Του Κυριάκου Αθανασιάδη
Ενεπλάκην σε μία συζήτηση προχθές, κάτω από ένα στάτους, σχετικά με την τιμή των βιβλίων στην Ελλάδα. Είναι μια συζήτηση, η ίδια ακριβώς, που γίνεται πολλά χρόνια τώρα, και που ποτέ δεν καταλήγει πουθενά — και πότε συνέβη το αντίθετο, άραγε;… Από τη μία, υπάρχουν αυτοί που ισχυρίζονται ότι τα βιβλία στην Ελλάδα είναι πολύ ακριβά, ή έστω ότι πωλούνται πολύ ακριβότερα από όσο τα αντίστοιχά τους στο εξωτερικό. Και υπάρχουν και οι άνθρωποι του βιβλίου που τους ακούν αναστενάζοντας. Και υπάρχει, μετά, και μία τρίτη κατηγορία.
Το έχω ξαναπεί: στην αρχή της Κρίσης, υπήρξε συμφωνία ανάμεσα στους εργοδότες και τους εργαζόμενους του χώρου για μία μείωση των απολαβών τους της τάξεως του 33% περίπου. Αυτό δεν έγινε επειδή ήταν «κακά» τα αφεντικά — στην περίπτωσή μας, οι εκδότες. Έγινε για να μην καταρρεύσει τελείως η αγορά. Αντιμετωπίζοντας διαρκώς αυξανόμενες απώλειες (κοινού, αναγνωστών), οι εκδότες έπρεπε να διαφυλάξουν τις επιχειρήσεις τους (που σχεδόν όλες είναι μικρά, οικογενειακού τύπου μαγαζιά, δεν είναι ακριβώς «εργοστάσια» — και τα κέρδη τους, ΟΤΑΝ υπάρχουν, είναι κατά πρώτον μικρά και κατά δεύτερον πάνε σχεδόν ΟΛΑ ξανά στις εκδόσεις) είτε αυξάνοντας τις πωλήσεις, πράγμα που όπως είπαμε ήταν εξ ορισμού έξω από τη συζήτηση, είτε μειώνοντας το κόστος, ώστε, παράλληλα, να μην απογειωθούν οι τιμές — πράγμα που, προφανώς, θα είχε σαν συνέπεια ακόμη μικρότερες πωλήσεις. Αυτή την εσωτερική ρύθμιση δεν την επέβαλε κανείς, υποβλήθηκε από τα πράγματα, από την κατάσταση, και τη δέχτηκαν όλοι. Το ξαναλέω: απλώς δεν γινόταν αλλιώς, αν θέλαμε να εξακολουθήσουμε να έχουμε αγορά βιβλίου, ήτοι: ΒΙΒΛΙΑ.
Και έτσι πορευόμαστε έκτοτε. Και έτσι πορευόμαστε σε ένα χώρο που ούτως ή άλλως ποτέ δεν φημιζόταν για τους υψηλούς του μισθούς, για τις μεγάλες πωλήσεις, και για τα υπέρογκα κέρδη των επιχειρηματιών. (Οι εννιά στους δέκα είναι απλοί χομπίστες. Οι μεγάλοι είναι δέκα όλοι κι όλοι). Πορευόμασταν και θα πορευόμαστε πάντα σε μία πολύ ειδική επιχειρηματική κατηγορία, εύθραυστη, ευάλωτη και ευαίσθητη. Το βιβλίο, σε ένα περιβάλλον όπως το ελληνικό —που έχει συγκεκριμένες ιδιαιτερότητες—, δεν είναι μια εύκολη υπόθεση: χτυπήθηκε και επί «εποχής Χρηματιστηρίου», καθώς η γενική ευωχία ποτέ δεν μεταφράστηκε σε άνοδο των πωλήσεων (το αντίθετο συνέβη: τα επιπλέον χρήματα μεταφράστηκαν σε μπουζούκια, όχι σε βιβλία), όσο φυσικώ τω λόγω και επί Κρίσεως — που, παρ' ελπίδα, είναι ακόμη εδώ. Και θα είναι για καιρό ακόμη εδώ.
