Της Κατερίνας Σαββαϊδου*
Η επίτευξη της δημοσιονομικής πειθαρχίας των κρατών μελών της ΕΕ αποτέλεσε βασικό άξονα της ενωσιακής πολιτικής. Η προσπάθεια για την επίτευξη δημοσιονομικής πειθαρχίας ξεκίνησε με το πρωτογενές κοινοτικό δίκαιο και την πρόβλεψη στην Συνθήκη Λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης της απαγόρευσης υπερβολικών δημοσιονομικών ελλειμμάτων στα κράτη μέλη.
Η προσπάθεια δημοσιονομικής πειθαρχίας συνεχίσθηκε με το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης, καθώς και με το Ευρωπαϊκό Εξάμηνο που εντάσσονταν σε μία «εξάδα μέτρων», γνωστή ως “Six-Pack”, με σκοπό την ενίσχυση του δημοσιονομικού συντονισμού των κρατών μελών, ενώ ενισχύθηκε με τη δέσμη δύο Κανονισμών, γνωστή ως “Two-Pack” που αφορά τα κράτη μέλη της Ευρωζώνης που τελούν στη διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος ή λαμβάνουν οικονομική βοήθεια λόγω των σοβαρών προβλημάτων οικονομικής σταθερότητας που αντιμετωπίζουν.
Ακολούθως, υπεγράφη στις 2 Μαρτίου 2012 από 25 κράτη μέλη διεθνής Συνθήκη για τη Σταθερότητα, το Συντονισμό και την Διακυβέρνηση στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση (ΣΣΣΔ), τμήμα της οποίας αποτελεί το Δημοσιονομικό Σύμφωνο, με σκοπό την ενίσχυση της δημοσιονομικής πειθαρχίας των κρατών μελών της ΕΕ. Στο πλαίσιο αυτό προβλέφθηκε αφενός η υποχρέωση των συμβαλλόμενων μερών να εφαρμόζουν ισοσκελισμένους ή πλεονασματικούς προϋπολογισμούς (γνωστός και ως χρυσός κανόνας) και αφετέρου η υποχρέωσή τους να εισαγάγουν στο εθνικό τους δίκαιο κανόνες για έναν διορθωτικό μηχανισμό, ο οποίος θα τίθεται αυτομάτως σε λειτουργία σε περίπτωση που παρατηρούνται σημαντικές αποκλίσεις από τον μεσοπρόθεσμο στόχο ή την πορεία προσαρμογής σ' αυτόν.
Στην συνέχεια εκδόθηκε Ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής αναφορικά με τις κοινές αρχές για τους εθνικούς δημοσιονομικούς διορθωτικούς μηχανισμούς που αφορούν στο νομικό καθεστώς, στη συνοχή των εθνικών κανόνων με το πλαίσιο της ΕΕ, στις προϋποθέσεις ενεργοποίησης του μηχανισμού και στις ρήτρες διαφυγής, στο χαρακτήρα, στην έκταση και στο χρονοδιάγραμμα της διόρθωσης, στα μέσα παρακολούθησης του μηχανισμού, καθώς και στο ρόλο και στην ανεξαρτησία των οργάνων παρακολούθησης. Σύμφωνα με την Ανακοίνωση, ο διορθωτικός μηχανισμός θα εισαχθεί στα εθνικά δίκαια μέσω διατάξεων δεσμευτικού και μόνιμου χαρακτήρα, κατά προτίμηση συνταγματικού, ή άλλως διατάξεων των οποίων η πλήρης τήρηση κατοχυρώνεται μέσω των διαδικασιών που διέπουν τον εθνικό προϋπολογισμό, και θα σέβεται απόλυτα τις εξουσίες των εθνικών κοινοβουλίων.
Στην Ελλάδα ο κανόνας περί της ισοσκελισμένης ή πλεονασματικής δημοσιονομικής θέσης της Γενικής Κυβέρνησης υιοθετήθηκε με το Ν.4270/2014, με τον οποίο θεσπίσθηκε, επίσης, διορθωτικός μηχανισμός, ο οποίος ενεργοποιείται όταν παρατηρούνται σημαντικές αποκλίσεις από το μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό στόχο ή από την πορεία προσαρμογής προς αυτόν με βάση τα κριτήρια που προβλέπονται στον Κανονισμό (ΕΚ) 1466/1997.
