Διαλείμματα

Γράφω με δυο σκυλιά κουλουριασμένα στα πόδια μου. Συνήθως κοιμούνται πάνω στη μαξιλάρα τους, αλλά όχι πάντα. Πολλές φορές, όταν τα κοιτώ κρυφά, βλέπω πως έχουν τα μάτια τους μισάνοιχτα και περιμένουν να σηκωθώ, σχεδόν κρατώντας την ανάσα τους. Ξέρουν πως θα καθόμαστε εδώ όλη την ημέρα, αλλά ξέρουν επίσης πως δεν θα καθόμαστε συνέχεια· θα υπάρχουν και διαλείμματα. Λατρεύουν τα διαλείμματα, γιατί τούς αρέσει η ποικιλία. Και έχουμε πράγματι, δόξα τω Θεώ, πολλή ποικιλία στην καθημερινότητά μας.

Μπορεί να πάμε μαζί μέχρι την κουζίνα και ν’ ανοίξουμε το ψυγείο, για παράδειγμα, ή στην άκρη της τραπεζαρίας, έξι βήματα πιο πέρα, για να σύρουμε τη βαριά μπαλκονόπορτα και να βγούμε στο μπαλκόνι. Εκεί θα κάτσουμε λιγάκι και θα χαζέψουμε την κίνηση, ίσως σηκώνοντας την κουκούλα της ζακέτας. Συνήθως πετάνε γλάροι εκεί ψηλά που είμαστε, βιαστικοί σαν να τρέχουν να προλάβουν το λεωφορείο. Πιο κει, είναι ένας χαμηλός λόφος με παλιά μικρά σπίτια. Από κάτω μας, αραγμένες μαούνες. Σε κάποιες από αυτές μένουν άνθρωποι.

Η σαλοκουζίνα, γενικώς, είναι γεμάτη προκλήσεις. Μπορεί να πάμε απλώς μέχρι εκεί πριν ξαναγυρίσουμε στο γραφείο, κι αυτό να έχει ένα σχετικό ενδιαφέρον, μπορεί όμως να βγούμε και βόλτα. Αυτό φυσικά τούς αρέσει ακόμη περισσότερο. Το έξω είναι μια μοναδικότητα, μια συμπυκνωμένη και εντελώς απρόβλεπτη σφαίρα πιθανοτήτων.

Το κάνουμε πέντε φορές την ημέρα, κάθε μέρα, 365 μέρες τον χρόνο, αλλά κάθε φορά είναι σαν να το κάνουμε για πρώτη φορά. Όλα άλλωστε έχουν αλλάξει στη γειτονιά μας, αν το καλοσκεφτείς, κι ας μην έχει σοβαρή κίνηση — είμαστε κάπως απομονωμένα εδώ. Παρά ταύτα, μια καινούργια μυρωδιά, ένα δυσδιάκριτο ίχνος, μια τυχαία συνάντηση, δίνει μια στην πλάτη του κόσμου και τον κάνει να ξεκινά από την αρχή. Είναι ωραία· είναι μέχρι και συναρπαστικά.

Δεν περιμένουμε να δούμε κάτι ή κάποιον. Όχι. Είμαστε ανοιχτοί σε ό,τι τύχει να μας παρουσιαστεί. Σχεδόν, είμαστε ευγνώμονες. Μπορεί να είναι, ας πούμε, ένα άλλο σκυλί και ο άνθρωπός του, γνωστοί μας ή και όχι. Μπορεί τα παιδάκια του παιδικού σταθμού που έχουν βγει για τη βόλτα τους, φορώντας σκουφιά και κρατώντας το καθένα τους κι από έναν λαστιχένιο κρίκο, από αυτούς που είναι προσαρμοσμένοι στο σχοινί που τα βαστά κοντά-κοντά. Μπορεί ο κηπουρός που κάτι μαστορεύει στο πεζοδρόμιο ή σέρνει τους κάδους και τους λέει αγάπες στη γλώσσα του. Ή ένα μπισκότο που θα τους δώσει κρυφά ο θυρωρός. Δεν έχει σημασία τι. Όλα είναι καλοδεχούμενα. Ακόμη και ο καιρός, οι αλλαγές του, η διαδοχή του κρύου με το πολύ κρύο και με τη χειμωνιάτικη ζέστη τα μεσημέρια, ή ο άνεμος που καμιά φορά το παρακάνει εδώ. Το γρασίδι, πάλι, κρύβει άλλες τόσες κι άλλες τόσες εκπλήξεις, κι ας είναι μισοπαγωμένο τέτοια εποχή και χιλιοπατημένο. Όπως και το πλακόστρωτο. Και τα παρκαρισμένα αμάξια: τα ελαστικά τους. Όλα είναι αληθινά, και όλα επιτρέπονται.

Στην επιστροφή, τα δυο τους έχουν και πάλι σηκωμένες τις αντένες τους για τυχόν καινούργιες προκλήσεις, αλλά το βλέπεις πως είναι ήδη συντονισμένα ακριβώς σ’ αυτό: στην επιστροφή. Όλα πήγαν κατ’ ευχήν στην πρόκληση του έξω κόσμου, και έχει πια φτάσει η ώρα για να γυρίσουμε σε οικείο έδαφος. Λίγες γρήγορες ματιές δεξιά και αριστερά. Ένα τελευταίο μαρκάρισμα. Και μετά η πλαϊνή εξώπορτα της πολυκατοικίας, και το ασανσέρ. Έχουν το ύφος παιδιού που μόλις βγήκε από το σινεμά, μαγεμένο μεν αλλά ανίκανο να περιγράψει ακόμη αυτά που είδε και αυτά τα τρομερά που αισθάνθηκε. Είναι σαν παιδιά μπουκωμένα αισθήσεις και συναισθήματα.

Στο σπίτι τούς πλένω καλά τα πόδια τους, και τα οχτώ, σχολαστικά, με το μαντίλι. Ποτέ δεν τους άρεσε αυτό, και εξακολουθεί να μην τους αρέσει, αλλά έτσι πάνε αυτά. Πίνουν νερό, όσο το δικό μου νερό για τον καφέ κοχλάζει στον βραστήρα. Βλέποντάς με να ξεπλένω το κουταλάκι τού νες, πηγαίνουν και τα δυο ξανά στο γραφείο, και πιάνουν τις θέσεις τους, το ένα κολλητά με το άλλο. Η γάτα μας μας κοιτάει από τον καναπέ, με εκείνο το βλέμμα που τα ξέρει όλα: αυτά που έγιναν, κι όλα αυτά που είναι να γίνουν.

Κάθομαι κι εγώ. Πριν πιάσω πάλι τη δουλειά —να μπει άλλη μια λέξη μετά την προηγούμενη, και μετά άλλη μία, και άλλη μία, κι έτσι μέχρι το τέλος—, κοιτάζω το Facebook και το Twitter. Όλα είναι εκεί, όπως τα αφήσαμε. Καλά και κακά, μαύρα και άσπρα και χρωματιστά, γέλια και δάκρυα, ζωή και τέχνη και αγάπη και θάνατος, όλα μαζί. Σαν απρόσμενες, μα παρόμοιες τελικά, συναντήσεις στη βόλτα μας.

Γράφω με δυο σκυλιά κουλουριασμένα στα πόδια μου.