σχεδόν ποτέ όλα αυτά τα χρόνια δεν αρχίσαμε να κουβεντιάζουμε πάνω στα ουσιαστικά χαρακτηριστικά του τραπεζικού συστήματος, ούτως ώστε να μπορούμε να σχεδιάζουμε λύσεις συνολικές και βιώσιμες.
Το πιο σημαντικό είναι ότι όλες οι συζητήσεις που αφορούν το πρόβλημα των κόκκινων δανείων γίνονται σχεδόν πάντα σε δύο ξεχωριστές φάσεις.
Σε μια φάση συζητάμε για την υγεία των τραπεζών, την κεφαλαιακή τους επάρκεια, την προστασία των καταθετών, τη χρηματοδότηση των επιχειρήσεων και σταματάμε εκεί.
Και σε μια δεύτερη φάση συζητάμε για την προστασία των δανειοληπτών, πώς δεν θα χάσουν τα σπίτια τους, πώς θα προστατέψουμε τους αδύναμους, αλλά μάλλον ξεχνάμε να κουβεντιάσουμε για την υγεία του τραπεζικού συστήματος συνολικά.
Σαν να μη σχετίζονται οι δύο συζητήσεις μεταξύ τους, σαν να μην καταλαβαίνουμε ότι όσο περισσότερο καθυστερείς να πάρεις πίσω τα χρωστούμενα τόσο περισσότερο θα καθυστερείς να χρηματοδοτείς την οικονομία.
Οσο καθυστερεί η πραγματική χρηματοδότηση της οικονομίας τόσο περισσότερο θα αργήσει να βρει δουλειά ο σημερινός άνεργος δανειολήπτης που έχει σταματήσει να πληρώνει τη δόση του δανείου του.
Στην ουσία, όμως, αυτές οι δύο συζητήσεις είναι μία και μοναδική, είναι η λειτουργία του τραπεζικού συστήματος, το οποίο είναι βασικός πυλώνας λειτουργίας και ανάπτυξης. Γι' αυτό και ξεκίνησα με τον ακραίο τίτλο ότι το δάνειό μου είναι η κατάθεση η δική σου. Εάν δεν υπήρχε το τραπεζικό σύστημα να διαμεσολαβεί μεταξύ αυτών των δύο ομάδων ανθρώπων που από τη μια μεριά έχουν καταθέσεις και από την άλλη μεριά χρειάζονται δάνεια, θα είχαμε περιπτώσεις που θα έμοιαζαν κάπως έτσι.
Θα υπήρχε ένας συμπολίτης μας με αποταμίευση 80.000 ευρώ και που θα τα έδινε σε έναν γνωστό του για να αγοράσει ένα σπίτι με κάποιους συγκεκριμένους όρους. Πώς θα φανταζόσασταν εσείς την εξέλιξη της ιστορίας εάν ο αγοραστής του σπιτιού σταματούσε να τηρεί τους όρους που είχαν συμφωνήσει μεταξύ τους;
Η ιστορία θα μπορούσε να εξελιχθεί σε πολύ τρομακτική. Ο ένας θα έλεγε ότι στηριζόταν στους τόκους που είχαν συμφωνήσει, πως με αυτούς τους τόκους που πλήρωνε το δικό του ενοίκιο, γιατί εκείνος θα μπορούσε να εξακολουθεί να μένει στο ενοίκιο.
Ακόμα χειρότερα, θα μπορούσε να σκεφτεί ότι αυτά τα χρήματα ήταν όλες οι αποταμιεύσεις του, οι κόποι μιας ζωής, πως δεν γινόταν να τις χάσει, θα τον κυνηγούσε για να πάρει τα χρήματά του πίσω.
Από την άλλη μεριά, ο άλλος συμβαλλόμενος θα μπορούσε να παραθέτει ότι έχασε τη δουλειά του, πως μειώθηκε ο μισθός του, πως η γυναίκα του αρρώστησε, ή πως το παιδί του σπούδαζε στην επαρχία και γι' αυτούς τους βάσιμους λόγους δεν μπορούσε να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του.
Ετσι είναι οι ανθρώπινες ιστορίες, προσωπικές, αληθινές, με άτυχες ή δυστυχώς και τραγικές στιγμές, που αλλοιώνουν τη συνολική οπτική και την πραγματικότητα που στηρίζεται στην παραδοχή πως οι υποχρεώσεις και οι δεσμεύσεις πρέπει να τηρούνται.
Ευτυχώς υπάρχουν οι τράπεζες, που διαμεσολαβούν και αναλαμβάνουν συνολικά τη διαχείριση αυτών των προβληματικών περιπτώσεων και το προσωπικό πρόβλημα μεταξύ δανειολήπτη και καταθέτη το αναγάγουν σε απρόσωπο, αλλά και συνολικό και ταυτόχρονα πολύπλοκο.
Δεν είναι δυνατόν όμως το φθινόπωρο να ασχολούμεθα με τους καταθέτες και την άνοιξη με τους δανειολήπτες. Ούτε είναι δυνατόν να εστιάζουμε σε πραγματικά άτυχες περιπτώσεις δανειοληπτών και να γενικεύουμε, χωρίς να υπολογίζουμε και την άλλη ομάδα των καταθετών.
Το πιο σημαντικό είναι ότι επειδή τα χρήματα των καταθετών είναι προστατευμένα και έτσι πρέπει να είναι, τα χρήματα που λείπουν -γιατί στο τέλος θα λείψουν χρήματα- θα τα πληρώσουμε και σε έναν μεγάλο βαθμό τα έχουμε ήδη πληρώσει όλοι μας, ως φορολογούμενοι πολίτες αυτού του κράτους.
Τα χρήματα των φορολογουμένων είναι ιερά και σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να γίνει μια πολύ αναλυτική συζήτηση πώς αυτά θα διατεθούν, γιατί δυστυχώς δεν φτάνουν για να καλύψουν όλους τους δανειολήπτες.
Αλλά και στην περίπτωση που έφταναν να καλύψουν όλες τις ζημιές των κακοπληρωτών, δεν θα ήταν καθόλου σωστό και τίμιο για όλους τους υπόλοιπους που δεν δανείστηκαν.
Πρέπει κάποια στιγμή να διαρρήξουμε τον φαύλο κύκλο της ατέρμονης συζήτησης μεταξύ προστασίας των αδυνάμων και της ανάπτυξης. Ναι στην προστασία, αλλά προτεραιότητα πρέπει να είναι η ανάπτυξη. Από τα κέρδη της ανάπτυξης στο τέλος θα μπορούμε να προστατεύουμε περισσότερους και με καλύτερους όρους.
* Η στήλη «51+49» δημοσιεύεται στην οικονομική εφημερίδα «Liberal markets» που κυκλοφορεί με τον «Φιλελεύθερο» του Σαββάτου