Στην ειδησεογραφία των προηγουμένων ημερών πήρε μια μεγάλη έκταση η ανακοίνωση της απόλυσης οκτώ δικαστικών λόγω καθυστερήσεων στην έκδοση αποφάσεων.
Τέτοιες απολύσεις ανεπαρκών δικαστών γίνονται κάθε χρόνο· αλλά η εμφατική ανακοίνωση και παρουσίαση των ποινών αυτών, μαζί και με την προαναγγελία ενός δεύτερου κύματος αυστηρών πειθαρχικών διώξεων, ως μέτρο για την «επιτάχυνση» της δικαιοσύνης, επιβάλλει μια πιο προσεκτική εξέταση του ερωτήματος, αν το «σφίξιμο των λουριών» μπορεί από μόνο του να λύσει το πρόβλημα.
Η κοινή γνώμη φαίνεται ότι προσέλαβε το μήνυμα αυτό ως ένα θετικό και ευπρόσδεκτο μέτρο. Κι όχι, ασφαλώς, αδίκως, γιατί ο μέσος πολίτης που ενεπλάκη με οποιαδήποτε ιδιότητα σε μια δικαστική υπόθεση έχει οπωσδήποτε να διηγηθεί μια «μεγάλη ιστορία».
Αλλά το πρόβλημα είναι πολύ πιο σύνθετο.
Ας θεωρήσουμε, κατά παραδοχή, ότι οι συγκεκριμένοι οκτώ δικαστικοί βαρύνονται με αμέλεια, ανεπάρκεια ή ανικανότητα στην εκπλήρωση των καθηκόντων τους - όπως είπαμε ήδη, τέτοια φαινόμενα αντιμετωπίζει σε διάρκεια και όχι σπάνιδα η Δικαιοσύνη.
Όμως, το ερώτημα που θέτει η εμφατική παρουσίαση της είδησης - το «κρέμασμα στα μανταλάκια», είναι αν το μήνυμα που περνάει στο Δικαστικό Σώμα, που σε ελεύθερη μετάφραση είναι, «γράφτε και δικάστε, αλλιώς θα σας πάρει ο διάολος», είναι σωστό.
Η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι αρκετά πιο σύνθετη από τις απλουστεύσεις που θα δικαιολογούσε η εξωτερική εικόνα των πραγμάτων.
Αν ο σκοπός και το νόημα της εμφατικής παρουσίασης της είδησης είναι, στο όνομα της «επιτάχυνσης», να πιεστούν οι δικαστές να γράφουν και να δικάζουν βιομηχανικά, χωρίς άλλη διάκριση, το μήνυμα είναι απολύτως εσφαλμένο.
Για να το εξηγήσει κανείς αυτό:
Ένας δικαστής μπορεί, καταβάλλοντας έναν σημαντικό κόπο, να γράψει στα σοβαρά μέχρι 50 αστικές αποφάσεις τον χρόνο, με μέσο όρο απασχόλησης (ανάλογα με την διαδικασία και την βαρύτητα) τις 3-4 ημέρες μελέτης. Δηλαδή με απασχόληση μέχρι 200 εργασίμων ημερών τον χρόνο. Σε διαδικασίες με σύνθετες δίκες (λχ Τακτική Πολυμελούς), ο μέσος όρος μπορεί να φτάνει και τις 5-10 ημέρες εργασίας, άρα στο σύνολο μέχρι και τις 500 ημέρες τον χρόνο (που, δυστυχώς, είναι περισσότερες από τις 365 που διαθέτει ο χρόνος).
Ώστε μαζί με τις άλλες υπηρεσίες ενός δικαστή σε ποινικές έδρες και τις λοιπές υπηρεσίες του, μπορούν οι (έντιμες) ανάγκες εργασίας του να φτάνουν να ξεπερνούν κατά πολύ τις εργάσιμες ημέρες του χρόνου - κι οπωσδήποτε τις ημέρες που μπορεί να εργαστεί κανείς χωρίς τον κίνδυνο του burnout.
Εκεί οι δικαστές έχουν εκ των πραγμάτων το εξής δίλημμα:
Ή θα γράφουν τσάτρα - πάτρα και θα διώχνουν από πάνω τους υποθέσεις με κάθε είδους τεχνάσματα (τεχνικά απαράδεκτα και αοριστίες, τραβηγμένες από τα μαλλιά αναρμοδιότητες και «ελλείψεις» στην νομιμοποίηση, τεχνικές προδικαστικές αποφάσεις, διότι «λείπει» το τάδε έγγραφο κλπ), ίσα για να γραφτεί στο βιβλίο ότι δημοσίευσαν αποφάσεις, που γράφτηκαν κυριολεκτικά «στο γόνατο».
