Του Κώστα Μποτόπουλου *
Η κίνηση της διαδικασίας συνταγματικής αναθεώρησης από την κυβέρνηση και προσωπικά από τον πρωθυπουργό ούτε εξέπληξε ούτε έπεισε. Δεν εξέπληξε γιατί είναι πια γνωστή η εργαλειακή και μικροπολιτική χρήση που επιφυλάσσει η παρούσα ομάδα εξουσίας στους θεσμούς και τους νόμους, ακόμα και στον υπέρτατο όλων, το Σύνταγμα: μετά την τυπική έξοδο από τα μνημόνια και εν όψει εκλογών, ήταν αναμενόμενο να επιχειρηθεί να συγκροτηθεί το «αφήγημα» της θεσμικής αναμόρφωσης - λες και οι πολιτικές εξελίξεις είναι γραμμικές και οι θεσμοί δεν έχουν ήδη βαρύτατα τρωθεί από τα κυβερνητικά πεπραγμένα.
Και δεν έπεισε η πρωτοβουλία, όχι μόνο γιατί τη χαρακτηρίζει προχειρότητα και έλλειψη συνοχής, αλλά και γιατί υποκρύπτει σκοπιμότητες εντελώς αντίθετες με τη φύση και τη λογική του Συντάγματος και της αναθεώρησής του.
Πέρα από την ανάλυση των κατ' ιδίων διατάξεων, για τις οποίες έχουμε χρόνο να μιλήσουμε μόλις παρουσιαστούν αναλυτικά, αυτό που έχει σημασία να αναδειχθεί από τώρα είναι ότι η αναθεώρηση χρησιμοποιείται για να κρύψει προβλήματα θεσμών και δημοκρατίας και όχι για να τα βελτιώσει. Την υποστηρίζει μια διπλά παραπλανητική «ιδεολογική» βάση.
Πρώτον, ότι για τα δεινά της χώρας και της «εποχής των μνημονίων» ευθύνεται ένα συνταγματικό πλαίσιο που προωθεί (λόγια του πρωθυπουργού) «την ανεξέλεγκτη κυριαρχία του νεοφιλελευθερισμού», το «οργανωτικό και διοικητικό χάος» και την «αφαίρεση πεδίων από την ύλη της δημοκρατικής σύγκρουσης».
Και δεύτερον, ότι το υπάρχον Σύνταγμα έχει σε τέτοιο βαθμό τη σφραγίδα των «δυνάμεων του παλιού πολιτικού συστήματος» (ενώ οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ προήλθαν από παρθενογένεση), που έχει ανάγκη εκ βάθρων επαναθεμελίωσης, ώστε να «ανταποκριθεί στις μεγάλες τομές και μεταρρυθμίσεις» που αναμένει η χώρα.
Τίποτα ψευδέστερο από όλα τα παραπάνω. Το χάος δεν το έφεραν το Σύνταγμα και οι θεσμοί, αλλά η πρακτική της συγκεκριμένης κυβέρνησης. Δυο μόνο, ανάμεσα στα πολλά, παραδείγματα. Οι επιδόσεις της χώρας μας σε όλους τους τομείς της πραγματικής οικονομίας, με πρώτες την ανταγωνιστικότητα και την επιχειρηματικότητα, υποχωρούν διαρκώς - και γι' αυτό δεν φταίει το Σύνταγμα που οριοθετεί μια χαρά το πλαίσιο της ελεύθερης (και όχι νεο-φιλελεύθερης) οικονομίας, αλλά η κυβέρνηση που κάνει ό,τι μπορεί για να εξουδετερώσει την ανάπτυξη και την ανάκαμψη.
Ακόμα πιο εύγλωττο είναι το απίστευτο φιάσκο της απαξίωσης του Μετρό της Αθήνας, που από πρότυπη δημόσια υπηρεσία έγινε πρώτα μοχλός ταλαιπωρίας και απώλειας εσόδων με την αλλαγή του εισιτήριου και τώρα δεν μπορεί, στην υποτιθέμενη παγκόσμια πρωτεύουσα του τουρισμού, να μεταφέρει κατευθείαν τους τουρίστες στο αεροδρόμιο - απορώ πώς η κυβέρνηση δεν πρότεινε και γι' αυτό συνταγματική αλλαγή.
Όσον αφορά τις αναγκαίες τομές, αυτές όχι μόνο δεν γίνονται μέσω του θεμελιώδους νόμου, αλλά και απαιτούν ένα μίνιμουμ συνεννόησης και συναίνεσης, τις οποίες η κυβέρνηση όχι μόνο δεν προωθεί αλλά προσχεδιασμένα και συστηματικά δυναμιτίζει. Αυτό κάνει και τώρα με την αναθεώρηση: πολώνει, διχάζει και κομματικοποιεί.
Ίσως όχι ακόμα σιδηρούν, το παραπέτασμα που επιχειρεί να ρίξει η κυβέρνηση στα ανομήματά της είναι σίγουρα τοξικό. Γι' αυτό χρειάζεται, κι εδώ, εγρήγορση και άμυνα.
* Αναδημοσίευση από τον Φιλελεύθερο Παρασκευής 2 Νοεμβρίου