Του Γιάννη Παντελάκη
Στην προχθεσινή συζήτηση στη Βουλή, ο πρωθυπουργός επιχείρησε ν'' αναδείξει δυο αντίθετους κόσμους. Να κάνει έναν διαχωρισμό μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και Ν.Δ., μεταξύ Τσίπρα και Μητσοτάκη. Οι διαφοροποιήσεις αυτές, σύμφωνα με τον ίδιο, έχουν ιδεολογικό πρόσημο. Ο χαρακτηρισμός προς τον αντίπαλο που κάνει σαφή αυτόν τον διαχωρισμό περιέχεται στη φράση «ακραία φιλελεύθερος» που του απηύθυνε με αφορμή τις τοποθετήσεις Μητσοτάκη για την ιδιωτική ασφάλιση ή τη ρήτρα μηδενικού ελλείμματος.
Η αλήθεια είναι πως ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης τον βοήθησε σ'' αυτό. Προσπαθώντας να οριοθετήσει το περιεχόμενο της αντιπολίτευσης που θα κάνει, ήταν σαφέστερος από τους προκατόχους του οι οποίοι κινούντο στη λογική «ναι μεν αλλά». Με παραδοσιακούς πολιτικούς όρους με τους οποίους έχουμε μάθει να χαρτογραφούμε τις τάσεις στη συντηρητική παράταξη, ο Μητσοτάκης προτίμησε ν'' αποφύγει να δώσει την εικόνα εκπροσώπου της λεγόμενης λαϊκής δεξιάς και επέλεξε να προσεγγίσει στον χαρακτηρισμό που του πρόσαψε ο Τσίπρας.
Με τον τρόπο αυτό ο πρωθυπουργός έκανε σαφή τον τρόπο με τον οποίο θα πολιτευτεί απέναντι στη νέα ηγεσία της Ν.Δ. Και αυτός είναι η ανάδειξη των δυο (θεωρητικά) αντίθετων ιδεολογικά κόσμων. Υπάρχουν πολλές πιθανότητες η νέα αυτή στρατηγική να έχει την επιδιωκόμενη από τον πρωθυπουργό απήχηση σ'' ένα μέρος τουλάχιστον του εκλογικό του ακροατηρίου. Απήχηση, σε επικοινωνιακό περισσότερο επίπεδο. Και αυτό με την έννοια της ανάγκης αυτοεπιβεβαίωσης ενός κόσμου, ο οποίος εκπαιδεύτηκε πολιτικά με το αντιμνημονιακό αφήγημα του ΣΥΡΙΖΑ και τώρα ταλαντεύεται για το αν το κόμμα που ακολουθεί και το οποίο επικαλείται αριστερό πρόσημο μπορεί παράλληλα να ψηφίζει και υλοποιεί μνημόνια τα οποία δεν έχουν διαφορετικό αποτέλεσμα από τα μνημόνια των άλλων, των φιλελεύθερων.
Υπάρχουν και κάποιες άλλες πιθανότητες ωστόσο. Η ίδια η πραγματικότητα, η εφαρμοζόμενη πολιτική δηλαδή, να κάνει ιδιαίτερα θολό τον επιχειρούμενο από τον πρωθυπουργό διαχωρισμό. Ένα μέρος της κοινωνίας το οποίο είχε υιοθετήσει τη ρητορική των προηγούμενων χρόνων που είχε ακολουθήσει ο ΣΥΡΙΖΑ, να διαπιστώσει πως ο συγκεκριμένος διαχωρισμός είναι ουσιαστικά πλαστός. Όχι για διάφορους νεφελώδεις και απροσδιόριστους λόγους, ούτε για λόγους υπαρξιακών αναζητήσεων. Αλλά επειδή θα κοπούν οι συντάξεις, θα φορολογηθούν με ακόμα σκληρότερο τρόπο, θα διαπιστώσουν ότι ολοκληρώνονται οι ιδιωτικοποιήσεις (ξεπούλημα το έλεγαν) που άρχισαν οι προηγούμενοι ή γιατί η προοπτική τους μοιάζει ακόμα περισσότερο δυσοίωνη.
Φαντάζομαι πως ο συνταξιούχος που θα δει πως μπαίνουν ακόμα λιγότερα χρήματα στον τραπεζικό του λογαριασμό δεν θα το δεχτεί με μικρότερη ενόχληση απ΄ ο,τι στις προηγούμενες περικοπές επειδή η τελευταία έγινε από μια κυβέρνηση που επικαλείται «αριστερό» πρόσημο, ενώ οι άλλες έγιναν από τους φιλελεύθερους, τους δεξιούς κλπ. Το ίδιο φαντάζομαι θα συμβαίνει σε όλα τα επίπεδα εφαρμογής μέτρων του μνημονίου τα οποία άλλωστε σε μεγάλο βαθμό αποτελούν μέτρα που δεν υλοποίησαν οι προηγούμενες κυβερνήσεις. Μέτρα που υπήρχαν και στα προηγούμενα μνημόνια.
Σε μια χώρα που εξακολουθεί να βιώνει μνημόνια, να βρίσκεται σε βαθιά ύφεση, να έχει μια ιδιαίτερα θολή προοπτική για το άμεσο μέλλον και οι συνταγές εξόδου από την κρίση από τα δυο κόμματα εξουσίας να μοιάζουν θεαματικά, οι επιχειρούμενοι από τον πρωθυπουργό διαχωρισμοί έχουν μικρές πιθανότητες να πιάσουν τόπο. Κινούνται στο επίπεδο επιχειρημάτων που είχε χρησιμοποιήσει ο υπουργός Σπίρτζης μερικές εβδομάδες πριν, όταν υπογράφτηκε η πώληση των 14 περιφερειακών αεροδρομίων. Είχε πει ότι υπέγραψε τη σχετική σύμβαση «με πόνο ψυχής»! Η συναισθηματική (αν όχι θεατρική) αυτή προσέγγιση δεν αποτελεί στοιχείο ιδεολογικής διαφοράς ενός κόμματος από ένα άλλο.