Στον Τ. Ερντογάν αναφέρομαι.
Ένα πρόβλημα των δημοκρατιών είναι πως δεν μπορούν να κατανοήσουν πώς σκέφτονται οι ηγέτες ολοκληρωτικών και απολυταρχικών καθεστώτων. Ηγέτες που περιφρονούν την κοινή γνώμη και τον δημοκρατικό διάλογο.
Αυτή την αδυναμία τους προσπαθούν να την αναπληρώσουν καταφεύγοντας σε μεταφυσικές προσεγγίσεις. Τα ίδια έκαναν και οι δημοκρατίες, στα τέλη της δεκαετίας του 1930, με τον Α. Χίτλερ.
Και ο Ερντογάν και ο Πούτιν σκέφτονται ορθολογικά. Υπολογίζουν τον συσχετισμό των δυνάμεων, κάνουν ανάλυση κόστους - οφέλους, μετρούν τις συνέπειες, κτίζουν συμμαχίες και αφηγήματα.
Βέβαια, όπως όλοι οι ηγέτες μπορεί να κάνουν λάθος στον συσχετισμό των δυνάμεων. Να υπερεκτιμήσουν τις δικές τους και να υποεκτιμήσουν του αντιπάλου τους. Στους αυταρχικούς ηγέτες αυτό είναι πιο πιθανό να συμβεί γιατί η ροή πληροφοριών είναι κατευθυνόμενη και ο κύκλος των συμβούλων τους είναι περιορισμένος. Άλλωστε, οι περισσότεροι από αυτούς συν τω χρόνω έχουν μετατραπεί σε αυλοκόλακες.
Ο Τ. Ερντογάν υπολογίζει και μετρά τις κινήσεις του. Έχει μπροστά του σε σχέση με την Ελλάδα λίγες επιλογές, που θα τον πιέζουν όσο θα πλησιάζει ο χρόνος των τουρκικών εκλογών.
Σωστά θέτουμε μπροστά τον δομικό τουρκικό αναθεωρητισμό - επεκτατισμό, αλλά δεν θα καταλάβουμε τι θα συμβεί, αν αποσυνδέσουμε τα γεγονότα από το άγχος που έχει ο Ερντογάν για την τύχη του ιδίου και της οικογένειάς του μετά τις εκλογές. Αυτό προέχει αυτή τη στιγμή στη σκέψη του.
Νομίζω πως η σεναριολογία έχει εξαντληθεί και καταντά κουραστική. Το πρόβλημα ούτως ή άλλως δε βρίσκεται μόνο στο τι θα κάνει η Τουρκία, αλλά κυρίως και πρωτίστως τι θα κάνουμε εμείς. Πώς θα αντιδράσουμε. Και αυτό είναι ένα ιστορικό πρόβλημα.
Για να μην πάω πολύ πίσω και χαθούμε στο χρόνο, θα αναφερθώ στο πολιτικό σύστημα της Μεταπολίτευσης. Τα δύο μεγάλα κόμματα, παρά τις επιμέρους διαφωνίες τους, επέλεξαν τη στρατηγική «η οικονομία πάνω απ' όλα». Η λειτουργική ένταξη στην ΕΟΚ στην αρχή και στην ευρωζώνη στη συνέχεια, αυτό απαιτούσε. Άλλωστε, το πολιτικό σύστημα πετύχαινε την αναπαραγωγή του βασισμένο στην ευμάρεια των πολιτών είτε ήταν πραγματική είτε κίβδηλη. Και όταν η φούσκα έσκασε με τα μνημόνια, κατέρρευσε και το σύστημα.
Συνεπώς, το μεταπολιτευτικό μοντέλο θεωρούσε τα κονδύλια για την Εθνική Άμυνα ως δαπάνη και όχι ως επένδυση κι έτσι τα ελαχιστοποιούσε, με τη σύμφωνη γνώμη της πλειοψηφίας των πολιτών.
Σήμερα, με το πρόγραμμα εξοπλισμών και με τις πολύπλευρες συνέργειες και συμμαχίες, μπορούμε να πούμε πως αισθανόμαστε ισχυροί. Το πλέον όμως ενθαρρυντικό γεγονός είναι πως η πολιτική ηγεσία έχει αντιληφθεί πως το δόγμα «η οικονομία πάνω απ' όλα» έχει καταστεί ανεπίκαιρο. Τι να τα κάνουμε τα πρωτογενή πλεονάσματα αν έχουμε χάσει δύο - τρία νησιά;
Επιπροσθέτως, αυτό το κλίμα η πολιτική ηγεσία το μεταδίδει με την ψυχραιμία που αντιμετωπίζει τις τουρκικές προκλήσεις. Και όσο λιγότερα μιλούν, όσο το δυνατόν λιγότεροι, αυτό θα είναι ακόμα καλύτερο.
Στις οριακές καταστάσεις μετρούν οι πράξεις και όχι τα λόγια.