Σήμερα το ασφαλιστικό σύστημα αποτελεί τροχοπέδη, δεν είναι μοχλός ανάπτυξης. Η δομή του θέτει αντικίνητρα τόσο στην εργασία, όσο και στην αποταμίευση και τις επενδύσεις. Το Δημόσιο συνεχίζει να δαπανά το υψηλότερο ποσοστό του ΑΕΠ (28,4%) σε μισθούς και συντάξεις στην Ευρωζώνη (έναντι 23,1% κατά μέσο όρο). Ως αποτέλεσμα της άνισης κατανομής των δαπανών, κρίσιμοι τομείς όπως η υγεία, η εκπαίδευση και οι δημόσιες επενδύσεις υποχρηματοδοτούνται.
Η αποκλιμάκωση της συνταξιοδοτικής δαπάνης ως ποσοστού του ΑΕΠ, και η μείωση επιχορήγησης από τον κρατικό προϋπολογισμό ως ποσοστό των συνολικών δαπανών του, είναι μονόδρομος.
Το έχουμε ξαναπει, αλλά καλό είναι να το υπενθυμίζουμε διαρκώς: Σε μια χώρα που γηράσκει με ραγδαίο ρυθμό, αν το ασφαλιστικό σύστημα παραμείνει αμιγώς διανεμητικό όπως σήμερα (δηλαδή ο ενεργός πληθυσμός και ο κρατικός προυπολογισμός να καταβάλουν τις εισφορές προς ένα ολοένα αυξανόμενο αριθμό συνταξιούχων), τότε δύο τινά θα συμβούν: Είτε το ύψος των συντάξεων θα πρέπει να μειώνεται διαρκώς σε σχέση με τους αντίστοιχους μισθούς, είτε το ύψος των εισφορών και φόρων να αυξάνεται. Οποιος λέει το αντίθετο ή διατυμπανίζει μαγικές λύσεις, απλώς κοροϊδεύει.
Η παρουσία του κ.Τσακλόγλου στο Υπουργείο ΕΣργασίας & Κοινωνικών Ασφαλίσεων έχει συνοδευτεί από βάσιμες ελπίδες ότι αυτή την φορά θα θεσπιστεί η κεφαλαιοποίηση των Επικουρικών Συντάξεων, ένα θέμα που εκκρεμεί από τις αρχές της δεκαετίας του ’90. Η πρώτη αναφορά για την κεφαλαιοποίηση των συντάξεων έγινε το 1991 από τον Μ. Νεκτάριο (Κοινωνική Ασφάλιση στην Ελλάδα, Εκδόσεις Forum), ακολούθησε ο Π. Τήνιος (1995), η Έκθεση Σπράου (1997), ο Π. Ζαμπέλης (1998).
Ενώ οι περισσότερες αναπτυγμένες χώρες ανέπτυξαν κεφαλαιοποιητικά συστήματα συντάξεων στην περίοδο 1975-1995, στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης η κυρίαρχη αριστερή ατζέντα της πολιτικής, με την αγαστή συνεργασία πολιτικών και συνδικαλιστών, είχε αποβάλει την λέξη «κεφάλαιο» και τα παράγωγά του από τον δημόσιο διάλογο.
Μετά την κατάρρευση του συστήματος συντάξεων και την οικονομική καταστροφή 3 εκατομμυρίων συνταξιούχων, οι φυσικοί και ηθικοί αυτουργοί δείχνουν σημεία ανάνηψης. Τα πολιτικά κόμματα (ΝΔ και ΚΙΝΑΛ) μιλάνε για τις συντάξεις του 2ου Πυλώνα και η ΓΣΕΕ ετοιμάζει κεφαλαιοποιητικό Ταμείο Επαγγελματικών Συντάξεων με τον ΣΕΒ.
Η έκθεση Πισσαρίδη διαπιστώνει τα αυτονόητα. «Το ασφαλιστικό σύστημα πρέπει να είναι μοχλός ανάπτυξης και όχι τροχοπέδη, και να στηρίζει τα εισοδήματα όχι μόνο των συνταξιούχων αλλά και των εργαζομένων. Κεντρικό ρόλο σε αυτή την κατεύθυνση καλείται να παίξει η κεφαλαιοποιητική ασφάλιση, η οποία αποτελεί βασικό μέρος της απάντησης στις δημογραφικές πιέσεις».
Σίγουρα οι παρεμβάσεις στο ασφαλιστικό σύστημα κατά την τελευταία δεκαετία βελτίωσαν τους δείκτες μακροχρόνιας βιωσιμότητάς του, ωστόσο, παραμένουν προβλήματα στη δομή του με υψηλό βαθμό επιβάρυνσης της εργασίας και περιορισμένο βαθμό ανταποδοτικότητας και δυνατότητας κεφαλαιοποίησης.
Τα έχουμε γράψει πάρα πολλές φορές στο παρελθόν. Η μετάβαση σε ένα μερικώς κεφαλαιοποιητικό σύστημα δεν θα αποτελέσει ελληνική πρωτοτυπία, αντίθετα θα φέρει την Ελλάδα πλησιέστερα στον μέσο όρο των ασφαλιστικών συστημάτων της Ευρώπης. Σκεφτείτε ότι στην χώρα μας το σύνολο του ενεργητικού των κεφαλαιοποιητικών προγραμμάτων σύνταξης είναι κοντά στο… 1% του ΑΕΠ, σε αντιδιαστολή με 50% για τον μέσο όρο των χωρών-μελών του ΟΟΣΑ.
Ας συνειδητοποιηθεί επιτέλους με αφορμή και την έκθεση Πισσαρίδη, ότι η δημιουργία ενός βιώσιμου συστήματος συντάξεων απαιτεί και έναν κεφαλαιοποιητικό πυλώνα, μέσω του οποίου θα εδραιωθεί η θεσμική αποταμίευση ως η κύρια μέθοδος αποταμίευσης στην ελληνική κοινωνία, όπως ακριβώς συμβαίνει σε όλες τις σύγχρονες κοινωνίες.
Αρκετοί το παραγνωρίζουν, ωστόσο τα αποθεματικά του κεφαλαιοποιητικού συστήματος συντάξεων, τα κεφάλαια του Ταμείου Ανάκαμψης και η προσέλκυση ιδιωτικών επενδύσεων, μπορούν κάλλιστα να εξασφαλίσουν τα 15 δισεκατομμύρια ευρώ που απαιτούνται, κατ’ ελάχιστον, για την χρηματοδότηση των ετήσιων επενδύσεων μέχρι το 2030 και επέκεινα.
Στην περίπτωση που συμβεί αυτό, τότε ο ρυθμός ανάπτυξης θα ανέλθει στο 4%, η ανεργία θα μειωθεί στο 7,5%, και η σχέση Χρέους/ΑΕΠ θα πέσει κάτω από το 100% πριν το 2030.
Αυτή είναι και η μόνη επιλογή που έχει η χώρα για να αποφύγει το μόνιμο οικονομικό τέλμα και την πλήρη διάλυση.
* Ο Μιλτιάδης Νεκτάριος είναι καθηγητής του Τμήματος Στατιστικής και Ασφαλιστικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς