Για μία σειρά από λόγους, χθες άργησα πολύ να ξεκινήσω το γράψιμο αυτού του σημειώματος· ή οποιουδήποτε άλλου σημειώματος δηλαδή, καθώς απλούστατα δεν έβρισκα θέμα για να γράψω και, μη βρίσκοντας θέμα, δεν ήξερα τι θα προέκυπτε εντέλει. Το έχω ξαναπεί: τουλάχιστον το 50% του χρόνου που απαιτείται για μία στήλη σαν κι αυτήν αναλίσκεται στις προσπάθειες να βρεις για ποιο πράγμα θα γράψεις.
Όταν στερεύεις από ιδέες, και βλέπεις και την τράπεζα θεμάτων που κάπου, κάπως διατηρείς, να είναι στερεμένη κι αυτή, κάνεις την καρδιά σου πέτρα και επιλέγεις κάτι από την επικαιρότητα. Αλλά δεν πετυχαίνει πάντα. Και έπειτα ξέρεις πως άλλοι, άξιοι συνάδελφοι, και εν πολλοίς πιο ειδικοί, θα το κάνουν πολύ καλύτερα από εσένα. Δεδομένου δε ότι η παρούσα στήλη δεν πολυασχολείται πια με τα θέματα της τρέχουσας πολιτικής (είμαστε φιλοκυβερνητικοί και δεν το κρύβουμε, οπότε δεν θέλουμε να γράφουμε για το έργο ή το μη έργο της κυβέρνησης — καθώς έχουμε άσχημη γνώμη για το πρώτο και πάρα πολύ άσχημη για το δεύτερο), τα περιθώρια στενεύουν.
Μολαταύτα: επικαιρότητα. Δηλαδή τι; Να έγραφα για την πρόσληψη της ποίησης της Δημουλά από το κοινό των social media; Μάλλον όχι, γιατί δεν έχω μεγάλη και ευρεία timeline και δεν παρακολούθησα το θέμα. Είδα μόνο κάτι αντιδράσεις επί κάποιων άλλων αντιδράσεων, οι περισσότερες μάλιστα εμφανώς ψευδείς, πράγματα που γράφονται για να γράφονται για να χτιστεί ένα άλφα προφίλ, άρα στην ουσία τίποτε. Για τους πλούσιους που πατάνε κόσμο με τα αμάξια τους; Δεν είναι θέμα αυτό, δεν ισχύει, τα αυτοκινητικά δυστυχήματα είναι υπερταξικά. Επιπροσθέτως δε, δεν οδηγώ καν, οπότε δεν είμαι και ο πιο κατάλληλος να μιλώ για οδηγική συμπεριφορά. Με τα του ΣΥΡΙΖΑ έπαψα να ασχολούμαι από τις εκλογές, οπότε…
Οπότε; Οπότε έμεινα χωρίς θέμα.
Έτσι, κάποια στιγμή εξέφρασα δημόσια το παράπονό μου, και έλαβα μια άλφα βοήθεια από τους φίλους μου. Κάποιος είπε να μιλήσω για τον κορονοϊό, για τον οποίο όμως μιλήσαμε ήδη με τη συνδρομή ενός γιατρού —εγώ ο ίδιος δεν ξέρω να ξεχωρίζω ένα κρύωμα από μια ίωση—, κάποιος άλλος για τον αντικαπνιστικό —μα ζω στο εξωτερικό και δεν έχω ιδέα για την πλήρη ή μη εφαρμογή του στην Ελλάδα έστω και σε ένα ή δυο μαγαζιά— και καναδυό, αστειευόμενοι, με παρότρυναν να γράψω για την ομάδα μου, τον Άρη.
Και όντως θυμήθηκα πως το είχα πράγματι σκοπό να γράψω για την ομάδα μου, τον Άρη. Το ανέβαλλα όμως διαρκώς, σκεπτόμενος ότι το καλύτερο θα ήταν να ανέβαζα ένα υμνητικό κείμενο όταν θα πάρουμε το Κύπελλο, κάπου τον Μάη. Πράγμα που θα κάνω, πράγματι. Αλλά, μιας και η ώρα πιέζει, θα το κάνω (περίπου) και τώρα. Όμως δεν θα μιλήσω για τον Άρη ακριβώς, θα πω μόνο δυο λόγια για τους συνοπαδούς μου — και δη για τους συνοπαδούς μου σε σχέση με τους οπαδούς του συμπολίτη. Θα πω ότι τους λέμε Τούρκους. Σήμερα. Ακόμα. Σαν βρισιά. Σαν έναν υποτιμητικό, απαξιωτικό χαρακτηρισμό.
