Της Μαρίας Χούκλη
Μερικές σκέψεις από την υπερβολή των ημερών. Παρασυρμένοι από τον θόρυβο που γίνεται στα social media των «ομοίων» μας, για παράταιρα ζητήματα –από το νέο Zonar's μέχρι τον David Bowie και την εκλογή Μητσοτάκη– τείνουμε να πιστέψουμε ότι τα ίδια ζητήματα με την ίδια ένταση απασχολούν και όλη την κοινωνία.
Περισσεύει η παραφορά –συχνά η ίδια για τα σημαντικά και τα ασήμαντα– πολλαπλασιάζονται με γεωμετρική πρόοδο τα επιχειρήματα και τα αντεπιχειρήματα, οι καυγάδες και τα likes, ώσπου φθάνουμε στο σημείο, ακόμη και οι πιο εκλεκτικοί χρήστες των εικονικών λεωφόρων να ταυτίζουμε την ηλεκτρονική Πνύκα με την Αγορά του Δήμου.
Υπάρχει η αληθινή ζωή με σάρκα και αίμα, υπάρχει και η επικράτεια του διαδικτύου. Άλλοτε τέμνονται οι δυο τους, άλλοτε τρέχουν αδιαφορώντας η μία για την άλλη, σχεδόν ποτέ δεν ταυτίζονται πλήρως. Τροφοδοτούν η μία την άλλη με γεγονότα προς συζήτηση, όμως η αληθινή ζωή είναι εκείνη που ορίζει το ενδιαφέρον στη μεγάλη κλίμακα.
Τι είναι πραγματικό και αληθινό, ξέρω, σηκώνει πολύ κουβέντα, όμως, για την οικονομία του κειμένου ας συμφωνήσουμε ότι παλμογράφος που καταγράφει με σχετική ακρίβεια τον ρυθμό και τον λυγμό του κόσμου, δεν είναι το Facebook. Άλλωστε δεν γεννήθηκε γι' αυτό. Πολύτιμο και περιττό μαζί. Ξέρω πολλούς που αρνούνται να κατοικήσουν στην γειτονιά των ρεκτών του.
Τα θέματα που αναδεικνύουν οι επάλληλοι κύκλοι των διαδικτυακών φίλων μας και ανακυκλώνουμε στις εικονικές παρέες μας μοιάζουν με παρδαλό παζλ. Άσκηση θεραπείας για τη μοναχικότητα και την ψυχική ισοπέδωση από το αλλοπρόσαλλο των καιρών, των οικονομικών στενεμάτων, των απωλειών, της αγωνίας κάτι καλό να γίνει, των νέων φόβων από νέας πάστας κινδύνους. Κάθε επιδοκιμασία ή αποδοκιμασία στις ηλεκτρονικές αναρτήσεις, αυτή η σκυταλοδρομία συναισθημάτων από τον καναπέ, χωρίς σωματική συνάφεια και την αναπνοή του διπλανού εγγύς μας , είναι ζωή;
Εναλλάσσουμε ιστορίες ματαιότητας, ευτυχίας, τραγικές, της χαράς, με έρωτα και θάνατο , με ύφος καθημερινό, με λόγια της λογοτεχνίας, εγκεφαλικές προσεγγίσεις, με χιούμορ δίχως ίχνος χιούμορ , ωστόσο ο γρίφος της ζωής εικονικά δεν λύνεται.
Εκεί έξω, ένας άλλος κόσμος ρωτάει μαραζωμένα πια, ξέπνοα, σχεδόν βαριεστημένα, με στωικό ή μήπως φαρμακωμένο χαμόγελο, «τι βλέπεις να γίνεται, θα πάνε καλύτερα τα πράγματα;» Δεν βγάζει πια τα σωθικά του με πίστη ή θυμό, ζητάει να ελπίσει, συμβιβάζεται με την απουσία απάντησης, δεν παθιάζεται, απλώς ζει.
Η φωτεινή οθόνη του τάμπλετ, εντωμεταξύ, τερετίζει «έναν πόθο για αλλού…». Δεν έχει τέλος αυτή η παρτίδα.