Ο Υπουργός Οικονομικών δύναται να ενεργοποιεί το διορθωτικό μηχανισμό λαμβάνοντας υπόψη τη σχετική γνώμη του Δημοσιονομικού Συμβουλίου, ενώ ενεργοποιείται αυτομάτως σε περίπτωση που υπάρχει σχετική σύσταση του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σε περίπτωση ενεργοποίησης του, ο Υπουργός Οικονομικών, εντός δύο μηνών καταρτίζει σχέδιο διορθωτικών ενεργειών, το οποίο υποβάλλει στη Βουλή προς ψήφιση, μετά από έγκριση του Υπουργικού Συμβουλίου. Το σχέδιο διορθωτικών ενεργειών καθορίζει τη διορθωτική περίοδο, εντός της οποίας πρέπει να διορθωθούν οι αποκλίσεις, ετήσιους στόχους δημοσιονομικών δεικτών που πρέπει να επιτευχθούν προκειμένου να διορθωθούν οι αποκλίσεις, καθώς και την έκταση και το περιεχόμενο των παρεμβάσεων για τα έσοδα και τις δαπάνες που πρέπει να ληφθούν ώστε να διορθωθούν οι αποκλίσεις, καθώς και τους υποτομείς της Γενικής Κυβέρνησης που αυτές αφορούν.
Ο διορθωτικός μηχανισμός δύναται να μην ενεργοποιηθεί είτε σε περίπτωση που επικρατούν εξαιρετικές περιστάσεις, με την προϋπόθεση ότι αυτή η απόκλιση δεν θέτει σε κίνδυνο τη δημοσιονομική βιωσιμότητα σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα, είτε σε περιόδους σημαντικών διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η ενσωμάτωση στο ελληνικό δίκαιο του λεγόμενου χρυσού κανόνα αποτέλεσε αντικείμενο ακαδημαϊκών και πολιτικών συζητήσεων, οι οποίες επικεντρώθηκαν κυρίως στην αναγκαιότητα αλλά και στην καταλληλότητα του Συντάγματος ως νομικού τύπου υποδοχής του.
Υποστηρίχθηκε η άποψη ότι η ενσωμάτωση στο Σύνταγμα του χρυσού κανόνα παραβιάζει τη δημοκρατική αρχή και την αρχή του κοινωνικού κράτους περιορίζοντας τις δημοσιονομικές επιλογές της κυβέρνησης και την προστασία των κοινωνικών δικαιωμάτων, ενώ έχει ως αποτέλεσμα την ανατροπή της ουδετερότητας του οικονομικού Συντάγματος και την υιοθέτηση στο Σύνταγμα νεοφιλελεύθερων δημοσιονομικών επιλογών.
Στον αντίποδα υποστηρίχθηκε ότι η κατοχύρωση του χρυσού κανόνα αποσκοπεί στην τιθάσευση του χρέους και υπό την έννοια αυτή αποτελεί προαπαιτούμενο δημοκρατικής διακυβέρνησης, επιβάλλεται στο πλαίσιο της διαγενεακής δικαιοσύνης και συμβάλλει στην αντιμετώπιση του αθέμιτου πολιτικού ανταγωνισμού.
Περαιτέρω, με το άρθρο 233 του Ν. 4389/2016 προβλέφθηκε ένας μηχανισμός δημοσιονομικής προσαρμογής του προϋπολογισμού της Γενικής Κυβέρνησης με σκοπό, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση της σχετικής τροπολογίας, «στη διασφάλιση των (των μνημονευόμενων στο πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής (Ν. 4336/2015)) δημοσιονομικών στόχων».
Η θεσμοθέτηση του αυτόματου μηχανισμού δημοσιονομικής προσαρμογής αποτέλεσε προαπαιτούμενο (“prior action”), προκειμένου να διασφαλισθεί η επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος 3,5% του Α.Ε.Π. το 2018. Όπως αναφέρεται στο Τεχνικό Μνημόνιο Κατανόησης, θα πρέπει να προβλεφθεί από τη σχετική νομοθεσία ότι ο μηχανισμός θα είναι αυτόματος, αντικειμενικός και αξιόπιστος.
