Του Θανάση Χειμωνά
Η αξιολόγηση που δεν κλείνει ποτέ, φέρνοντας τη χώρα ολοένα και πιο κοντά στο χείλος του γκρεμού. Το προσφυγικό στο κόκκινο με πρόσφυγα να αυτοπυρπολείται ως ένδειξη διαμαρτυρίας. Oι χρυσαυγίτες ξυλοκοπούν κόσμο στο κέντρο της Αθήνας ενώ η Ελλάδα καταδικάζεται από τα ευρωπαϊκά δικαστήρια για τον τρόπο που χειρίστηκε το θέμα των πιστολάδων της Μανωλάδας.
Η είδηση όμως που προκαλεί σοκ στο πανελλήνιο τις τελευταίες μέρες είναι άλλη: Το ατύχημα των παιχτών του Survivor στη Δομινικανή Δημοκρατία. Το πιτσικάρισμα που υπέστη το βανάκι που μετέφερε τους «Μαχητές» στον χώρο των «εχθροπραξιών» συζητήθηκε παντού με αρκετούς συμπατριώτες μας να το αντιμετωπίζουν σαν ένα κράμα Δίδυμων Πύργων και Τιτανικού.
Έχουν γραφτεί πολλά για το φαινόμενο Survivor. Ίσως να μην διαβάσετε κάτι καινούργιο στις παρακάτω γραμμές αλλά ως βετεράνος φαν των ριάλιτι (των αληθινών: Big Brother, Bar, Φάρμα και όχι αυτών των φλωρο-σόου που τραγουδάνε οι Κύπριοι) θεωρώ πως δικαιούμαι να καταθέσω κι εγώ την άποψή μου.
Τα εξωφρενικά ποσοστά τηλεθέασης του ριάλιτι του ΣΚΑΪ θυμίζουν εκείνα της εποχής που η Ελλάδα μας κατακτούσε το Euro στα γήπεδα της Πορτογαλίας. Η ερώτηση είναι εύγλωττη: Γιατί; Τι κάνει εκατομμύρια συμπατριώτες μας να κάθονται για τρεισήμισι ώρες μπροστά στις τηλεοράσεις, θυσιάζοντας πέντε από τα επτά βράδια της εβδομάδας τους για να θαυμάσουν τον Ντάνο Αγγελόπουλο και την Ελισάβετ την ψηλή;
Από όπου και αν το πιάσεις, το φετινό Survivor είναι κατώτερο από εκείνα του Mega στα μέσα της περασμένης δεκαετίας. Σίγουρα αισθητικά καθώς τα γυρίσματα εκείνης της εποχής – τα οποία είχαν ολοκληρωθεί αρκετό καιρό πριν προβληθούν τα επεισόδια – αποτελούσαν μια ιδιαιτέρως προσεγμένη δουλειά που θύμιζε περισσότερο την επιτυχημένη σειρά Lost παρά ριάλιτι τηλεπαιχνίδι.
Οι ίντριγκες, που τόσο αρέσουν στους φαν τέτοιου είδους εκπομπών, είναι σαφώς περιορισμένες. Όσο και αν οι παραγωγοί αλλά και συγκεκριμένα site προσπαθούν να μας παρουσιάσουν π.χ. τον συμπαθή Σινοσαλονικιό Ορέστη Τσάνγκ ως μια μετεμψύχωση του Φου Μαν Τσου η αλήθεια είναι πως οι διενέξεις ανάμεσα στους παίχτες είναι απειροελάχιστες. Δεν είναι τυχαίο καθώς οι κάμερες δεν ακολουθούν παντού τους παίχτες όπως συνέβαινε στα άλλα Survivor. Ακόμα και ο παρουσιαστής, Σάκης Τανιμανίδης, παραμένει εξαιρετικά χαμηλών τόνων για ριάλιτι. Που ο καιρός του γίγαντα Ανδρέα Μικρούτσικου…
Θα μπορούσε κανείς να πει πως η παρουσία μιας ομάδας «διασήμων» θα προκαλούσε το ενδιαφέρον του ελληνικού τηλεοπτικού κοινού. Έλα όμως που οι διάσημοι είναι στην πραγματικότητα άσημοι. Ο ηθοποιός Γιώργος Χρανιώτης, ο βετεράνος ποδοσφαιριστής Λάμπρος Χούτος ο μανιασμένος επιβήτορας, Γιάννης Σπαλιάρας, η γλυκύτατη τηλεπαρουσιάστρια Λάουρα Νάργες δεν αποτελούν δα και την επιτομή του όρου «Celebrity». Οι υπόλοιποι είτε είναι γνωστοί αυστηρά στους χώρους τους είτε παντελώς άγνωστοι. Προσθέστε σε όλα αυτά και τα ανιαρά (ένα κράμα λούνα παρκ και «παιχνιδιών χωρίς σύνορα») αγωνίσματα που διαρκούν ώρες με έπαθλο επώνυμα τυριά και διαφημισμένους χαλβάδες και φτάνουμε στην ιδανική συνταγή μιας παταγώδους τηλεοπτικής αποτυχίας.