Ή θα αφιερώνουν τον χρόνο που στα σοβαρά χρειάζεται για να βγάλουν, μετά από μελέτη, μια κατά δύναμη δίκαιη (κι οπωσδήποτε έντιμη, αν δεν είναι δίκαιη) απόφαση, με τον κίνδυνο να πληρώσουν την επιμέλεια και την ευσυνειδησία τους (και μαζί την θυσία της προσωπικής και κοινωνικής τους ζωής και ισορροπίας) με πειθαρχικά.
Και το ίδιο συμβαίνει και στα ποινικά: Αν το μέτρο είναι πόσες υποθέσεις έβγαλε η κάθε σύνθεση σε μια δικάσιμο, το αποτέλεσμα θα είναι «ελάτε να δείτε την δίκη και την καταδίκη του Λούκυ Λουκ». Είκοσι λεπτά, ακουστήκατε, «ολοκληρώστε Κύριε Συνήγορε» και τέλος.
Και στις δύο περιπτώσεις, αστικών (ή/και διοικητικών) και ποινικών δικών, η «επιτάχυνση» της δικαιοσύνης με την έννοια αυτή είναι μόνο «στα χαρτιά»: Οι υποθέσεις στην πραγματικότητα πάνε χρόνια (πολλά χρόνια) πίσω. Γιατί ενώ στατιστικά οι αποφάσεις θα εκδίδονται εμπρόθεσμα, οι ίδιες οι υποθέσεις θα σέρνονται άσκοπα σε νέες δικασίμους και σε επόμενους βαθμούς.
Για να δώσει κανείς ένα παράδειγμα:
Ο ασυνείδητος ή πιεσμένος δικαστής που στο τρίμηνο έβγαλε απόφαση που λχ κηρύσσει τεχνικά απαράδεκτο ή έγραψε «στο πόδι» μια απόφαση για να μην περάσει το εξάμηνο ή το οκτάμηνο, βγαίνει ο ίδιος «λάδι», γιατί πρόσθεσε ένα νούμερο απόφασης στο ενεργητικό του. Αλλά η υπόθεση πάει ένα, δύο ή τρία χρόνια πίσω, καθώς θα απαιτηθεί μια νέα συζήτηση ή ένα ένδικο μέσο.
Αλλά κι ο δικαστής που καταδίκασε στα πρόχειρα για να «μαζέψει το πινάκιο», όχι μόνο δεν έφερε τέλος της δίκης, αλλά προκάλεσε μια δεύτερη ή μια τρίτη δίκη, στο εφετείο ή στο Ακυρωτικό.
Συνεπώς, αν αφήσουμε στην άκρη τις απλουστεύσεις, το πρόβλημα παραμένει να είναι ένα:
Να διασφαλίσουμε ότι οι δικαστές που έχουν στα χέρια τους τις υποθέσεις και τα δίκια των πολιτών έχουν τα εχέγγυα και τις προϋποθέσεις να τις μελετήσουν και να τις κρίνουν στο καλύτερο δυνατό μέτρο.
Όσοι δικαστές δεν έχουν τα εχέγγυα ή δεν τηρούν το εύλογο μέτρο ή είναι αμελείς, ναι, ασφαλώς να τιμωρηθούν και να απολυθούν - αλλά μαζί και πρώτα μ’ εκείνους που «πετάνε την μπάλα στην εξέδρα».
Όσοι δυσκολεύονται να διαχειριστούν την διαπιστωμένη επιμέλειά τους, να διευκολυνθούν, λ.χ. με άδειες άνευ αποδοχών· αντιπροσωπεύουν μια σημαντική επένδυση εντιμότητας του Δικαστικού Σώματος.
Να διασφαλιστεί ότι όλοι οι υπόλοιποι μοιράζονται υποθέσεις ισομερώς και με βάρος που με όρους εντιμότητας μπορούν να σηκώσουν.
Κι αν μετά απ’ όλα αυτά μένει κενό:
Προτιμώ να δω να τιμωρείται ένας δικαστής που «πέταξε από πάνω του» μια υπόθεση και έβγαλε μια «τυφλή απόφαση», για να τηρήσει την προθεσμία μιας εγκυκλίου, παρά ένας δικαστής που ταλαιπώρησε την συνείδησή του για να μου βγάλει (κερδίσω ή χάσω) μια έντιμη απόφαση εκτός προθεσμίας.
Ο δεύτερος, όχι μόνο θα κερδίσει χρόνο στις ίδιες τις υποθέσεις, αλλά θα κάνει κάτι πολύ σημαντικότερο: θα αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη όλων μας στην εγγυητική λειτουργία της Δικαιοσύνης.
Δεν πρέπει να είναι στόχος να «ευημερούν» οι στατιστικές και οι δείκτες των αποφάσεων, αλλά να «δυστυχούν» οι ίδιες οι υποθέσεις των πολιτών.