Ειδικότερα, προβλέπεται ότι έως την 10η Μαΐου εκάστου έτους, ο Υπουργός Οικονομικών συντάσσει έκθεση, στην οποία περιλαμβάνονται ορισμένα στοιχεία και συγκεκριμένα διαπίστωση τυχόν αρνητικής απόκλισης από τους τιθέμενους δημοσιονομικούς στόχους, υπόδειξη του εφαρμοστέου από τα προβλεπόμενα στον ίδιο νόμο μέτρου, αποτύπωση σε ποσό του συνολικού ύψους περιορισμού της εκτέλεσης του προϋπολογισμού της Γενικής Κυβέρνησης, η δημοσιονομική επίπτωση από τυχόν υστέρηση του πραγματικού ρυθμού μεγέθυνσης του Α.Ε.Π. για το έτος αναφοράς, το ποσό και το ποσοστό επί του Α.Ε.Π. των μέτρων προσαρμογής που λαμβάνονται σύμφωνα με το εκάστοτε Τεχνικό Μνημόνιο Συνεργασίας, το ύψος και το είδος των δαπανών, στις οποίες θα εφαρμοσθεί η δημοσιονομική προσαρμογή, το ύψος και το ποσοστό επί του ΑΕΠ τυχόν μέτρων που ελήφθησαν κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος.
Η έκθεση του Υπουργού Οικονομικών δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης και γνωστοποιείται στη Βουλή και στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Σε περίπτωση διαπίστωσης στην έκθεση του Υπουργού Οικονομικών τυχόν αρνητικής απόκλισης (και με την επιφύλαξη της ύπαρξης εξαιρετικών περιπτώσεων μη αναγόμενων σε ευθύνη του Ελληνικού Δημοσίου) τίθεται σε εφαρμογή ο Μηχανισμός Δημοσιονομικής Προσαρμογής.
Ειδικότερα, με πρόταση του Υπουργού Οικονομικών, η οποία συντάσσεται βάσει της Έκθεσης του, εκδίδεται Προεδρικό Διάταγμα, το οποίο δημοσιεύεται σε αποκλειστική προθεσμία έως την 31η Μαΐου. Σε περίπτωση που η προαναφερθείσα προθεσμία για την έκδοση Προεδρικού Διατάγματος παρέλθει άπρακτη, η καθορισμένη στην Έκθεση του Υπουργού Οικονομικών δημοσιονομική προσαρμογή της εκτέλεσης του προϋπολογισμού της Γενικής Κυβέρνησης επέρχεται αυτοδικαίως και αυτομάτως από την 1η Ιουνίου του ιδίου έτους.
Το ύψος της δημοσιονομικής προσαρμογής ορίζεται κλιμακωτά σε αντιστοιχία με το ποσοστό της απόκλισης. Η δημοσιονομική προσαρμογή επέρχεται με μείωση ανεξαιρέτως και κατά ίσο ποσοστό του ανώτατου ορίου εκτέλεσης του συνόλου των δαπανών όλων των κατηγοριών του προϋπολογισμού της Γενικής Κυβέρνησης. Ειδικότερα, η εκτέλεση του προϋπολογισμού της Γενικής Κυβέρνησης περιορίζεται με αντίστοιχη μείωση των δαπανών, κατ' ανώτατο όριο σε 2% του Α.Ε.Π. του τρέχοντος οικονομικού έτους, σύμφωνα με ορισμένο τύπο.
Από την δημοσιονομική προσαρμογή εξαιρούνται ορισμένες κατηγορίες δαπανών που σχετίζονται με τη βασική λειτουργία των Φορέων της Γενικής Κυβέρνησης, με την κοινωνική προστασία και την προστασία των δημοσίων επενδύσεων.