Κι όμως… Όλοι βλέπουν Survivor. Όλοι. Ακόμα και άτομα που δεν θα το φανταζόταν κανείς. Ακόμα και εγώ σας γράφω τις γραμμές αυτές- ασχέτως αν συχνά ομολογώ ότι ζορίζομαι.
Αλλά και οι αντιδράσεις εναντίον του ριάλιτι είναι ελάχιστες. Τις εποχές του Big Brother, της Φάρμας και των «κανονικών» Survivor ακούγαμε δριμύτατα «Κατηγορώ» για το χαμηλό επίπεδο των ελλήνων τηλεθεατών, γινόταν λόγος για «τηλεσκουπίδια» και «εξευτελισμό της ανθρώπινης φύσης». Σήμερα, αν εξαιρέσεις κάτι συριζαίους εκπαιδευτικούς από την Θεσσαλονίκη (στους οποίους αναφέρθηκα παλιότερα) και τον πανταχού παρόντα Νίκο Νικολόπουλο (ο οποίος μάλιστα αναφέρθηκε και σε δικό μου στάτους στο Facebook!) σιωπή.
Υπάρχουν φυσικά κάποιες λογικές εξηγήσεις: Οι νέοι (το Survivor «χτυπάει» σταλινικά ποσοστά στις «μικρές» ηλικίες) δεν έχουν ζήσει τα παλιά Survivor. Eίναι για αυτούς κάτι πρωτόγνωρο που δεν έχει σχέση με τα διάφορα ανιαρά talent show. Επίσης, η ελληνική τηλεόραση τα τελευταία χρόνια δεν βρίσκεται και στα καλύτερά της. Ο τηλεθεατής, αντί να δει κάποια χιλιοπαιγμένη ελληνική ταινία ή κάποιο σαχλό σίριαλ προτιμά να χαλαρώσει με ένα εξωτικό τηλεοπτικό παιχνίδι.
Πιστεύω ωστόσο πως πίσω από την δημοτικότητα του εν λόγω ριάλιτι κρύβεται κάτι πιο διαχρονικό, πιο «ελληνικό»: Ο μέσος Έλληνας έχει την ανάγκη να ενταχθεί. Αν και το παίζει συνεχώς επαναστάτης τρέμει στην ιδέα πως δεν θα αφεθεί να παρασυρθεί από το «ρεύμα» που επιβάλει η εκάστοτε μόδα. Έτσι άλλωστε εξηγείται πως το ούλτρα συντηρητικό πλήθος των συλλαλητηρίων για τη Μακεδονία και τις ταυτότητες μετατράπηκε εν μία νυκτί στον «κόκκινο» (λέμε τώρα…) όχλο των Αγανακτισμένων. Ακόμα και η «Αριστερά» του ΣΥΡΙΖΑ ως μόδα επικράτησε στις εκλογές αντικαθιστώντας το «Πατρίς, Θρησκεία, Οικογένεια» που επικρατούσε προ κρίσης. Μη μου πείτε πως δεν έχετε στο περιβάλλον σας άτομα που κρεμούσαν από το μπαλκόνι τους τη σημαία του Βυζαντίου μέχρι να την αντικαταστήσουν με εκείνη του Τσε Γκεβάρα…
Αφού λοιπόν ο μέσος Έλληνας μπορεί να αλλάζει θέσεις σε τόσο σοβαρά ιδεολογικά ζητήματα είναι τόσο δύσκολο να εθιστεί σε μια τηλεοπτική εκπομπή; Αν ρίξει κανείς μια ματιά στο Facebook και το Twitter κάθε βράδυ καθημερινής από τις εννέα και μετά θα διαπιστώσει πως τα οχτώ στα δέκα ποσταρίσματα αφορούν την εν λόγω εκπομπή. Κατά τη γνώμη μου πρόκειται για μια πολύ έξυπνη κίνηση της παραγωγής που γέμισε από την αρχή τα σόσιαλ μίντια με λογαριασμούς και σελίδες οι οποίες προωθούν μέσω ενός ανελέητου – φαινομενικού – τρολαρίσματος το προϊόν τους. Από εκεί και πέρα μίλησε η «μαγεία» των Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης. Πλέον, ο τηλεθεατής- χρήστης των σόσιαλ μίντια ουσιαστικά «αναγκάζεται» να βάλει την τηλεόρασή του στον ΣΚΑΪ ώστε να είναι σε θέση να σχολιάζει τα δρώμενα στις (α)φιλόξενες ακτές της Δομινικανής Δημοκρατίας όποτε αυτό χρειαστεί.
Δεν πρόκειται υποχρεωτικά για κάτι κακό. Μακάρι οι εθισμοί της ελληνικής κοινωνίας να ήταν μόνο τύπου Στέλιου Χανταμπάκη και Ειρήνης Κολιδά…