Στα χνάρια της περυσινής χρονιάς, δηλαδή εκτός των στόχων, θα κυλήσει και η φετινή όσον αφορά την ανάπτυξη, προβλέπει ο καθηγητής Π. Πετράκης, επικαλούμενος τις εξαγωγές που χάνουν σε δυναμική, τις χαμηλότερες προσδοκίες για τα έσοδα από τον τουρισμό, την επιβράδυνση της Ευρωζώνης και τις υπερβολικές προσδοκίες για επενδύσεις, οι οποίες όμως δεν έρχονται.
Σχολιάζοντας την έκδοση δεκαετούς ομολόγου, των πρώτων αυτής διάρκειας τίτλων, έπειτα από εννιά ολόκληρα χρόνια, ο καθηγητής Οικονομικών στο ΕΚΠΑ, εξηγεί ότι οι αγορές δάνεισαν την Ελλάδα… δύο φορές ακριβότερα από το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους της.
«Με δεδομένο ότι το μέσο κόστος δημοσίου δανεισμού της Ελλάδος σήμερα είναι περίπου 2%, ο ρυθμός μεγέθυνσης της οικονομίας είναι 2%, το επιτόκιο που διαμορφώθηκε στο 3,9% είναι σχεδόν το διπλάσιο του μέσου κόστους», όπως λέει χαρακτηριστικά.
Και εξηγεί ότι το υψηλό επιτόκιο και οι τόκοι που αυτό συνεπάγεται, ήταν σημαντικό μέρος της επιτυχίας της μεγάλης προσφοράς που συγκέντρωσε η έκδοση. «Το να συγκεντρώνει μια οικονομία της Ευρωζώνης, που σχεδόν αποκλείεται να πτωχεύσει, 2,5 δισ ευρώ, ενώ η προσφορά τίτλων στην Ευρωζώνη είναι ύψους 850 δισ ευρω για το 2019, και με επιτόκιο 3,9%, μάλλον ήταν μια πολύ καλή ευκαιρία για τους θεσμικούς επενδυτές», σημειώνει ο κ. Πετράκης.
Σχετικά με τα πρόδρομα μηνύματα για την φετινή ανάπτυξη, ο καθηγητής Οικονομικών στο ΕΚΠΑ, βλέπει κόπωση, εκτιμά ότι το 2019 θα έχουμε ανατροπές, και παραπέμπει στο ρυθμό ανάπτυξης του τελευταίου τριμήνου που έδειξε ότι οι εξαγωγές έχουν τα όριά τους, ενώ οι επενδύσεις για συγκυριακούς αλλά και για λόγους που σχετίζονται με την ακολουθούμενη πολιτική, δεν μπόρεσαν να βοηθήσουν.
Συνέντευξη στον Γιώργο Φιντικάκη
- Ασφαλώς και η έξοδος της Ελλάδας στις αγορές με 10ετές ομόλογο έπρεπε να γίνει, ωστόσο πως σχολιάζετε το γεγονός ότι σε σχέση με την τελευταία έκδοση, του 2010, το Δημόσιο δανείστηκε πιο ακριβά ; Τότε, το spread ήταν 306 μονάδες βάσης, την ημέρα της προ ημερών έκδοσης όμως διαμορφώνονταν στις 370…
Η έξοδος στις αγορές με το δεκαετές ομόλογο ήταν άλλο ένα μικρό θετικό βήμα της επιστροφής προς την κανονικότητα. Η πορεία αυτή (δηλαδή η επιστροφή στην επενδυτική βαθμίδα) θα διαρκέσει ένα με ενάμιση χρόνο ακόμα.
Σημειωτέον ότι αναμέναμε ένα επιτόκιο που θα κυμαινόταν μεταξύ 3,75 και 4%. Πράγματι κινήθηκε στο ανώτατο (ακριβότερο) άκρο της πρόβλεψης και αυτό οφείλεται κυρίως στις αρνητικές επισημάνσεις τόσο της έκθεσης της δεύτερης μεταμνημονιακής αξιολόγησης (Enhanced Surveillance Report”, όσο και της έκθεσης για το Ευρωπαικό Οικονομικό Εξάμηνο (European Semester) για την αποτροπή των Μακροοικονομικών Ανισορροπιών (Country Report Greece, 2019).