Τα επιβληθέντα μέτρα δημοσιονομικής προσαρμογής παραμένουν σε ισχύ για όσο χρονικό διάστημα απαιτείται, προκειμένου να εξασφαλιστούν οι δημοσιονομικοί στόχοι της περιόδου των οικονομικών ετών 2017-2019 του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής και του Προγράμματος Δημοσιονομικής Προσαρμογής, όπως περιλαμβάνεται στο Ν. 4336/2015, και τουλάχιστον έως την 31 Μαΐου του έτους που έπεται της έναρξης εφαρμογής τους, οπότε και επανεξετάζονται.
Τέλος, παρέχεται δυνατότητα λήψης μόνιμων διαρθρωτικών μέτρων σε αντικατάσταση των μέτρων δημοσιονομικής προσαρμογής, συμπεριλαμβανομένων μέτρων επί του σκέλους των εσόδων, καθώς και επανεξέτασης της εφαρμογής του μηχανισμού δημοσιονομικής προσαρμογής, εφόσον υφίστανται ορισμένες συνθήκες.
Η Επιστημονική Υπηρεσία της Βουλής στις παρατηρήσεις της επί του νομοσχεδίου εκφράζει αμφιβολίες ως προς τη συνταγματικότητα της διάταξης του άρθρου 235, παρ.7, του Ν. και συγκεκριμένα ως προς την αντίθεσή της με την κατοχυρωμένη στο άρθρο 78 παρ.4 αρχή της νομιμότητας του φόρου. Ειδικότερα, αναφέρει ότι οι περιορισμοί στην εκτέλεση του προϋπολογισμού συνιστούν, σύμφωνα με το νόμο, έκτακτη εισφορά δημοσιονομικής προσαρμογής για κάθε δικαιούχο, δηλαδή επιβάρυνση φορολογικής φύσης, και επομένως στην περίπτωση αυτή απαιτείται τυπικός νόμος και δεν είναι δυνατή η παροχή νομοθετικής εξουσιοδότησης αναφορικά με τα ουσιώδη στοιχεία του φόρου.
Ανεξαρτήτως, πάντως, από τη συμβατότητα της διάταξης με την αρχή της νομιμότητας του φόρου, θα πρέπει να παρατηρήσουμε ότι όπως αναφέρεται στην έκθεση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους (του άρθρου 75 παρ.2 του Συντάγματος), σε περίπτωση εφαρμογής του μηχανισμού, «θα προκύψει μείωση δαπανών ή και αύξηση εσόδων, το ύψος των οποίων θα εξαρτηθεί από πραγματικά γεγονότα».
Ωστόσο, τα σχετικά μέτρα προσαρμογής (μείωση δαπανών ή αύξηση εσόδων) δεν ψηφίζονται από τη Βουλή, αλλά βασίζονται στην έκθεση του Υπουργού Οικονομικών με βάση τον προβλεπόμενο στη σχετική διάταξη μαθηματικό τύπο με βάση την διαπιστωθείσα απόκλιση από τους δημοσιονομικούς στόχους. Η Βουλή απλώς ενημερώνεται για τη θέση σε εφαρμογή του Μηχανισμού Δημοσιονομικής Προσαρμογής, μέσω της έκθεσης του Υπουργού Οικονομικών, στην οποία διαπιστώνεται η απόκλιση από τους τιθέμενους στόχους και τα μέτρα προσαρμογής.
Σε αντίθεση με τον προβλεπόμενο στο Ν.4270/2014 διορθωτικό μηχανισμό που ενεργοποιείται με νόμο που ψηφίζεται με βάση σχέδιο διορθωτικών ενεργειών, το οποίο συντάσσει ο Υπουργός Οικονομικών λαμβάνοντας υπόψη τη γνώμη του Δημοσιονομικού Συμβουλίου (ενεργοποιείται αυτομάτως μόνο σε περίπτωση που υπάρχει σχετική σύσταση του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης), ο αυτόματος μηχανισμός του Ν. 4389/2016 ενεργοποιείται με την έκδοση Προεδρικού Διατάγματος ή αυτόματα σε περίπτωση άπρακτης της προθεσμίας για την έκδοσή του, χωρίς να απαιτείται η ψήφιση σχετικού νόμου από τη Βουλή. Μάλιστα, στην τελευταία αυτή περίπτωση, δεν είναι δυνατή η επανεξέταση των μέτρων προσαρμογής ή η αντικατάστασή τους με μόνιμα διαρθρωτικά μέτρα, παρά μόνο μετά από ειδική διαβούλευση της ελληνικής κυβέρνησης με τους Θεσμούς.
