Εντάξει. Οι θέσεις της «ανάλγητης, παράνομης κυβέρνησης της Δεξιάς του '50» μας είναι σαφείς. Θέλει να καταστείλει όλες τις εστίες ανομίας και ιδιαίτερα στους χώρους που είναι αδιανόητο να υπάρχουν, ώστε να εμπεδωθεί στους πολίτες το αίσθημα της ασφάλειας και της εμπιστοσύνης απέναντι σε ένα Κράτος που θα λειτουργεί σύμφωνα με τη θεμελιώδη αρχή του δημοκρατικού πολιτεύματος που δεν είναι άλλη από αυτή τη φράση: στις δημοκρατίες ή πείθεις την πλειοψηφία για τις θέσεις σου ή υπακούς. Ένα κράτος που αυτό και μόνον αυτό αλλά υπό πολύ αυστηρές προϋποθέσεις διατηρεί το μονοπώλιο της βίας.
Άλλωστε το αίτημα για ασφάλεια και τάξη ήταν μία από τις τρεις κεντρικές προεκλογικές υποσχέσεις της Νέας Δημοκρατίας. Της Νέας Δημοκρατίας που θυμίζουμε ότι αναδείχθηκε από τους πολίτες ως η αυτοδύναμη κυβέρνηση της χώρας, άσχετα αν κύκλοι προσκείμενοι στην αντιπολίτευση τη χαρακτηρίζουν «χουντική».
Μας είναι σαφές λοιπόν τι θέλει η κυβέρνηση. Αυτό που αδυνατούμε να καταλάβουμε είναι τι ακριβώς θέλει ο ΣΥΡΙΖΑ και τι ακριβώς υποστηρίζει στο θέμα που έχει ανακύψει με την υπό ανέγερση βιβλιοθήκη του ΑΠΘ. Ο ΣΥΡΙΖΑ αποφεύγει να πάρει σαφή θέση στο ερώτημα αν πρέπει να γίνει εκεί η βιβλιοθήκη. Κάποια από τα θεωρούμενα και σοβαρά στελέχη του μάλιστα μας είπαν ότι οι βιβλιοθήκες είναι έργα που απαιτούν μελέτη δεκαετιών. Μήπως η υπό ανέγερση βιβλιοθήκη δεν έχει μελετηθεί αρκετά; Μήπως χτίζεται χωρίς σχεδιασμό; Όποιος παρακολουθεί τις δημόσιες τοποθετήσεις του προέδρου και των στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να απαντήσει με βεβαιότητα στα εύλογα αυτά ερωτήματα.
Σε προηγούμενο άρθρο μας για το θέμα είχαμε υποστηρίξει την άποψη ότι είναι αδιάφορο πως θέλει να χρησιμοποιήσει η πρυτανεία του ΑΠΘ το χώρο που τελούσε υπό κατάληψη. Τα πανεπιστήμια πρέπει να εφαρμόζουν τις αποφάσεις των διοικήσεων τους κι αν η διοίκηση του ΑΠΘ έκρινε ότι το συμφέρον του ιδρύματος το υπηρετούσε καλύτερα ένα νυχτερινό κέντρο θα έπρεπε να προχωρήσει χωρίς να λογοδοτήσει στο ΚΚΕ και τον ΣΥΡΙΖΑ γι αυτό.
Το εντυπωσιακό βέβαια στην ιστορία αυτή παραμένει η απόσταση που διατηρούν από την πραγματικότητα. Εμείς, δεν θα σχολιάσουμε την τελευταία δημοσκόπηση που θέλει το 62,1% του δείγματος υπέρ της πανεπιστημιακής αστυνομίας γιατί βαριόμαστε να διαβάζουμε περί στημένων δημοσκοπήσεων. Θα θυμίσουμε απλώς στον κ.Τσίπρα ότι ήταν ακριβώς πριν από τρία χρόνια, στις Ευρωεκλογές του 2019, όταν του ήρθε η «κεραμίδα» του εκλογικού αποτελέσματος γιατί δεν πίστευε στις δημοσκοπήσεις και εν βρασμώ το βράδυ των εκλογών παραιτήθηκε για να το μετανιώσει στη συνέχεια.
Όλο αυτό είναι ενδιαφέρον για ένα λόγο ακόμα: μπορεί ο σκληρός πυρήνας του ΣΥΡΙΖΑ των κ.κ. Φίλη, Τσακαλώτου, Δραγασάκη, Βρούτση να ξιφουλκεί εσωκομματικά με την ομάδα Τσίπρα-Πολάκη αλλά η πολυπληθέστερη ομάδα Τσίπρα-Πολάκη σύρεται από τους δεινόσαυρους του κόμματος, μακριά από την κοινωνία, σ' ένα θέμα που είναι απλώς αδύνατον να βρουν το δίκιο τους γιατί η στάση τους είναι παράλογη.
Περισσότερο βέβαια από την υπαινικτική και επί της ουσίας αποδοχή της πολιτικής βίας ως νόμιμου μέσου διεκδίκησης το πρόβλημα είναι η απροθυμία τους να το δηλώσουν ανοιχτά. Σε μια κοινωνία που η βία είναι διάχυτη η συμπάθεια προς αυτή, ενίοτε μπορεί να γίνει και ανεκτή. Η πολιτική δειλία όμως, όχι.