Του Κωνσταντίνου Βέργου*
Η ραγδαία πτώση των τιμών των τραπεζών στο προηγούμενο διάστημα, με προεξέχουσα την τιμή της μετοχής της Εθνικής Τράπεζας, που έχασε 80% της αξίας της σε 4 εβδομάδες, επέτεινε την ανησυχία στους Έλληνες επενδυτές. Ανησυχία που οδηγεί σε προβληματισμό για το πού οδεύουν οι τιμές στο ελληνικό χρηματιστήριο.
Η μετατροπή τραπεζικών ομολόγων σε μετοχές οδηγεί αναπόφευκτα σε διάχυση των κερδών ανά μετοχή, και επομένως σε ανάλογη πτώση της τιμής τους. Είναι εμφανές ότι αν π.χ. μια τράπεζα είχε κέρδη 100 ευρώ και αυτά ήταν να μοιραστούν σε 10 μετοχές, δηλαδή αναλογούσαν 100/10=10 ευρώ κέρδη ανά μετοχή, η μετατροπή ομολόγων σε μετοχές που οδηγεί σε, ας πούμε, 30 μετοχές επιπλέον, οδηγεί σε νέο υπολογισμό των κερδών ανά μετοχή σε 100/(10+30)=100/40=2,5 ευρώ, άρα τα κέρδη ανά μετοχή (EPS) θα πέσουν από 10 σε 2,5. Ανάλογα θα πορευτεί και η τιμή, καταρρέοντας κατά 75%, ώστε να πάει στην τιμή που αναλογεί σε λογική σχέση τιμής προς κέρδη ανά μετοχή. Αν η τιμή της μετοχής ήταν π.χ. 50 ευρώ, δηλαδή είχαμε τιμή προς κέρδη P/E=50/10=5, με τα κέρδη ανά μετοχή στα 2,5 ευρώ, η τιμή θα προσαρμοστεί σε επίπεδα 2,5*5=12,5 ευρώ, δηλαδή 75% χαμηλότερα.
Όμως, αν αυτό αφορά τις τραπεζικές μετοχές, δηλαδή πτώση λόγω μειωμένων κερδών ανά μετοχή λόγω διάχυσης κερδών, αυτό σε καμιά περίπτωση δεν αφορά τις άλλες μετοχές του χρηματιστηρίου. Άρα η όποια απώλεια αξιών σε άλλες μετοχές συμβαίνει για πολύ διαφορετικούς λόγους. Οι τιμές καταρρέουν είτε διότι κάποιοι πελάτες θέλουν να έχουν ρευστότητα για αυξήσεις κεφαλαίων τραπεζών, και αυτή μπορεί να αντληθεί πουλώντας τίτλους άλλων εταιρειών, είτε για καθαρά κερδοσκοπικούς λόγους.
Σε κάθε περίπτωση, παρότι το ελληνικό χρηματιστήριο είναι εδώ και πολλά χρόνια μια ρηχή χρηματιστηριακή αγορά, σε καμιά περίπτωση δεν θα ήταν σωστό να την χαρακτηρίσουμε ως βαρέλι χωρίς πάτο. Ακόμη και σε άλλες, περισσότερο ρηχές, αγορές και με πολύ μεγαλύτερα προβλήματα, οι τιμές σε κάποια φάση ισορροπούν και ανεβαίνουν ξανά.
Το αν θα ανέβει το ελληνικό χρηματιστήριο, συνίσταται σε παράγοντες που έχουν να κάνουν είτε με τους παράγοντες φόβου, είτε και με τις προοπτικές των εταιρειών. Σε ό,τι αφορά τους παράγοντες φόβου, οι τιμές των CDS παραμένουν σε χαμηλά έτους, και επομένως η όποια πτώση τιμών δύσκολα θα πάρει διάσταση μόνιμης χιονοστιβάδας. Το δεύτερο, επομένως, στο οποίο πρέπει να δούμε καλύτερα, και να βγάλουμε συμπέρασμα, είναι στις προοπτικές ανάπτυξης κερδών των υπαρχουσών εταιρειών, στα πλαίσια μάλιστα των δεδομένων όπως αυτά διαμορφώνονται στη Ελλάδα και παγκόσμια.
Είναι ορατό ότι η Ελλάδα έχει πίσω της μια 6ετη περίοδο λιτότητας, κατάρρευσης αγοραστικού εισοδήματος εργαζομένων, χρεοκοπιών εταιρειών και προσφάτως περιορισμού τραπεζικών συναλλαγών. Θα είναι δύσκολο να δει κάποιος περίοδο στην ανθρώπινη ιστορία που μια τέτοια κρίση θα μπορούσε να συνεχιστεί με τους ίδιους ρυθμούς. Οι ως τώρα ενδείξεις συνηγορούν σε ανάκαμψη της εγχώριας αγοράς, έστω και με πολύ ήπιους ρυθμούς της τάξης του 1-2%. Η ανεργία στην Ελλάδα επίσης μειώνεται τους τελευταίους μήνες. Άρα η Ελλάδα, δεν ανακάμπτει μεν δυναμικά, αλλά μπαίνει σιγά σιγά σε σταθεροποίηση και οριακούς ρυθμούς ανάπτυξης. O ορατός κίνδυνος στην παρούσα φάση εστιάζεται περισσότερο στην πορεία των ξένων οικονομιών και χρηματιστηρίων που αναμένεται να είναι δύσκολη το 2016.
Πιθανή κατάρρευση ξένων χρηματιστηρίων το 2016, θα επηρέαζε την ελληνική αγορά, όμως ακόμη δεν είναι ορατή. Άρα τα θεμελιώδη δεδομένα είναι άσχημα, αλλά δεν συνηγορούν σε νέα κατάρρευση. Τα τεχνικά δεδομένα της αγορά είναι όμως κάτι άλλο. Ραγδαία πτώση χρηματιστηριακών αξιών στην Ελλάδα στο επόμενο διάστημα είναι κάτι που θα μπορούσε να συμβεί για λόγους τεχνικής ανάλυσης/ψυχολογίας, αν ο δείκτης βρεθεί σε επίπεδα κάτω των 610 μονάδων, κάτι όμως όχι ακόμη ορατό.
Συμπερασματικά, τα παρόντα δεδομένα, τεχνικά και θεμελιώδη, της ελληνικής χρηματιστηριακής αγοράς δεν συνηγορούν σε πανικό επί του παρόντος, χωρίς φυσικά αυτό να σημαίνει ότι οδεύουμε προς μεγάλη ανάκαμψη, καθώς αυτή θα προϋπέθετε σημαντική ανάκαμψη προοπτικών της ελληνικής οικονομίας και εταιρειών που όμως επί του παρόντος δεν είναι ορατή.
* Ο κ. Κωνσταντίνος Βέργος είναι Καθηγητής Χρηματοοικονομικών, Πανεπιστήμιο Πόρτσμουθ, Αγγλία
Το παρόν άρθρο εκφράζει τις προσωπικές απόψεις του γράφοντος, δεν αποτελεί οδηγό ή σύσταση για επενδύσεις οποιασδήποτε μορφής προς οιονδήποτε και για οτιδήποτε τίτλο ή παράγωγο αυτού.