Σήμερα η σταθμισμένη μέση λήξη του Ελληνικού χρέους είναι 18,5 χρόνια, το ενεργό επιτόκιο 2%, το 85% έχει σταθερό επιτόκιο και το 79% του χρέους διακρατείται από την ECB κ.τ.λ
Με δεδομένο ότι το μέσο κόστος δημοσίου δανεισμού της Ελλάδος σήμερα είναι περίπου 2%, ο ρυθμός μεγέθυνσης της οικονομίας είναι 2%, το επιτόκιο που διαμορφώθηκε στο 3,9% είναι σχεδόν το διπλάσιο του μέσου κόστους.
- Δικαιολογείται οικονομικά λοιπόν η έκδοση του ομολόγου;
Ναι υπό τις παρακάτω προϋποθέσεις: Εάν τα κεφάλαια ανακυκλώσουν δανειακά κεφάλαια υψηλότερου κόστους, αν ο δανεισμός έχει στόχο την βελτίωση της καμπύλης των επιτοκίων, εάν οι λήξεις των νέων ομόλογων είναι μεγαλύτερες κάποιων άλλων που θα αντικαταστήσουν λαμβανομένου υπόψη του κόστους, καθώς επίσης αν θα αντικαταστούσαμε ομόλογα του Αγγλικού δικαίου με άλλα που βρίσκονται υπό Αγγλικό λαμβανομένου υπόψη του κόστους.
Δικαιολογείται επίσης, εάν οι επερχόμενες συνθήκες στις αγορές χειροτερέψουν. Εάν π.χ. συμβεί μια αρνητική εξέλιξη με το Eurogroup και τις υποχρεώσεις μας στο επόμενο διάστημα ή χειροτερέψουν οι διεθνείς συνθήκες (Brexit).
Και τελευταία προυπόθεση είναι εάν μας ενδιαφέρει να υπάρξει κινητοποίηση στις αγορές για να βοηθηθούν εκδόσεις χρέους Ελληνικών ιδιωτικών εταιρειών.
Εάν συμβαίνει μια (ή περισσότερες από μία) από τις παραπάνω συνθήκες δικαιολογείται ως ένα βαθμό ο ακριβότερος δημόσιος δανεισμός.
Εάν δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο, τότε η ελληνική οικονομία πλήρωσε και πάλι πολιτικές επικοινωνιακές ανάγκες.
- Στην ουσία όμως, δεν ήταν τα υψηλά κέρδη από τους τόκους που εξασφαλίζει η απόδοση 3,9%, και που σε ορίζοντα δεκαετίας θα ανέλθουν σε 1 δισ ευρώ, αυτά που λειτούργησαν ως μαγνήτης για τους επενδυτές;
Το να συγκεντρώνει μια οικονομία της Ευρωζώνης, που σχεδόν αποκλείεται να πτωχεύσει, 2,5 δισ ευρώ, ενώ η προσφορά τίτλων στην Ευρωζώνη είναι ύψους 850 δισ ευρω για το 2019, και με επιτόκιο 3,9%, μάλλον ήταν μια πολύ καλή ευκαιρία για τους θεσμικούς επενδυτές.
Εξάλλου το γεγονός ότι αναμένουμε το μέσο κόστος δημοσίου δανεισμού να κυμανθεί γύρω στο 3,2% του Ιουνίου του 2019 και 3% τον Μάρτιο του 2020 δείχνει ότι θα πρέπει να έχουμε μεγαλύτερη υπομονή στις εκδόσεις νέου χρέους.
