Του Κυριάκου Αθανασιάδη
Όπως διαβάζουμε στα σχετικά δελτία και ρεπορτάζ του εξειδικευμένου Τύπου, μολονότι την τελευταία δεκαετία οι θέσεις εργασίας στις ΗΠΑ αυξήθηκαν συνολικά κατά 5,4%, στον τομέα των βιβλιοπωλείων και των πρακτορείων Τύπου διαπιστώθηκε μία πελώρια συρρίκνωση: είχαμε πτώση των θέσεων εργασίας κατά 44,3%. Τέτοια μεγάλα ποσοστά πτώσης της απασχόλησης βλέπουμε σε όλο το εύρος της εκδοτο-εκτυπωτικής βιομηχανίας: οι χονδρέμποροι βιβλίων και περιοδικών έχασαν το 37,6% του προσωπικού τους, οι εκδότες παραδοσιακών εφημερίδων το 50,3% των δημοσιογράφων τους, οι εκδότες διαφημιστικών δελταρίων και εκπτωτικών κουπονιών το 56% των υπαλλήλων τους κ.ο.κ. Από την άλλη, στο ίδιο χρονικό διάστημα και στις ίδιες δουλειές, οι μισθοί αυξήθηκαν κατά 22,5%, προσεγγίζοντας τα 2.900 ευρώ μηνιαίως κατά μέσο όρο σήμερα.
Ο λόγος για τη μείωση του προσωπικού κάθε βαθμίδας στον χώρο των εκδόσεων είναι προφανής, είναι γνωστός και είναι ένας: το ίντερνετ. Κανείς πλέον δεν δίνει σημασία σε έναν διαφημιστικό φάκελο που έρχεται σπίτι του, κανείς δεν χρειάζεται έναν Χρυσό Οδηγό (για την ακρίβεια: είναι σκανδαλώδες να υπάρχουν ακόμη Χρυσοί Οδηγοί), ενώ τα μέσου μεγέθους βιβλιοπωλεία δεν μπορούν να έχουν τις ίδιες προσφορές με τα ηλεκτρονικά. Εδώ και χρόνια, πόσο δε μάλλον σήμερα, οποιοσδήποτε διαθέτει μία σύνδεση με το ίντερνετ έχει άπειρες πληροφορίες στα χέρια του, είτε αυτές είναι οι ειδήσεις για το τσουνάμι στην Ινδονησία ή για την αισχρή εμμονή του Τραμπ με το Μεξικανικό Τείχος, είτε αφορούν εμπορικές και καταναλωτικές προσφορές πάσης φύσεως. Και είναι τόσο πραγματικά πολλές, ποικίλες και φτηνότερες αυτές οι πληροφορίες και προσφορές, που δύσκολα θα τις παραμερίσει για να επιστρέψει σε ένα «κλασικό» πρότυπο.
Παρά ταύτα, στις ίδιες έρευνες βλέπουμε και κάτι άλλο. Κάτι εκ πρώτης όψεως παράδοξο. Μολονότι οι εκδότες εφημερίδων έχασαν συνολικά το 50,3% του προσωπικού τους όπως είπαμε, ή με άλλα λόγια τους μισούς υπαλλήλους τους, οι «New York Times» ΑΥΞΗΣΑΝ το προσωπικό τους από 1.100 το 2014 σε 1.500 σήμερα: +37%! Το ίδιο και η «Washington Post»: το 2013 δεν απασχολούσε περισσότερους από 500 δημοσιογράφους, το 2016 προστέθηκαν στο δυναμικό της άλλοι 100, και σήμερα έφτασε να μισθοδοτεί 825: +65%! Η αυξητική αυτή πορεία μάλιστα θα συνεχιστεί και την επόμενη πενταετία, όπως μαρτυρούν όλοι οι δείκτες.
Τι συμβαίνει με αυτά τα δύο εμβληματικά φύλλα, αλλά και με πολλές άλλες εφημερίδες και περιοδικά;
Για να το πούμε εντελώς συνοπτικά, πάνω-κάτω συμβαίνει το εξής: τα ποικίλα μοντέλα συνδρομών που προσφέρουν στο αναγνωστικό κοινό βρίσκονται σε τρομερή άνθηση. Και μάλιστα δεν έχουν φτάσει στο ζενίθ τους. Όπως λένε οι ειδικοί, ακόμη δεν είδαμε τίποτε: υπάρχει τεράστιο περιθώριο πολύ μεγαλύτερης ανόδου. Οι συνδρομητές της ηλεκτρονικής έκδοσης, των podcast, των newsletter, των (ψηφιακών πάντα) ενθέτων κλπ. κλπ. θα αυξηθούν μέσα στα επόμενα χρόνια εκθετικά. Χάρη μάλιστα σε αυτή την ψηφιακή χείρα βοηθείας, θα ισχυροποιηθεί και το χάρτινο φύλλο.
Και, ξαναλέμε, αυτό δεν αφορά μόνο κολοσσούς όπως οι δύο προαναφερθέντες. Αυτό που «ξέρουν» οι αναλυτές είναι ότι το χαμένο 50% των δημοσιογράφων της τελευταίας δεκαετίας μπορεί και να υπερκαλυφθεί την αμέσως επόμενη. Ήδη, εξειδικευμένα έντυπα, από κόμικς μέχρι φιλοσοφικά περιοδικά και από «βαριές» λογοτεχνικές επιθεωρήσεις μέχρι εκδοτικούς οίκους κλασικών τίτλων, πειραματίζονται με νέους τρόπους προώθησης για να αυξήσουν την παραδοσιακή ή τη νέα, ψηφιακή, κυκλοφορία τους, προσπαθώντας να προσφέρουν ποιοτικό, πρωτότυπο περιεχόμενο υψηλού επιπέδου. (Το ίδιο, αναλογικά, ισχύει και για τον «Φιλελεύθερο» και το Liberal: αλλά, για αυτά, σε επόμενο σημείωμα).
