Δυο ήταν εξαρχής τα μεγάλα στοιχήματα που είχε βάλει η Ευρωπαϊκή Ένωση με τον εαυτό της:
Το πρώτο ήταν να υπερβεί τους εσωτερικούς εθνικούς ανταγωνισμούς που είχαν οδηγήσει τα ευρωπαϊκά κράτη σε δυο πρόσφατους, και πολλαπλάσιους στο απώτερο παρελθόν, αυτοκαταταστροφικούς πολέμους, παρά το γεγονός ότι με αυτούς είχε γραφεί η ευρωπαϊκή ιστορία.
Το δεύτερο ήταν να ολοκληρώσει το εγχείρημά της ενoποιούμενη πολιτικά, παρά τις διαφορές μεγέθους, ισχύος, ανάπτυξης και κουλτούρας των κρατών-μελών της.
Το πρώτο το έχασε σχεδόν, αφού ναι μεν δεν ενεπλάκη σε νέους ένοπλους ενδοευρωπαϊκούς πολέμους, τους συνέχισε όμως με άλλα μέσα. Και όχι μόνον στο πεδίο της οικονομίας και της πολιτικής, αλλά και στο πεδίο της διπλωματίας και της γαιωστρατηγικής. Κανένας, άλλωστε, δεν ξέχασε ότι η καθιέρωση του ευρώ ήταν ένας γαλλογερμανικός συμβιβασμός με αντάλλαγμα την ενοποίηση της Γερμανίας, αλλά με πολύ βαρύ για τη συνοχή της τίμημα. Όπως κανένας δεν ξεχνά τη μονίμως έρπουσα κρίση μεταξύ Βορρά και Νότου. Ούτε, βεβαίως, την ήττα που σήμαινε για την Ένωση η έξοδος από αυτήν της Μεγάλης Βρετανίας.
Το δεύτερο επίσης δεν το κέρδισε ακόμα, αφού στην πράξη η συζήτηση περί Ένωσης διαφορετικών ταχυτήτων, και ενδεχομένως νομισμάτων, στην πραγματικότητα ουδέποτε έφυγε από το τραπέζι των συζητήσεων που αφορούν στο μέλλον της. Πιθανότατα δε να επαναληφθεί σύντομα αν δεν βρει καλύτερες απαντήσεις να δώσει στις προκλήσεις της κρίσης χρέους που την περιμένουν στη γωνία μετά την πανδημία. Και σίγουρα δεν θα πρόκειται για μια συζήτηση που μπορεί να κλείσει αναίμακτα, έστω κι αν ο ευρωπαϊκός μηχανισμός παραγωγής συμβιβασμών, αν και αργός, παραμένει αξιοθαύμαστος.
Στα προηγούμενα ήρθε να προστεθεί ένα τρίτο στοίχημα, ομολογουμένως απρόβλεπτο. Ήταν η αντιμετώπιση της πανδημίας και ο έγκαιρος εμβολιασμός των πληθυσμών της. Αν το κέρδιζε, θα μπορούσε ίσως να ρεφάρει τις χασούρες των δυο προηγούμενων πρώτων. Δυστυχώς, όμως, δεν συνέβη κάτι τέτοιο. Κι όχι μόνον δεν συνέβη, αλλά αντιθέτως, τα όσα συνέβησαν και εξακολουθούν να συμβαίνουν δημιουργούν στον κόσμο την αίσθηση ότι πρόκειται για μια Ένωση των losers.
Όσες δικαιολογίες και αν επικαλέσθηκαν οι ιθύνοντές της, όσο βάσιμες κι αν υπήρξαν πολλές από αυτές, όσο μεγάλη κι αν ήταν πράγματι η πρόκληση που κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν, το αξίωμα που ισχύει στην πολιτική παραμένει πάντα εν ισχύει και δεν αλλάζει: τα πράγματα κρίνονται εκ του αποτελέσματός τους. Και το αποτέλεσμά τους εν προκειμένω είναι ένα πανθομολογούμενο φιάσκο.
Δεν αναφέρομαι μόνον στις καθυστερήσεις του προγράμματος των εμβολιασμών, όπου η Ελλάδα εμφανίζεται μεταξύ των τιμητικών εξαιρέσεων. Ούτε στις καταστροφικές οικονομικές επιπτώσεις των αλλεπάλληλων lockdown. Αναφέρομαι πολύ περισσότερο στην αδυναμία της Ευρωπαϊκής Ένωσης να εφαρμόσει μια ενιαία στρατηγική εμβολιασμών για τα μέλη της και να αξιοποιήσει την περίσταση για να προβάλει τα επιτεύγματά της επιδεικνύοντας αλληλεγγύη στους γείτονές της και δείχνοντάς τους παράλληλα την ήπια ισχύ (soft pawer) της σε μια περίοδο κρίσιμη για τη θέση και τον ρόλο που διεκδικεί στον κόσμο.
Είναι χαρακτηριστικά τα δυο παραδείγματα που δίνει σε κείμενό της η αρθρογράφος της Le Monde Sylvie Kauffmann, και τα οποία έρχονται να προστεθούν στο γνωστό προηγούμενο της Ουγγαρίας και όχι μόνο.
Το πρώτο αφορά τη Σερβία που διασώθηκε προσφεύγοντας στην αγκαλιά της Κίνας ενώ βρίσκεται εν αναμονή της ένταξής της στην ΕΕ. Και βεβαίως η Κίνα την πλημμύρισε με τα εμβόλιά της.