- Ας πάμε στη πραγματική οικονομία, ξεκινώντας από τις τράπεζες. Στην έκθεσή του το ΔΝΤ αναδεικνύει τους κινδύνους για το τραπεζικό σύστημα, θέμα στο οποίο συστηματικά επιστρέφει τα τελευταία χρόνια…
Είναι γεγονός ότι το ΔΝΤ έχει εδώ και δύο χρόνια μια επίμονη στάση σχετικά με τις Ελληνικές τράπεζες, και επιμένει ότι για να αποκατασταθεί η τραπεζική δανειοδοτική ικανότητα, απαιτούνται ολοκληρωμένες και καλά συντονισμένες δράσεις από όλες τους συμμετέχοντες.
Δεν υπάρχει κάτι πιο συγκεκριμένο προς το παρόν από το μέρος τους πλην του γεγονότος ότι τονίζει την έλλειψη της αποφασιστικής δράσης στον τομέα αυτό σε αντίθεση με ό,τι διαχέεται από τους υπευθύνους στην Ελλάδα ότι όλα βαίνουν καλώς.
- Σε μια στιγμή που η Ευρωζώνη έχει μπει σε φάση επιβράδυνσης, η ΕΚΤ αναλαμβάνει δράση, και ανακοίνωσε ότι αναστέλλει την απόφαση για αύξηση των επιτοκίων. Θα λέγατε ότι φαίνεται να επιστρέφει σε μία λογική πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης ;
Σας υπενθυμίζω τρία γεγονότα που πρέπει να έχουμε υπόψη μας: α) ο ευρωπαϊκός πληθωρισμός δε φαίνεται να συγκινείται για να πλησιάσει τον στόχο του 2%, β) τα αποτελέσματα του παγκόσμιου εμπορικού πολέμου έχουν επηρεάσει αρνητικά την Ευρωπαϊκή κυρίως βιομηχανία, και ιδίως την γερμανική οικονομία και γ) επίκειται εξέλιξη στο Brexit. Ενόψει των παρατηρήσεων αυτών είναι νομίζω επιβεβλημένο να υπάρχει μία «απόφαση» από την ΕΚΤ που θα καλύψει την Ευρώπη από πλευράς ρευστότητας. Γι' αυτό εξάλλου απομακρύνθηκε και η προοπτική αύξησης των επιτοκίων.
- Σε αυτό το περιβάλλον, η Ελλάδα αναπτύχθηκε το 2018 με χαμηλότερο των στόχων ρυθμό, όπως είχατε κι εσείς προβλέψει σε παλαιότερη συνομιλία μας, και φαίνεται ότι η χθεσινή ανακοίνωση της ΕΛΣΤΑΤ σας επιβεβαιώνει…
Έχετε δίκιο διότι ουδέποτε οι προβλέψεις μας, στο πανεπιστήμιο, το 2018 δεν είχαν υπερβεί το 1,9%(!) παρόλο που όλες οι προβλέψεις (Κυβέρνηση, Commission) μιλούσαν για υψηλότερα μεγέθη.
Ο ρυθμός μεγέθυνσης το τελευταίο τρίμηνο έδειξε ότι η στήριξη στις εξαγωγές έχει τα όριά της. Δυστυχώς οι επενδύσεις και για συγκυριακούς και για λόγους που ενδεχομένως όλοι γνωρίζουμε (ανάγκη να εμφανιστούν υπερπλεονάσματα) δεν μπόρεσαν να βοηθήσουν τον ρυθμό μεγέθυνσης.
Φοβάμαι ότι το 2019 μπορεί να έχουμε ανατροπές λόγω της χαμηλότερης προσδοκίας για την πορεία των εισπράξεων από τον τουρισμό, οι εξαγωγές χάνουν δυναμική και στηριζόμαστε υπερβολικά στις επενδύσεις. Επιπροσθέτως η Ευρωπαϊκή δυναμική εμφανίζεται ασθενέστερη και οι αποφάσεις Ντράγκι μέχρι σ' ένα σημείο θα βοηθήσουν. Εξάλλου η μη επίλυση του τραπεζικού επιβραδύνει την ανάπτυξη. Ελπίζουμε πάντως να πραγματοποιηθεί η πρόβλεψή μας που μιλά για αύξηση 1,9%.
* O Παναγιώτης Πετράκης είναι καθηγητής Οικονομικών στο ΕΚΠΑ