Τώρα, εγώ αντιμετωπίζω μεγάλο συνειδησιακό, και όχι μόνο, πρόβλημα με αυτό, γιατί προφανώς δεν θεωρώ το «Τούρκος» βρισιά. Γιατί (μαντέψτε) δεν είναι. Όπως δεν είναι και το «Έλληνας», και το «Γερμανός», και το «Αφγανός», και το «Αμερικανός», και το «Βενεζολάνος». Αναγνωρίζοντας μάλιστα το πόσες και πόσο μεγάλες δυσκολίες εγκατάστασης, ένταξης και σταδιακής αφομοίωσης αντιμετώπισαν οι χιλιοταλαίπωροι πρόσφυγες από την Κωνσταντινούπολη στη γενέτειρά μου —αλλά και όπου αλλού τούς πέταξε η μοίρα: ας μου συγχωρεθεί το μελό, αν δεν είναι κόπος—, τρελαίνομαι που ακόμη και σήμερα, εκατό χρόνια μετά, δεν φαίνεται να έχει αλλάξει τίποτε. Τίποτε. Οι άνθρωποι αυτοί, που εδώ και τρεις-τέσσερις γενιές είναι γηγενείς όσο δεν πάει, εξακολουθούν να είναι ξενομερίτες: ξένοι. Προσοχή: δεν εννοώ πια καν τους ίδιους τους οπαδούς του αντιπάλου σωματείου. Ενός σωματείου που, ειρήσθω εν παρόδω, απεχθάνομαι με όλη μου την ψυχή, αν και ο συνονόματος και αγαπημένος παππούς μου ήταν από τα ιδρυτικά του μέλη και φόρεσε και τιμητικά την απεχθή φανέλα, ενώ και ο πατέρας μου είναι οπαδός του. Όχι. Αν μη τι άλλο, οποιοσδήποτε μπορεί να είναι οπαδός οποιασδήποτε ομάδας ανεξαρτήτως καταγωγής, και άλλωστε απειράριθμοι Κωνσταντινουπολίτες είναι Αρειανοί. Όχι. Αυτή η ιδέα της «μολυσματικής καταγωγής» περνά πλέον από τα χρώματα της ομάδας στον «φορέα» της — σαν ιός. Μιλώ δηλαδή για αυτή καθαυτήν την έννοια του «Άλλου». Ο ξένος, αντί να είναι ιερός, είναι και παραμένει ες αεί ξένος — και, κατ’ αυτά, είναι εχθρός, είναι μιαρός, είναι κατώτερος.
Φανταστείτε τώρα πού διάολο πατάει όλη αυτή η εχθρότητα των μη επαρκούς, για να μην πω συφοριασμένης, εκπαιδεύσεως συμπολιτών μας απέναντι στους ανθρώπους του καλού Θεού που την τελευταία πενταετία θαλασσοδέρνονται και θαλασσοπνίγονται με τα σαπιοκάικα των διακινητών για να πιάσουν σε κανένα νησί μας μπας και βρουν μια καλύτερη μέρα στην Ευρώπη — στην Ευρώπη, ούτε καν στην Ελλάδα, εμείς είμαστε η είσοδος μονάχα: δεν μας θέλουν, τι να μας κάνουν — εδώ δεν μας θέλουμε εμείς, θα μας θέλουν οι ξένοι;
Εν πάση περιπτώσει, αυτά. Ίσως επανέλθουμε στο θέμα — είναι πελώριο.
ΥΓ1. Αλλά και μια επισήμανση, δίκην υστερογράφου. Το «Τούρκος» είναι ταυτόχρονα παλιό και σχετικώς πρόσφατο. Επανέκαμψε προ δύο δεκαετιών περίπου, καθώς για πολλά χρόνια είχε αντικατασταθεί με το «Γύφτος». Ναι, ναι: είναι σαφές σημάδι πως ο αντιτουρκισμός μας θεριεύει, μην έχετε αμφιβολία. Και θεριεύει γιατί χάνουμε ολοένα την όποια πίστη είχαμε στον εαυτό μας. Από την άλλη, φαντάσου: οι ίδιοι αυτοί άνθρωποι, οι αντίπαλοι των γηπέδων, εμάς —σε μια πόλη που έφαγε το ίδιο της το παρελθόν— μας έλεγαν «Εβραίους». Χωρίς να ανατριχιάζουν, και υποτιμητικά. Ενώ βέβαια η λέξη είναι τιμή και είναι παράσημο. Ειδικά για έναν Σαλονικιό.
ΥΓ2. Τα παραπάνω δεν αφορούν όλους τους συνοπαδούς μου, ασφαλώς. Αλλά μία όχι ευάριθμη μερίδα. Μεταξύ δε αυτών, πού και πού και εμένα.