Η πρωτόγνωρη κατάσταση που βιώνουμε λόγω της πανδημίας έχει προεκτάσεις που αρκετοί παραβλέπουν. Ο εγκλεισμός, ως μέτρο προστασίας της υγείας, είναι αναγκαίος. Όμως, για ορισμένους μετατρέπεται από ασφαλές καταφύγιο σε επώδυνη απομόνωση. Δυστυχώς, στη διάρκεια της πανδημίας, η ενδοοικογενειακή βία αυξήθηκε δραματικά. Τα περιστατικά κακοποίησης παιδιών και γυναικών έγιναν σχεδόν καθημερινό φαινόμενο, καθώς η υποχρεωτική συνύπαρξη θύτη και θύματος στον ίδιο χώρο, για πολλές ημέρες, ενέτεινε το πρόβλημα. Μάλιστα, η ψυχολογική πίεση λόγω του αναγκαστικού εγκλεισμού, οι οικονομικές δυσκολίες που προέκυψαν λόγω του lockdown και οι φοβίες εξαιτίας της εξάπλωσης του κορωνοϊού δυσχέραναν ακόμα περισσότερο την κατάσταση.
Τα στοιχεία είναι αποκαλυπτικά. Στην «καρδιά» του ανοιξιάτικου εγκλεισμού, το μήνα Απρίλιο, η γραμμή SOS 15900 που δέχεται τηλεφωνικές καταγγελίες για περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας και ψυχολογική υποστήριξη έλαβε συνολικά 1769 κλήσεις. Τον αμέσως προηγούμενο μήνα, δηλαδή το Μάρτιο, ο αριθμός των κλήσεων ήταν μόλις 325. Με βάση τα αναλυτικά στοιχεία της Γενικής Γραμματείας Οικογενειακής Πολιτικής και Ισότητας των Φύλων, το 61% των περιστατικών αφορούσε βία σε βάρος συντρόφων και συζύγων, ενώ το 10% αφορούσε κακοποίηση παιδιών. Τα αρνητικά «πρωτεία» στις κλήσεις ανήκουν στις γυναίκες ηλικίας 40 – 54 ετών. Η κατάσταση είναι ανησυχητική ακόμα και τον Οκτώβριο, καθώς 622 πολίτες κάλεσαν τη γραμμή SOS, αριθμός διπλάσιος από το μηνιαίο μέσο αριθμό κλήσεων.
Τα ίδια συμβαίνουν σε ολόκληρο τον κόσμο. Οι συνθήκες καραντίνας ανάγκασαν πολλές γυναίκες και παιδιά να παραμείνουν παγιδευμένα στο ίδιο σπίτι με τους κακοποιούς τους. Ευτυχώς, στην Ελλάδα σήμερα λειτουργούν αποτελεσματικά 42 συμβουλευτικά κέντρα και ξενώνες δωρεάν φιλοξενίας για κακοποιημένα άτομα. Ειδικά στον καιρό της πανδημίας, με πρωτοβουλία του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη, ξεκίνησε νέα καμπάνια ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης, με στόχο την παρότρυνση των θυμάτων να μιλήσουν ανοιχτά. Επίσης, ιδρύθηκαν νέα προσωρινά καταλύματα και ενισχύθηκε η ιατρική φροντίδα.
Πάντως, η ισότητα παραμένει ακόμα ζητούμενο. Οι διακρίσεις φύλου υπάρχουν παντού: στο σπίτι, στο σχολείο, στην εργασία, στην κοινωνική ζωή. Μαζί υπάρχουν και όλα εκείνα τα στερεότυπα που τις συντηρούν και συνάμα τις επικαιροποιούν.
Το Συμβούλιο της Ευρώπης, ο οργανισμός που προστατεύει κατεξοχήν τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις δημοκρατικές ελευθερίες, έχει συνεισφέρει στην ευρωπαϊκή έννομη τάξη ένα πανίσχυρο όπλο για την προστασία από τη βία: τη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης. Πρόκειται για την πρώτη ευρωπαϊκή συνθήκη που εναντιώνεται στην έμφυλη και την ενδοοικογενειακή βία. Τα κράτη που επικύρωσαν τη Σύμβαση, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας, έχουν την υποχρέωση να προστατεύουν και να υποστηρίζουν τα θύματα, καθώς και να προσφέρουν στους πολίτες υπηρεσίες, όπως ανοιχτές τηλεφωνικές γραμμές, ξενώνες κακοποιημένων ατόμων, ιατρική βοήθεια, συμβουλευτική και νομική συνδρομή. Δυστυχώς, υπάρχουν ακόμα χώρες της Ε.Ε. που δεν την έχουν επικυρώσει, όπως η Βουλγαρία, η Ουγγαρία, η Λιθουανία, η Τσεχία και η Σλοβακία. Αξίζει να σημειωθεί ότι ούτε το Ηνωμένο Βασίλειο την έχει θέσει σε ισχύ, αν και την έχει υπογράψει από το 2012.
Στο πεδίο της νομικής προστασίας, η χώρα μας βρίσκεται σε πολύ καλό επίπεδο. Η ισχύς της Σύμβασης στην Ελλάδα από το 2018 έχει επιφέρει την αναγνώριση όλων των μορφών βίας. Για παράδειγμα, αναγνωρίζεται η οικονομική βία, δηλαδή η στέρηση της γυναίκας από χρήματα επειδή ο σύζυγος ή ο σύντροφός της διαχειρίζεται το εισόδημά της αυθαίρετα. Επιπλέον, η Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης δημιουργεί πλαίσιο προστασίας από την επίμονη παρακολούθηση και την παρενόχληση. Καταδικάζει πράξεις, όπως το trafficking και τον εξαναγκαστικό γάμο. Ακόμα περισσότερο, ακυρώνει την παλιά διάταξη που έλεγε ότι, στην περίπτωση αποπλάνησης παιδιού, δεν ασκείται ποινική δίωξη, εφόσον επακολούθησε γάμος μεταξύ του δράστη και του θύματος. Πρακτικά, λοιπόν, η Σύμβαση εκσυγχρονίζει το πλαίσιο διαφύλαξης των ατομικών δικαιωμάτων και διαμορφώνει ένα ισχυρό πλέγμα προστασίας κατά της βίας, ιδίως εκείνης που στρέφεται εναντίον ανηλίκων και γυναικών.
Πράγματι, ο αναγκαστικός εγκλεισμός εξαιτίας της παρούσας πανδημίας έχει βγάλει στην επιφάνεια νοσηρές καταστάσεις που ενδεχομένως υπό κανονικές συνθήκες να χρειαζόταν περισσότερος χρόνος για να αναδειχθούν. Το ζήτημα είναι να αντιμετωπίσουμε ως κοινωνία το πρόβλημα στη ρίζα του. Το νομοθετικό πλαίσιο είναι απαραίτητο, όμως δεν αρκεί μόνο αυτό. Η κύρια αιτία του κακού είναι τα έμφυλα στερεότυπα, πολλά από τα οποία καλλιεργούνται στους ανθρώπους από την παιδική ηλικία. Για να καταρριφθούν αυτά τα στερεότυπα, χρειάζεται συλλογική ωριμότητα. Η ενημέρωση, η ευαισθητοποίηση και η εκπαίδευση της κοινωνίας είναι αναγκαία.
*Ο Τάσος Χατζηβασιλείου είναι βουλευτής Σερρών της ΝΔ, μέλος της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του Συμβουλίου της Ευρώπης, Δρ. Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.