Το δεύτερο αφορά την κατά τα άλλα θερμά υποστηριζόμενη από τους 27 Ουκρανία. Απευθύνθηκε απελπισμένη μέσα στη μοναξιά της στις Βρυξέλλες. Αλλά η μόνη που ανταποκρίθηκε γενναιόδωρα στο αίτημά της να προμηθευτεί τα εμβόλια που είχαν πάρει την έγκριση του αρμόδιου ευρωπαϊκού οργανισμού ήταν η γειτονική υποστηρίκτριά της Πολωνία, παραχωρώντας της 1,2 εκατομμύριο δόσεις από το δικό της μερίδιο. Μόνο που και αυτή, φοβούμενη μήπως μετά τις καθυστερήσεις και τις μειώσεις των ποσοτήτων που θα χορηγούσαν οι συνεργαζόμενες με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή φαρμακοβιομηχανίες δεν θα μπορούσε να εμβολιάσει ούτε τον δικό της πληθυσμό, ανέβαλε για αργότερα την υπεσχημένη παράδοση στην Ουκρανία. Οπότε και αυτή στράφηκε στην Ινδία από τα εργαστήρια της οποίας, όμως, δεν μπόρεσε να προμηθευτεί παρά μόνο μισό εκατομμύριο γενόσημα της AstraZeneca. Ανεπαρκέστατη ποσότητα για τον εμβολιασμό των 44 εκατομμυρίων Ουκρανών, αρκετή όμως για να δικαιώσει στα μάτια τους τον Βίκτορ Όρμπαν. Ο τελευταίος, άλλωστε, δεν έχασε την ευκαιρία να προκαλέσει την Ένωση εμβολιαζόμενος δημοσίως με το κινεζικό εμβόλιο και όχι με τα εγκεκριμένα από το Ευρωπαϊκό Γραφείο Φαρμάκων εμβόλια που έστειλε στην Ουγγαρία η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Οι πεπεισμένοι ευρωπαϊστές επιμένουν ότι μπορεί κάποια στοιχήματα να έχουν χαθεί, αλλά το δίλημμα παραμένει ένα: Ισχυρή Ευρώπη ή χάος!
Μπορεί να έχουν δίκιο. Αλλά δεν αρκεί να το πιστεύουν μόνον οι ίδιοι. Θα πρέπει να το αισθανθούν και πολλοί άλλοι. Κυρίως μεταξύ των εκατομμυρίων πολιτών της. Που προς το παρόν, αν κρίνει κανείς από τις τελευταίες πανευρωπαϊκές δημοσκοπήσεις, μοιάζουν να πλέουν σε όλο και βαθύτερα πελάγη αυξανόμενης απαισιοδοξίας, καταλαμβανόμενοι από έντονο (ευρω)σκεπτικισμό.
Και μεταξύ μας, λογικό μου φαίνεται. Γιατί ισχυρή Ευρώπη και ταυτόχρονα εξαρτημένη ακόμα και σε υγειονομικό εξοπλισμό, σίγουρα δεν γίνεται. Το λιγότερο που θα της χρειαζόταν είναι μια υπεροχή τουλάχιστον σε ήπια ισχύ απέναντι σε προκλήσεις όπως της υγειονομικής κρίσης, της κλιματικής αλλαγής, της τέταρτης βιομηχανικής επανάστασης που η πανδημία επιταχύνει. Αν και πάλι θα δεν θα έφτανε όσο η οικονομική της αυτοδυναμία και η στρατηγική της αυτονομία παραμένουν στα ζητούμενα και όχι στα κεκτημένα της.
Που σημαίνει ότι έχει ακόμα να βάλει και να κερδίσει πολλά περισσότερα από τα στοιχήματα που μέχρι σήμερα έβαλε αλλά δεν κέρδισε. Αρχής γενομένης από το στοίχημα της επανεκβιομηχάνισής της και του αναστοχασμού της ταυτότητάς της και των όρων υπό τους οποίους θα μπορέσει να συνδυάσει τον εθνοκρατοκεντρικό της χαρακτήρα με την αναγκαία υπερεθνική διακρατική συνεργασία.
Ιδιαίτερα τώρα που τα διλήμματα που της έχει θέσει η πανδημία είναι υπαρξιακά και δεν έχει έτοιμες απαντήσεις να δώσει. Όπως δεν έχει έτοιμες απαντήσεις να δώσει στα ακόμα μεγαλύτερης σημασίας διλήμματα ασφαλείας που δημιουργούν οι τεκτονικές μετακινήσεις των γαιωστρατηγικών πλακών.
Αντιθέτως, θα πρέπει, επί ποινή επιταχυνόμενης παρακμής, να επανεφεύρει όλες τις απαντήσεις στα ερωτήματα που εγείρει το κοινωνικό της μοντέλο τώρα που γίνεται όλο και πιο σαφής η αδυναμία της να συντηρήσει το μοντέλο που είχε χτίσει στη βάση του κοινωνικού κράτους και να ικανοποιήσει τις υψηλές προσδοκίες που είχαν δημιουργήσει στους πολίτες της οι κατακτήσεις του.
Όπως θα πρέπει να επανεφεύρει τις απαντήσεις που απαιτεί η συγκρότηση ενός συστήματος προστασίας ικανού να διαχειριστεί αποτελεσματικά τις πολλαπλές ανασφάλειες που προκαλεί στους ανθρώπους, τα κράτη και τα έθνη της η απουσία κοινής στρατηγικής απέναντι στις πολλαπλές απειλές που αμφισβητούν την κυριαρχία της.