Σύμφωνα με τις κυβερνητικές εκτιμήσεις, σε δύο περίπου μήνες, η Ελλάδα θα έχει εξέρθει από το τούνελ της Covid-19. Αν επαληθευτούν αυτές οι προβλέψεις, από τα μέσα Απριλίου τελειώνουν τα δύσκολα και αρχίζουν τα δυσκολότερα. Θα πρέπει η κυβέρνηση να ασχοληθεί με την Οικονομία, που χωρίς καμιά αμφιβολία βγαίνει τραυματισμένη από την υγειονομική κρίση. Και μάλιστα πολυτραυματίας.
Είναι λογικό όλο αυτό το διάστημα του ενός έτους οι προσπάθειες των κυβερνώντων να είναι επικεντρωμένες στην αντιμετώπιση της πανδημίας με μοναδική προτεραιότητα τις ζωές των πολιτών. Παράλληλα, για να μη διαλυθεί η κοινωνική συνοχή, με διάφορες παροχές, ενισχύθηκαν σχεδόν όλα τα στρώματα της κοινωνίας. Όλα αυτό το σκηνικό δεν αποτέλεσε κάποια ελληνική πρωτοτυπία, αλλά παρουσιάστηκε με διάφορες διαβαθμίσεις σε όλες τις χώρες της ΕΕ.
Συνεπώς, από τον Απρίλιο η κυβερνητική μηχανή θα πρέπει να λειτουργήσει σε υψηλές ταχύτητες για να ανακάμψει το ταχύτερο η Οικονομία. Φτηνό χρήμα, δημοσιονομική χαλαρότητα, φιλοεπενδυτικό κλίμα, είναι τρεις παράγοντες που δικαιολογούν μια σχετική αισιοδοξία.
Όμως απαραίτητη προϋπόθεση για όλα αυτά είναι οι δομικές μεταρρυθμίσεις. Η κυβέρνηση εκλέχτηκε με μεταρρυθμιστική ατζέντα, αλλά μεσολάβησαν τα γνωστά γεγονότα που την πήγαν πίσω. Τώρα ήρθε η ώρα της.
Ο βασικότερος σύμμαχος της κυβέρνησης είναι η κοινωνική συναίνεση για γενναίες μεταρρυθμίσεις στην Οικονομία, στο Ασφαλιστικό, στον περιορισμό της γραφειοκρατίας μέσω της ψηφιοποίησης των λειτουργιών του Δημοσίου, στη Δικαιοσύνη, κλπ. Ήδη στην Ανώτατη Εκπαίδευση, με τον νόμο Κεραμέως, έσπασε ένα απόστημα δεκαετιών.
Σήμερα η κυβέρνηση, επειδή τα αιτήματα των μεταρρυθμίσεων έχουν ωριμάσει μέσα στην κοινωνία και επειδή οι νησίδες της αντίδρασης, τα συνδικάτα, είναι πλήρως απαξιωμένα, μπορεί να υλοποιήσει το πρόγραμμα της με μηδενικό κόστος και πολλά οφέλη. Σήμερα, τα συνδικάτα δίνουν απονενοημένες μάχες οπισθοφυλακών, ξεκομμένα από την κοινωνία. Ποιος δε θυμάται τη λυσσώδη αντίδραση της πανίσχυρης τότε ΟΤΟΕ στους σχεδιασμούς της κυβέρνησης Κωνσταντίνου Μητσοτάκη. Σαράντα ημέρες κλειστές ήταν οι τράπεζες και είχε παραλύσει η Οικονομία. Ποιος δε θυμάται τους συνδικαλιστές της ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ που «κατέβαζαν» τους διακόπτες. Ή τους λεγόμενους Κολλάδες των αστικών συγκοινωνιών.
Όλο αυτό το καρκίνωμα που κατέφαγε τα σωθικά της ελληνικής Οικονομίας έχει συρρικνωθεί, γιατί έχει κοινωνικά απαξιωθεί. Σήμερα είναι αδύναμο να προβάλει οποιαδήποτε αντίσταση. Από αυτήν την άποψη η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη είναι τυχερή γιατί λειτουργεί μέσα σε ένα ευνοϊκό, για τις μεταρρυθμίσεις, κοινωνικό περιβάλλον και αυτό οφείλει να το εκμεταλλευτεί. Τα απομεινάρια της δεκαετίας του 80 δεν μπορούν να απειλήσουν πλέον.
Η κυβέρνηση φαίνεται πως θα βγει από την υγειονομική κρίση με ελάχιστες απώλειες στο πολιτικό κεφάλαιο της. Αυτό σημαίνει πως διαθέτει δυνάμεις να τρέξει τις μεταρρυθμίσεις και το κυριότερο να συγκρουσθεί με τις «ξυπόλητες» οπισθοφυλακές της συντήρησης. Ας το κατανοήσουν στην κυβέρνηση πως θα κληθούν να καταβάλουν πολιτικό κόστος αν ΔΕΝ προχωρήσουν με ταχείς ρυθμούς στις δομικές αλλαγές που πρέπει να γίνουν, υποκύπτοντας στις πιέσεις και τις διαμαρτυρίες των μειοψηφιών. Στο κάτω - κάτω με αυτό το πρόγραμμα ζήτησαν την ψήφο των πολιτών και για να εφαρμόσουν αυτό το πρόγραμμα ψηφίστηκαν.