Έτσι λοιπόν οι άνθρωποι του κλάδου κατόρθωσαν να μην αυξηθούν οι τιμές των βιβλίων, και να διατηρήσουν τις θέσεις τους (συνολικά μιλώντας, γιατί πολλοί τις έχασαν λόγω της μείωσης της παραγωγής), παρά την αύξηση του κόστους παραγωγής. Και υπήρξε τέτοια αύξηση, καθώς η παραγωγή κάθε εντύπου (βιβλίου, περιοδικού, εφημερίδας) εξαρτάται από τις εισαγωγές. (Ξέρετε, το 2015, μετά την επιβολή των capital controls, δεν υπήρχε καν ΧΑΡΤΙ για να τυπώσει κανείς. Δεν υπήρχε χαρτί. Ακόμη και οι εφημερίδες έβγαιναν με τις μισές σελίδες). Ωστόσο, έπρεπε να προχωρήσουμε, πάση θυσία: δεν γίνεται να μείνει μια χώρα χωρίς βιβλία και εκδόσεις? καλύτερα να μείνει χωρίς ψωμί. Κι αυτό το «πάση», επαναλαμβάνω, το επιμερίστηκαν οι εργαζόμενοι του χώρου. Χωρίς καν να βγουν ποτέ και να το φωνάξουν.
Για να ξαναγυρίσουμε όμως στην αρχή: τελικά, και παρ' όλα αυτά, είναι ή δεν είναι ακριβά τα ελληνικά βιβλία για τον καταναλωτή, γι' αυτόν που τα αγοράζει και τα διαβάζει; Για ποιο λόγο κανείς μπορεί να βρει τον ίδιο τίτλο με x λεφτά στα αγγλικά, και με 2x στην Ελλάδα;
Αυτή είναι μια διαπίστωση που κάνουν αρκετοί φίλοι.
Αλλά είναι λάθος.
Ο ίδιος τίτλος που κυκλοφορεί σήμερα, ταυτόχρονα σε ΗΠΑ και Ελλάδα, π.χ., έχει πάνω-κάτω την ίδια τιμή. Από κατάστημα πώλησης σε κατάστημα πώλησης μάλιστα (του εξωτερικού), θα δει κανείς πως μπορεί να βρεθεί και με υψηλότερη τιμή στην ξένη αγορά. Τα παραδείγματα με τα x και τα 2x αφορούν αποκλειστικά και μόνο παλιές, κλασικές εκδόσεις, χωρίς συγγραφικά δικαιώματα, που κάνουν την πολλοστή τους ανατύπωση — και συνήθως σε φτηνές, πλην άκρως καλαίσθητες, εκδόσεις τσέπης. Τέτοια βιβλία, εξαιρετικά όλα τους, μπορεί να βρει κανείς κατά χιλιάδες στους ξένους εκδοτικούς οίκους. Στις ΝΕΕΣ εκδόσεις —και ας μιλήσουμε εδώ μόνο για την ξενόγλωσση πεζογραφία, αν μου επιτρέπετε, για να βγάλουμε μιαν άκρη— δεν θα βρει κανένα.
Ενώ θα έπρεπε —υποτίθεται— να βρει.
Και θα «έπρεπε» να βρει για έναν πολύ απλό λόγο. Γιατί οι 9 στις 10 εκδόσεις για τις οποίες μιλάμε είναι γραμμένες στα αγγλικά (το υπόλοιπο 10% σε μία άλλη ξένη μεγάλη ή εμπορική γλώσσα). Ήδη, δηλαδή, ένα μεγάλο μέρος του κόστους της έκδοσης έχει βγει από τη μέση — υπολογίστε το μεταξύ 10% και 15% του συνόλου. Μην υπολογίσετε καν τα έξοδα που κάνει ένας (ελληνικός) εκδοτικός οίκος μέχρι να επιλέξει αυτό το βιβλίο προς μετάφραση και, ακολούθως, έκδοση — μην υπολογίσετε καθόλου τις εργατοώρες και τις αμοιβές σε ανθρώπους που θα διαβάσουν εκατό βιβλία για να επιλέξουν ένα, τις προκαταβολές που θα δώσουν στον ξένο εκδότη ή στον ατζέντη κ.ο.κ.
Υπολογίστε όμως κάτι άλλο. Το κοινό στο οποίο απευθύνεται η πρωτότυπη έκδοση, και το κοινό στο οποίο απευθύνεται η μετάφραση (το «ελληνικό» βιβλίο). Κυριολεκτικά, η πρωτότυπη έκδοση μπορεί να απευθύνεται στους πάντες. Σε όλο τον κόσμο. Όλοι διαβάζουν αγγλικά. Η ελληνική έκδοση όμως; Η ελληνική έκδοση απευθύνεται σε μια χούφτα ανθρώπους.