Θα πρέπει, επίσης, να επισημανθεί η μη συμμετοχή εθνικών θεσμών, όπως για παράδειγμα του Δημοσιονομικού Συμβουλίου, στη λειτουργία του αυτόματου μηχανισμού δημοσιονομικής προσαρμογής του άρθρο 233 του Ν. 4389/2016, κυρίως σε περίπτωση επανεξέτασης των μέτρων προσαρμογής ή αντικατάστασής τους από μόνιμα διαρθρωτικά μέτρα, καθώς αυτά λαμβάνονται μόνο μετά από ειδική διαβούλευση. Αντιθέτως, η συμβολή του Δημοσιονομικού Συμβουλίου στη λειτουργία του διορθωτικού μηχανισμού του άρθρου 39 του Ν.4270/2014 είναι ιδιαιτέρως σημαντική στην παρακολούθηση του σχεδίου διορθωτικών ενεργειών, στην αναστολή της ισχύος του, στην αξιολόγηση της συνδρομής των εξαιρετικών καταστάσεων που δικαιολογούν την αναστολή κλπ. Επίσης, ρόλο έχει και η μόνιμη Διαρκή Επιτροπή Οικονομικών Υποθέσεων της Βουλής.
Ενώ ο αυτόματος μηχανισμός δημοσιονομικής προσαρμογής αποσκοπεί στη διασφάλιση των μνημονευόμενων στο πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής του Ν. 4336/2015 δημοσιονομικών στόχων, ο διορθωτικός μηχανισμός του Ν.4270/2014 αποσκοπεί γενικότερα στη διόρθωση σημαντικών αποκλίσεων από το μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό στόχο ή από την πορεία προσαρμογής προς αυτόν με βάση τα κριτήρια που προβλέπονται στον Κανονισμό (ΕΚ) 1466/1997.
Προβλέπονται, επίσης, διαφορετικές προϋποθέσεις μη ενεργοποίησής τους. Ενώ ο διορθωτικός μηχανισμός δύναται να μην ενεργοποιηθεί σε περίπτωση που επικρατούν εξαιρετικές περιστάσεις, με την προϋπόθεση ότι δεν τίθεται σε διακινδύνευση η δημοσιονομική βιωσιμότητα σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα, καθώς και σε περιόδους σημαντικών διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, ο αυτόματος μηχανισμός δημοσιονομικής προσαρμογής δεν ενεργοποιείται μόνο σε πολύ συγκεκριμένες περιοριστικά αναφερόμενες περιπτώσεις αριθμητικά μετρήσιμες που δεν αφήνουν κανένα περιθώριο αξιολόγησης εκ μέρους της ελληνικής κυβέρνησης.
Εκτός, πάντως, από τη συνταγματικότητα ή μη της σχετικής διάταξης, η Επιστημονική Υπηρεσίας της Βουλής επισημαίνει ότι η θέσπιση του σχετικού δημοσιονομικού κανόνα θα έχει επιπτώσεις και στο πεδίο εφαρμογής της αρχής του κράτους δικαίου και, ιδίως, στην προστασία των κοινωνικών δικαιωμάτων, δεδομένου ότι, κατά την εφαρμογή του, περικόπτονται δαπάνες για μισθούς και συντάξεις ή άλλες παροχές κοινωνικού χαρακτήρα, μόλις πληρωθούν οι προβλεπόμενες σε αυτό προϋποθέσεις.
Θα πρέπει, πάντως, να σημειώσουμε ότι η ενεργοποίηση του αυτόματου μηχανισμού δημοσιονομικής προσαρμογής μπορεί να βοηθήσει στην ελαχιστοποίηση του πολιτικού κόστους της κυβέρνησης, η οποία επικοινωνιακά μπορεί να εμφανισθεί ως «αδύναμη» λόγω περιορισμού της δημοσιονομικής της εξουσίας.
