Του Αντώνη Πανούτσου
Για χρόνια ήθελαν να περάσουν την εντύπωση ότι είναι συνεχιστές κάποιας γενιάς ηρώων. Αντιστασιακών που πριν εκτελέσουν οι Γερμανοί άνοιγαν να πουκάμισα τους για να φωνάξουν μπροστά στο απόσπασμα «Εδώ χτύπα ρε». Που κλεισμένοι στα κρατητήρια της Μπουμπουλίνας τραγούδαγαν το «Είμαστε δυο, είμαστε τρεις» για να το ακούνε και να τρέμουν οι βασανιστές του. Ο Αλέξης, ο Νίκος και η δρακογενιά όχι των δύο, τριών αλλά δυόμιση χιλιάδων μετακλητών δεν είχε φτιαχτεί για τα συνηθισμένα. Είχε φτιαχτεί για να κάνει «το ταξίδι το μακρύ», να σηκώσει «το φορτίο το βαρύ», να κουβαλήσει «την τιμή και την περηφάνια των πατεράδων της». Να κάνει τέλος πάντων αυτά που είχε γράψει για τα γενέθλια του Αλέξη στο έπος του, ο Στέλιος Παππάς, πατέρας του Νίκου. Μέχρι στη δρακογενιά να συμβεί η πρώτη στραβή και να πρέπει να αντιμετωπίσει την πραγματικότητα. Όπως η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ μετά την καταστροφή στο Μάτι. Όταν το βράδυ της καταστροφής η κάμερα της ΕΡΤ αποτύπωσε από τι είναι φτιαγμένη.
Όταν ο Τσίπρας τα μεσάνυχτα, με την ύπαρξη νεκρών να είναι γνωστή, ενημερωνόταν πρώτα για την πυρκαγιά στην Κινέττα, μετά για τα Χανιά. Για να καταλήξει στο Μάτι που ο αξιωματικός της πυροσβεστικής καθησύχαζε τον πρωθυπουργό ότι οι κατασκηνώσεις έχουν εκκενωθεί κανονικά, ο Κοτζιάς ότι στις θάλασσες τα πολεμικά περιμένουν για να πάρουν τον κόσμο και το φονικό δεν γινότανε κουβέντα.
Στην αίθουσα το ήξεραν ότι στο Μάτι υπήρχαν νεκροί; Δεν υπάρχει αμφιβολία. Μπορεί να μην είχε γίνει η ιατροδικαστική γνωμάτευση, όπως είπε ο Πολάκης, αλλά όλοι το ξέρανε ότι υπήρχαν νεκροί. Και μόνο ότι στο τραπέζι εκτός από τον Τσίπρα καθόντουσαν η Δούρου, ο Σπίρτζης, ο Σκουρλέτης, ο Πολάκης και ο Τόσκας με τις συνομιλίες να καταγράφονται από την κάμερα δείχνει ότι το ήξεραν ότι δεν είναι μια συνηθισμένη πυρκαγιά. Γιατί λοιπόν σε μια καταστροφή, που ήταν αδύνατον να κουκουλωθεί όπως η πυρκαγιά στο Μάτι δεν ανακοινώθηκε η ύπαρξη των νεκρών αμέσως; Για δύο λόγους. Ο πρώτος είναι ότι η αρχική αντίδραση του ΣΥΡΙΖΑ σε κάθε τι που συμβαίνει είναι πως θα παρουσιαστεί επικοινωνιακά. Το «πως θα το πούμε». Και ο Τσίπρας από το ύφος του είναι σαφές ότι δεν είναι προετοιμασμένος από το επιτελείο του Μαξίμου. Το δεύτερο, ότι η δρακογενιά μπορεί να φαντασιωνόταν ότι θα κοίταζε στα μάτια τα αποσπάσματα και θα έφτυνε βασανιστές της αλλά δεν έχει μάθει να παίρνει τις ευθύνες της. Φοβάται. Θα ήθελε να είναι ο Αουγκούστ Λαντμέσερ, που στα ναυπηγεία του Αμβούργου το 1932 δεν σήκωσε το χέρι του να χαιρετήσει ναζιστικά όταν όλοι οι άλλοι το είχαν κάνει, αλλά δεν αντέχει να δει κατάματα τους συγγενείς των θυμάτων μιας καταστροφής που έγινε υπό την διακυβέρνηση της. Ούτως ή άλλως ο ΣΥΡΙΖΑ διαπρέπει στην κωμωδία και όχι το δράμα.
Το είδος που η Λυδία Κονιόρδου – σύμφωνα με πηγές υπουργός Πολιτισμού – διακόνησε όταν είπε για τους βανδαλισμούς των εκθεμάτων στο Βυζαντινό Μουσείο με baby oil από δύο γυναίκες που περιδιάβαιναν το μουσείο για μιάμιση ώρα, ότι «υπήρχαν είκοσι φύλακες, ποιος ξέρει τώρα τι έγινε… δεν είχε και πολύ κόσμο, αυτά ερευνούμε». Όσο για την πράξη δεν ήταν βανδαλισμός. «Κάποιες κυρίας άπλωναν λάδι». Στην ίδια λογική που αν κάποιος πάρει μια βαριοπούλα και την κατεβάσει τον Ερμή του Πραξιτέλους δεν θα είναι βανδαλισμός. Κάποιος κύριος θα χτυπάει με σφυρί ένα μάρμαρο. Αποδεικνύοντας σε αυτή την χώρα με αυτή την κυβέρνηση, δέντρα, άνθρωποι και αγάλματα από τύχη υπάρχουν.