Ας παίξουμε ένα παιχνίδι: ας βγάλουμε απέξω το επιπλέον κόστος του Έλληνα εκδότη, και ας θεωρήσουμε πως πληρώνει τα ίδια λεφτά με τον ξένο συνάδελφό του για να βγάλουν το ίδιο βιβλίο (πράγμα που δεν ισχύει, καθώς είπαμε, εμείς πληρώνουμε πολύ περισσότερα, αλλά «έστω»). Και ας υποθέσουμε ακόμη πως αμφότεροι φορολογούνται όμοια στις χώρες τους (ούτε αυτό ισχύει) και πως η βιβλιοπωλική έκπτωση είναι παντού η ίδια (ούτε αυτό ισχύει). Θα δούμε έτσι πως το κόστος αυτό θα αποσβεστεί στον τάδε αριθμό πωληθέντων αντιτύπων. Ας πούμε (χαριτολογώντας) πως θα αποσβεστεί στα 1.000 πουλημένα βιβλία. (Στην πραγματικότητα απαιτούνται πολύ περισσότερα). Λοιπόν, ο περί ου ο λόγος ξένος εκδότης προσδοκά μερικές ΔΕΚΑΔΕΣ ΧΙΛΙΑΔΕΣ πωλήσεις. Ενώ ο Έλληνας συνάδελφός του θα είναι ευχαριστημένος με αυτά τα 1.000: δεν θα έχει μπει μέσα? θα μπορέσει να συνεχίσει? ήταν άλλη μία καλή ημέρα στο γραφείο…
Το κοινό στην Ελλάδα —το επαναλαμβάνουμε συνέχεια μπας και το ξορκίσουμε— είναι μικρό. Η ίδια η χώρα είναι μικρή. Και καθημαγμένη. Η αγορά είναι εντελώς περιορισμένη και, μολονότι έχει τεράστια περιθώρια ανάπτυξης, κανείς δεν ξέρει αν θα τη δούμε ποτέ όσο ζούμε αυτή την ανάπτυξη. Μάλλον, είμαστε πεπεισμένοι πως ΔΕΝ θα τη δούμε όσο ζούμε. Όχι όσο έχουμε τα σχολειά που έχουμε, και όχι όσο είμαστε τόσο εξαρτημένοι από περισπάσεις που δεν έχουν απολύτως καμία σχέση με το διάβασμα…
Αλλά είπαμε πάλι πολλά. Θα κλείσουμε λέγοντας δύο ακόμη πράγματα, για να μην κουράσουμε περισσότερο.
Ένα: αν μειώνονταν κι άλλο οι τιμές πώλησης των βιβλίων, οι εκδόσεις θα ήταν απλώς ασύμφορες? οι εκδοτικοί οίκοι δεν θα μπορούσαν να συνεχίσουν να υπάρχουν? η ποιότητα των βιβλίων θα έπεφτε δραματικά? και, όχι, τότε δεν θα ζούσαμε σε μια ενδιαφέρουσα εποχή, πιστέψτε με.
Δύο: έλεγα στην αρχή ότι υπάρχει και μία τρίτη κατηγορία. Εννοούσα τους αναγνώστες γενικώς, αυτούς δηλαδή που στηρίζουν και αιμοδοτούν την αγορά.
Όμως είχα μία ξεχωριστή κατηγορία αναγνωστών στο μυαλό μου: τις γυναίκες (ούτως ή άλλως οι περισσότεροι και πιο συστηματικοί αναγνώστες είναι γυναίκες), και δη τις γυναίκες των βιβλιοφιλικών Σελίδων στο Facebook. Αυτές που παθιάζονται με το διάβασμα και που ταυτόχρονα δεν τους περισσεύουν τα λεφτά. Και που μιλούν όλο για βιβλία. Και που τσακώνονται καμιά φορά — για τα βιβλία, για τους συγγραφείς, για τα λογοτεχνικά είδη. Με τα χρόνια, έχουν γίνει το αγαπημένο μου είδος αναγνώστη. Και τους βγάζω το καπέλο. Κρατούν στις πλάτες τους μια εύθραυστη, ευάλωτη και ευαίσθητη αγορά. Να 'ναι καλά.
ΥΓ. Θα επανέλθουμε στο θέμα.