Του Γιώργου Φλωρίδη
Αυτό που παρακολουθούμε δύο μήνες τώρα, στα πλαίσια μιας παρατεταμένης προεκλογικής εκστρατείας, ξεπερνάει κατά πολύ, την διαφαινόμενη αλλαγή διακυβέρνησης της χώρας. Η πολιτική αλλαγή που συντελείται, αναδεικνύει όλο και περισσότερο, τις βαθύτερα κυοφορούμενες διεργασίες που εξελίσσονται, εδώ και καιρό, στην πλειοψηφία του εκλογικού κοινωνικού σώματος.
Η πρώτη σημαντική ένδειξη αυτών των διεργασιών, υπήρξε η εντυπωσιακή απόρριψη της προεκλογικής μεθοδολογίας της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ. Η παροχολογία, η σκανδαλολογία, η ψευδολογία και η εχθροπάθεια, ένα κλασικό, δηλαδή, πολιτικό οπλοστάσιο του χθες, απέτυχε και καταδικάστηκε συντριπτικά. Όλοι, πλέον, αντιλαμβάνονται, ότι μ' αυτόν ακριβώς τον απλοϊκό κυβερνητικό σχεδιασμό, πίστευαν οι κυβερνώντες ότι μπορούσαν, όχι μόνο να ξαναμπούν στο παιχνίδι, αλλά να καλύψουν τη δημοσκοπική διαφορά και να πρωταγωνιστήσουν και πάλι. «Θα δώσουμε λεφτά, θα πάμε κάποιους φυλακή, θα αποδομήσουμε τον νεοφιλελευθερισμό» και τέλος. Αυτό πίστευε ο κ. Τσίπρας ότι θα γινόταν και γι' αυτό εξεπλάγη δυσάρεστα. Κανείς, πλέον, δεν πιστεύει, ακόμη και στον ΣΥΡΙΖΑ, ότι τον παραπλάνησε ο κ. Βερναρδάκης. Απλώς κάποιοι του έλεγαν, ό,τι ήθελε ν' ακούσει. Για να επιβεβαιωθεί για άλλη μια φορά, ότι η αριστερά είναι ανίκανη να κάνει πολιτική ουσίας, αλλά γνωρίζει μόνο έναν αβαθή πολιτικό συνδικαλισμό.
Τι συνέβη, όμως, και όλα πήγαν στραβά;
Συνέβη κάτι που απαιτεί ικανότητα πολιτικής αντίληψης των κοινωνικών διεργασιών και εξελίξεων, ώστε να μπορεί να κατανοηθεί. Ήταν η σημαντική στροφή και η μετατόπιση του κοινωνικού σώματος, όσον αφορά στην πολιτική αναζήτηση και τον προσανατολισμό του. Και αυτή παρέμεινε αόρατη στα μάτια της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ. Ο κόσμος είχε δηλώσει ρητά και, κυρίως, άρρητα, ότι κουράστηκε από τον βερμπαλιστικό λόγο του τίποτα, από τον αδιέξοδο διχαστικό λόγο και από την δήθεν ιδεολογική αναμέτρηση παρωχημένων και εικονικών αφηγημάτων, που δεν έχουν κανένα αντίκρισμα στο παρόν και το μέλλον.
Η ελληνική κοινωνία, μετριάζοντας την οργή της, άρχισε πλέον να στοχάζεται. Άρχισε να κατανοεί, όλο και περισσότερο, ότι το παρασιτικό παρελθόν της, ήταν μια εποχή μαγική που δημιουργούσε ψευδείς εικόνες και που ήταν φυσικό να είχε οικτρό τέλος. Ένα τέλος, χωρίς καμιά ψευδαίσθηση επιστροφής.
Από την άλλη μεριά, οι νέες γενιές δεν ενδιαφέρονται για τις «άκυρες», όπως τις λένε, πολιτικές συγκρούσεις του παρελθόντος. Θέλουν να ζήσουν την ζωή τους στο παρόν και να φτιάξουν το δικό τους μέλλον.
Η ελληνική κοινωνία ωριμάζοντας, βλέπει ότι δεν χωρούν τα οράματα της σ' έναν ατελή και φτωχό προστατευτισμό, αλλά αισθάνεται ότι πρέπει να ξαναδοκιμάσει την περιπέτεια της δημιουργίας, μέσα από το επιχειρείν και την εργασία. Πολύ περισσότερο που σήμερα αχνοφαίνονται καλύτερες προϋποθέσεις να δημιουργήσει, να παράγει και να προκόψει.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, αποτέλεσε την υποδειγματική πολιτική σύνοψη της παλιάς εποχής που ο ελληνικός κόσμος θέλει ν' αφήσει πίσω του. Αυτός ο κόσμος τώρα συνειδητοποιεί, ότι με την πολιτική συνθήκη ΣΥΡΙΖΑ κρατιέται αιχμάλωτος, στην καλύτερη περίπτωση σε θέση σημειωτόν, χωρίς ευκαιρίες και προοπτική . Πιστεύω, ότι το εκλογικό 2019, είναι η πρώτη βάσιμη απόπειρα της ελληνικής κοινωνίας να κόψει τον σύγχρονο γόρδιο δεσμό που την καθηλώνει, δηλαδή τις γνωστές δουλείες του λαϊκισμού, της πελατοκρατίας, του κρατισμού, του παρασιτισμού και της μετριοκρατίας.
Ανοίγει, άραγε, μια μεταλαϊκίστικη περίοδος για την Ελλάδα; Κατά πάσα πιθανότητα ναι. Για να σταθεροποιηθεί όμως και να μην οπισθοδρομήσει, υπάρχουν σοβαρές προϋποθέσεις. Ο κόσμος, ιδιαίτερα αυτός του απαιτητικού πολιτικού κέντρου, δίνει το σινιάλο και φέρνει με την ψήφο του την πολιτική αλλαγή, αλλά μέχρι εκεί. Δεν είναι απόλυτα πεισμένος για τους πολιτικούς οδηγούς του. Δοκιμάζει και κάλλιστα μπορεί να αλλάξει πορεία, αν τα πράγματα δεν εξελιχθούν με βάση τις δικές του ώριμες προσδοκίες, αλλά κυρίως τις ανάγκες της χώρας. Και σίγουρα, δεν είναι ο κόσμος που μπορεί να επιβάλλει απόλυτα τον καθαρό βηματισμό στα πράγματα.
Θα εξαρτηθεί, λοιπόν, η πολιτική πορεία στον μεταλαϊκισμό, από την αξιοπιστία και την έμπρακτη στάση των εκφραστών και των εγγυητών της πολιτικής μεταστροφής που συντελέστηκε. Εν προκειμένω, των δυνάμεων που θα εκπροσωπήσουν, πολιτικά και κυβερνητικά, την πολιτική αλλαγή που θα επιφέρει ο κόσμος με την ψήφο του.