Η πανδημία κατέστησε κρίσιμη τη συζήτηση για τη συμβατότητα του υποχρεωτικού εμβολιασμού με το Σύνταγμα. Η συζήτηση αυτή δεν είναι νέα. Αναζωπυρώνεται στη διάρκεια πανδημιών, αλλά και με αφορμή την επανεμφάνιση παιδικών ασθενειών που είχαν εκλείψει. Με ποια κριτήρια οφείλουμε να αξιολογήσουμε τη συνταγματικότητα των υποχρεωτικών εμβολιασμών; Στη χώρα μας η κρατούσα άποψη, την οποία εκφράζουν συχνά τα μέλη της Επιτροπής Βιοηθικής, είναι ότι ο εμβολιασμός, ως ιατρική πράξη με πιθανές παρενέργειες, προϋποθέτει την ενημερωμένη συναίνεση του ατόμου. Ήδη η σημερινή απόφαση 2387/2020 του Δ’ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας αποτελεί μία σημαντική στιγμή στον σχετικό διάλογο.
Η ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας φαίνεται εκ πρώτης όψεως να υπερισχύει της υποχρέωσης του κράτους να μεριμνά για τη δημόσια υγεία. Είναι όμως πράγματι τόσο δύσκολο σε μια φιλελεύθερη δημοκρατία να επιβληθεί η υποχρέωση εμβολιασμού, όταν κατά την κρατούσα ιατρική άποψη αποτελεί τη μόνη ασπίδα προάσπισης της δημόσιας υγείας; Η συναίνεση στην ιατρική πράξη, στη συγκεκριμένη περίπτωση, επιδρά όχι μόνο στο υποκείμενο της απόφασης, αλλά θέτει σε διακινδύνευση την υγεία των άλλων. Ακόμη περισσότερο, η άρνηση εμβολιασμού συχνά εκμεταλλεύεται την ανοσία αγέλης που αποκτάται μέσω του εμβολιασμού της πλειονότητας του πληθυσμού. Με τον τρόπο αυτό διακινδυνεύεται και η δυνατότητα να επωφεληθούν από την ανοσία όσοι πραγματικά την έχουν ανάγκη, δηλαδή εκείνοι που ιατρικοί λόγοι δεν τους επιτρέπουν τον εμβολιασμό.
Η πανδημία, με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της, επιτάσσει τον αναστοχασμό πάνω στις παραδοσιακές σταθμίσεις μεταξύ αντιτιθέμενων δικαιωμάτων και αγαθών. Κατά τη γνώμη μου, ο συνδυασμός της αρχής της πρόληψης με την αρχή της αναλογικότητας μπορεί να αποτελέσει θεμέλιο για τον υποχρεωτικό εμβολιασμό. Σύντομα θα κυκλοφορήσει ένα πιστοποιημένο εμβόλιο για τον COVID-19, καθιστώντας την ανοσία αγέλης εφικτή. Συνιστά δυσανάλογο περιορισμό του αυτοκαθορισμού του ατόμου ο εμβολισμός, σταθμιζόμενος με τη δημόσια υγεία, την υγεία των άλλων, ιδίως με την υγεία των πιο ευάλωτων; Δεν είναι σκόπιμο να τεθεί επίσης στη ζυγαριά η ύφεση που επιφέρει η πανδημία και οι οικονομικές της συνέπειες;
Η αναλογικότητα των περιορισμών προϋποθέτει όχι μόνο την καταλληλότητα, αλλά και την αναγκαιότητα των επιβαλλόμενων μέτρων, δηλαδή την αναζήτηση του ηπιότερου μέσου. Οι παραινέσεις και οι ισχυρές συστάσεις δεν αρκούν για ορισμένες ομάδες του πληθυσμού. Απαιτείται ο υποχρεωτικός εμβολιασμός, με την πρόβλεψη κυρώσεων και ελεγκτικών μηχανισμών, παρότι αυτό θεωρείται μια «πατερναλιστική» προσέγγιση για τον ρόλο του κράτους.
Την υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού για τα παιδιά έκρινε και το Συμβούλιο της Επικρατείας. Στο σημείο αυτό είναι σκόπιμο να διευκρινιστεί ότι υποχρεωτικότητα δεν σημαίνει εμβολιασμό με την άσκηση φυσικής βίας, ούτε με την επιβολή προστίμων για όσους αρνηθούν να εμβολιαστούν. Κάτι τέτοιο θα έθιγε τον πυρήνα του δικαιώματος του αυτοκαθορισμού. Υποχρεωτικότητα μπορεί όμως να σημαίνει απαγόρευση μετακινήσεων εκτός νομού, περιορισμό στη φοίτηση σε σχολεία και Πανεπιστήμια ή απαγόρευση πρόσβασης σε συγκεκριμένους δημόσιους και ιδιωτικούς χώρους.
Όσοι δεν επιθυμούν να εμβολιαστούν και όσοι θέλουν να διαφυλάξουν ως ευαίσθητο προσωπικό δεδομένο αν εμβολιάστηκαν, μπορούν να το επιλέξουν. Στο πλαίσιο όμως της οργανωμένης κοινωνικής συμβίωσης, που όπως φαίνεται θα συνεχίσει να απειλείται από επικίνδυνους μεταδοτικούς ιούς και πανδημίες, η άρνηση εμβολιασμού είναι συνταγματικά ανεκτό να επιφέρει συγκεκριμένες έννομες συνέπειες.
*Ο Ξενοφών Κοντιάδης είναι Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου, Πρόεδρος του Ιδρύματος Τσάτσου. Πρόσφατα κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Καστανιώτη το βιβλίο του Πανδημία, βιοπολιτική και δικαιώματα