Παρόμοιες ιστορίες επιτυχίας με τους ΝΥΤ ή την Post διαπιστώνονται και στον βιβλιοπωλικό χώρο: ενώ ολόκληρες αλυσίδες «φυσικών» καταστημάτων αγωνίζονται, με μεγαλύτερη ή μικρότερη επιτυχία, να επιβιώσουν απέναντι στους ηλεκτρονικούς κολοσσούς λιανικής πώλησης όπως η Amazon, μία μεγάλη, ανθούσα και επεκτεινόμενη αγορά ανεξάρτητων βιβλιοπωλείων, παλαιοτέρων αλλά και νέων, τα πάει αντιθέτως (και όχι πέραν πάσης προσδοκίας) πολύ καλά.
Εκατοντάδες από αυτά έχουν επενδύσει στην προβολή τους μέσω των social media, από τα οποία αντλούν το ενθουσιώδες κοινό τους. Δεν είναι λίγα αυτά που είδαν τις πωλήσεις τους να αυξάνουν δυναμικά, «απλώς» και μόνο επειδή έφτιαξαν έναν (έξυπνο, αξιοπρεπή, όμορφο, πρωτότυπο και άρα επιτυχημένο) λογαριασμό στο Instagram. Δεν είναι καθόλου λίγα, επίσης, όσα εξειδικεύτηκαν σε έναν τύπο βιβλίου, ή σε παρόμοιους, γειτνιάζοντες τύπους, ή σε μία concept παρουσίαση των διαθέσιμων τίτλων τους, ή στη μετατροπή τους από βιβλιο-καφέ σε κάτι πιο «ζωντανό», πιο σύγχρονο, πιο θελκτικό και πιο κοντά στους πελάτες τους.
Αυτή η διττή εικόνα πτώσεως και ανόδου στον χώρο των εκδόσεων θα εξακολουθήσει να είναι ή ίδια με την τωρινή και την αμέσως προσεχή περίοδο, καθώς βρισκόμαστε ακόμη, και θα βρισκόμαστε επί πολύ, σε μία μεταβατική εποχή. Και αυτό δεν ισχύει μόνο για την Αμερική βέβαια, αλλά για όλο τον κόσμο — και φυσικά και για την Ελλάδα. Είναι αναπόφευκτο, και κανείς δεν μπορεί (ούτε πρέπει) να του αντισταθεί. Αντιθέτως: κανείς οφείλει να εκμεταλλευτεί κάθε ευκαιρία που παρουσιάζεται σήμερα, και που πρόκειται να εμφανιστεί αύριο και στο εγγύς μέλλον. Κανείς μάλιστα οφείλει ακόμη και να προβλέψει κάποιες από τις αλλαγές — και να επενδύσει σε αυτές. Ο κόσμος, η αγορά, οι κοινωνίες, επαναλαμβάνουμε, δεν είναι στατικές: παρά τα όσα λένε οι κρατιστές (για να θυμηθούμε και τους δικούς μας κυβερνώντες…), δεν ζούμε σε ένα είδος Μεσαίωνα. Αλλά σε μία διαρκή Αναγέννηση.
Κλείνοντας αυτό το σημείωμα, και μιλώντας μόνο για τον τομέα μου, τα βιβλία, ας μου επιτραπεί να πω για πολλοστή φορά —η πρώτη ήταν στις αρχές της χιλιετίας…— ότι το μέγεθος της εγχώριας αγοράς, της ελληνικής, που είναι συνάρτηση του πληθυσμού της χώρας και της αναγνωστικής του κουλτούρας, δεν είναι τέτοιο που να μπορεί να στηρίξει πάνω από μία αλυσίδα μεγάλων καταστημάτων. (Για να πω την αλήθεια, στις αρχές της χιλιετίας ισχυριζόμουν ότι μπορεί να στηρίξει δύο αλυσίδες: έπεσα έξω). Ούτε περισσότερους από πέντε ή έξι, ή πάντως μετά βίας δέκα, μεγάλους και πολυθεματικούς εκδοτικούς.
Μπορεί όμως να στηρίξει μία μεγάλη σειρά από υγιείς οίκους και υγιή βιβλιοπωλεία, που θα ξεχωρίζουν το καθένα τους για διαφορετικούς λόγους: είτε για το είδος των τίτλων που θα εκδίδουν και πουλάνε, είτε για τον τρόπο παρουσίασης, είτε για την πολιτική τιμών που θα ακολουθούν, είτε γιατί επέλεξαν πρόσφορους τρόπους προσέλκυσης κοινού, είτε γιατί προσέλαβαν το κατάλληλο προσωπικό — o altra cosa. Μιλάμε βέβαια για μικρές, «οικογενειακού» τύπου επιχειρήσεις τις περισσότερες φορές. Αλλά πάντα, και παντού, έτσι ήταν με τις εκδόσεις και τα βιβλιοπωλεία.
Αυτά για την ώρα. Να είστε καλά — και να διαβάζετε: εφημερίδες, περιοδικά και βιβλία. Κάνουν καλό. Σε εσάς. Στη χώρα. Σε όλους.