Του Γιάννη Παντελάκη
Το σκάνδαλο της Siemens (ένα μέρος του οποίου μας απασχόλησε με την προχθεσινή επ'' αόριστον αναβολή της δίκης), αλλά και εκείνο που αφορά στον τρόπο με τον οποίο ξεκίνησαν και λειτουργούν οι ιδιωτικοί τηλεοπτικοί σταθμοί (που μας απασχολεί εδώ και μήνες) έχουν παρελθόν. Και μέσα από αυτό το παρελθόν που ξεκινάει πριν από 27-28 χρόνια, μπορεί κάποιος να κατανοήσει μια από τις βασικές αιτίες της πολύμορφης κατάρρευσης της χώρας που βιώνουμε σήμερα. Το πιο ενδιαφέρον είναι, πως και οι δυο αυτές υποθέσεις, έχουν έναν σχεδόν διακομματικό χαρακτήρα!
Το 1989 ο νόμος 1866 έρχεται να δώσει το πράσινο φως για την λειτουργία των ιδιωτικών τηλεοπτικών σταθμών. Το άρθρο 4 του νόμου αυτού περιελάμβανε μια πρόβλεψη η οποία αποδείχτηκε σχεδόν καταστροφική. Τις άδειες θα τις έπαιρναν αυτοί οι οποίοι «είχαν εμπειρία και παράδοση στα Μέσα Ενημέρωσης». Ποίοι είχαν αυτή την εμπειρία και παράδοση; Οι τότε πανίσχυροι εκδότες εφημερίδων οι οποίες είχαν τεράστιες κυκλοφορίες και ανάλογα μεγάλη επιρροή στην κοινωνία και το πολιτικό προσωπικό. Τα γνωστά συγκροτήματα τύπου τα οποία καμία σχέση δεν έχουν με τα σημερινά σχεδόν πτωχευμένα «μαγαζιά».
Η κυβέρνηση Τζανετάκη (Ν.Δ.-ΣΥΝ) με την σύμφωνη γνώμη του ΠΑΣΟΚ αποφάσισαν να ενισχύουν την επιρροή αυτή λίγων μετρημένων στα δάκτυλα βαρώνων. Η δύναμή τους πολλαπλασιάστηκε, δημιουργήθηκαν σχεδόν μονοπωλιακές διαστάσεις και ουσιαστικά τα χρόνια που ακολούθησαν το πολιτικό σύστημα συναλλασσόταν μαζί τους. Μοναδική εξαίρεση της σχεδόν διακομματικής τότε παράδοσης των τηλεοπτικών σταθμών στους εκδότες, ο Κ.Στεφανόπουλος, τότε πρόεδρος ενός μικρού δεξιού κόμματος (ΔΗΑΝΑ) και μετέπειτα πρόεδρος της Δημοκρατίας ο οποίος ζήτησε να ψηφιστεί διάταξη με την οποία ν απαγορεύεται στους εκδότες να χορηγούνται άδειες. Τα τρία κόμματα τον αγνόησαν, ο νόμος ψηφίστηκε, οι άδειες δόθηκαν στους εκδότες οι οποίοι μετατράπηκαν σε πανίσχυρους εξωθεσμικούς παράγοντες με ο,τι αυτό σημαίνει.
Ανάλογα χαρακτηριστικά είχε και το μεγάλο σκάνδαλο της Siemens και ειδικότερα της σύμβασης μεταξύ του κρατικού τότε ΟΤΕ, της Siemens και της Intracom του επιχειρηματία Κόκκαλη. Το 1989 ένας εισαγγελέας ματαίωσε τη σύμβαση που είχε υπογραφεί ήδη και αφορούσε σε ψηφιακά κυκλώματα και παροχές. Ωστόσο, λίγο αργότερα, επί των ημερών της οικουμενικής κυβέρνησης Ζολώτα, οι τρεις πολιτικοί αρχηγοί (Μητσοτάκης, Παπανδρέου, Φλωράκης), έδωσαν το πράσινο φως για την πολυσυζητημένη σύμβαση.
Για το τι ακριβώς συνέβη τότε, έχουν γραφτεί πολλά. Μια εκδοχή (η οποία ωστόσο είναι δύσκολο να επιβεβαιωθεί) είναι αυτή που έδωσε το 2009 ο τότε βουλευτής του ΣΥΝ Περ.Κοροβέσης. Ο,τι δηλαδή και η Αριστερά όπως είπε πήρε τότε χρήματα από την Siemens ! Το διέψευσαν οργισμένα και ο Λ.Κύρκος και το ΚΚΕ. Μια δεύτερη εκδοχή, είχε εμφανίσει ο υπουργός Μεταφορών της Οικουμενικής Γ.Κεφαλογιάννης και με δημόσιες δηλώσεις του και με καταθέσεις σε εξεταστική επιτροπή της Βουλής. Αναφερόμενος στην σύμβαση, είχε πει οτι δεν περιελάμβανε την καλύτερη τεχνολογία και είχε διπλάσια τιμή απ'' ότι στην διεθνή αγορά και ο ίδιος εισηγήθηκε να πραγματοποιηθεί διαγωνισμός το οποίο ανέλαβαν τρεις υπουργοί. Ο ίδιος, ο Γεννηματάς και ο Θέμελης. Στην συνέχεια ωστόσο-είπε ο Κεφαλογιάννης-αντί να γίνει διαγωνισμός οι τρείς αρχηγοί πήραν την προαναφερόμενη απόφαση.
Υπάρχουν πολλές ακόμα εκδοχές. Το σίγουρο είναι πως οι τρεις αρχηγοί επικύρωσαν την σύμβαση. Επίσης σίγουρο, ότι οι ανάρμοστες σχέσεις της πανίσχυρης Γερμανικής εταιρείας με σημαντικό μέρος του Ελληνικού πολιτικού προσωπικού, συνεχίστηκαν. Η υπόθεση που προχθές αναβλήθηκε, είναι ένα μέρος του μεγάλου σκανδάλου.
Οι δυο ιστορίες δεν έχουν μόνο ιστορικό ενδιαφέρον. Αλλά και απόλυτα διδακτικό για το σήμερα...