Δεδομένου μάλιστα ότι η είσπραξη των φόρων, από την οποία εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό και η επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων ή η απόκλιση από αυτούς ανήκει πλέον στην Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων, η αποποίηση από την εκάστοτε κυβέρνηση των ευθυνών για την ενεργοποίηση του αυτόματου μηχανισμού δημοσιονομικής προσαρμογής γίνεται ακόμα ευκολότερη.
Ωστόσο, η είσπραξη των φόρων, εκτός από την αποτελεσματικότητα του εισπρακτικού μηχανισμού της φορολογικής διοίκησης, εξαρτάται και από την υιοθετούμενη φορολογική πολιτική και ειδικότερα από το ύψος της φορολογικής επιβάρυνσης των πολιτών και των επιχειρήσεων αλλά και από τη δίκαιη ή μη κατανομή του φορολογικού βάρους.
Εξάλλου, θα πρέπει να κατανοήσουμε ότι αφενός ο αυτόματος μηχανισμός δημοσιονομικής προσαρμογής ενεργοποιείται αυτόματα μόνο σε περίπτωση που η κυβέρνηση δεν προβεί εντός της προβλεπομένης προθεσμίας στη λήψη μέτρων για τη διόρθωση της απόκλισης από τους δημοσιονομικούς στόχους και αφετέρου, παρά την έστω περιορισμένη δημοσιονομική της εξουσία, η κυβέρνηση καθορίζει στο πλαίσιο του Προϋπολογισμού το μείγμα οικονομικής πολιτικής για την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων, αλλά διατηρεί και τη δυνατότητα αντικατάστασης των διορθωτικών μέτρων δημοσιονομικής προσαρμογής με μόνιμα διαρθρωτικά μέτρα.
Καταληκτικά, οι δημοσιονομικές πολιτικές των κρατών μελών της ΕΕ πρέπει να κατευθύνονται από την ανάγκη χρηστής διαχείρισης των δημόσιων οικονομικών. Στο πλαίσιο αυτό εντάσσεται και η θέσπιση διορθωτικών μηχανισμών δημοσιονομικής προσαρμογής, προκειμένου να διορθώνονται εγκαίρως σημαντικές αποκλίσεις από το μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό στόχο. Ωστόσο, είναι σημαντικό να προβλέπεται ένας βαθμός ευελιξίας, με βάση τον οποίο θα είναι δυνατή η μη ενεργοποίηση του μηχανισμού σε ορισμένες περιπτώσεις, χωρίς βεβαίως να τίθεται υπό διακινδύνευση η δημοσιονομική βιωσιμότητα.
Είναι, επίσης, απαραίτητο να τηρείται η αρχή που τέθηκε στην Ανακοίνωση της Επιτροπής, με βάση την οποία ο μηχανισμός θα πρέπει να σέβεται απόλυτα τις εξουσίες των εθνικών κοινοβουλίων, πράγμα που δεν φαίνεται να συμβαίνει με τον αυτόματο μηχανισμό δημοσιονομικής προσαρμογής του Ν.4389/2016, ο οποίος ενεργοποιείται χωρίς την παρέμβαση της Βουλής και την ψήφιση τυπικού νόμου.
Δεδομένου ότι η υιοθέτηση στην ελληνική έννομη τάξη του κανόνα του αυτόματου μηχανισμού δημοσιονομικής προσαρμογής του Ν. 4389/2016 δείχνει την δυσπιστία των εταίρων μας/δανειστών τόσο απέναντι στην δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση (την σημερινή που υπέγραψε τη Σύμβαση Χρηματοδοτικής Διευκόλυνσης, ή την όποια μελλοντική που θα πρέπει να υλοποιήσει το πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής και να διορθώσει τυχόν απόκλιση από τους δημοσιονομικούς στόχους), όσο και στους αντιπροσώπους του λαού, είναι σημαντικό η χώρα να αποκαταστήσει την χαμένη εμπιστοσύνη …
*Η κ. Κατερίνα Σαββαΐδου είναι Λέκτορας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης τ. Γενική Γραμματέας Δημοσίων Εσόδων.