Ο εθνικοσοσιαλισμός έχει σημαντικές διαφορές τόσο από τον φασισμό όσο και από τα κατά καιρούς εφαρμοσμένα παραδείγματα σοσιαλισμού στην υφήλιο. Ενα είναι όμως βέβαιο, ότι ο εθνικοσοσιαλισμός γεννήθηκε από την ίδια μήτρα που γέννησε όλες τις άλλες εκδοχές του σοσιαλισμού και σε καμιά περίπτωση δεν υπήρξε δημιούργημα του καπιταλισμού, όπως ισχυρίζονται κατά καιρούς διάφοροι σοσιαλιστές και κομμουνιστές. Κεντρική του ιδέα, ο ασφυκτικός έλεγχος και η ρύθμιση της οικονομίας από το κράτος.
Ο εθνικοσοσιαλισμός γεννήθηκε μάλιστα σε μια χώρα, τη Γερμανία, όπου η φιλελεύθερη οικονομική σχολή αμφισβητήθηκε περισσότερο από οπουδήποτε αλλού, ακόμη και κατά το πρώτο μισό του 19ου αιώνα, την εποχή δηλαδή της παντοδυναμίας της. Σημαντική επίδραση στην ανάπτυξη των διαφόρων ολοκληρωτικών, κοινοτιστικών και αντιατομικιστικών θεωριών στη Γερμανία είχε ασκήσει προηγουμένως η μετακαντιανή γερμανική φιλοσοφία (Φίχτε, Χέγκελ, Σέλινγκ, Μαρξ κ.λπ.) και οι αντιφιλελεύθερες οικονομικές θεωρίες των Μίλερ, Χάλερ, και Λιστ. Ο τελευταίος τιμήθηκε από το εθνικοσοσιαλιστικό καθεστώς ως εθνικός ήρωας και ως ένας από τους πρωτεργάτες της ένωσης των γερμανικών κρατών.
Μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο στη Γερμανία οι σοσιαλιστικές, προστατευτικές και κρατικοπαρεμβατικές θεωρίες κυριαρχούσαν πλήρως. Πολύ πριν οι εθνικοσοσιαλιστές ανέλθουν στην εξουσία, ο έλεγχος της οικονομίας από το κράτος είχε λάβει πρωτόγνωρες διαστάσεις. Η εφαρμογή του περίφημου Σχεδίου Χίντεμπουργκ στην αρχή και τα παρεμβατικά μέτρα της κυβέρνησης του καγκελάριου Μπρίνινγκ είχαν οδηγήσει σε πλήρη έλεγχο των μισθών, σε έλεγχο των τιμών των περισσότερων ειδών και σε αυστηρούς περιορισμούς στη λειτουργία της οικονομίας της αγοράς.
Ο Χίτλερ αρκέστηκε να συνεχίσει και να επεκτείνει την παρεμβατική πολιτική των προκατόχων του. Πριν από τη δημοσίευση του μνημειώδους έργου του Κέινς «Γενική Θεωρία της Απασχόλησης, του Τόκου και του Χρήματος» (1936) και από «Το Νέο Βιομηχανικό Κράτος» του Γκαλμπρέιθ, ο Χίτλερ, ήδη από το 1934, επιχειρεί να μειώσει την ανεργία μέσω ενός εκτεταμένου προγράμματος δημοσίων έργων και κρατικών παρεμβάσεων.
Το εθνικοσοσιαλιστικό καθεστώς όμως δεν αρκείται μόνο στην εφαρμογή κεϊνσιανών πολιτικών, μέσα από βαρύγδουπες εξαγγελίες του τύπου «Το γενικό συμφέρον προηγείται του ατομικού», προχωρεί σε αμιγώς σοσιαλιστικές πολιτικές, δημεύοντας τεράστιες ιδιωτικές αγροτικές εκτάσεις και επιχειρήσεις, περιορίζοντας τις εισαγωγές κατά 80%, δημιουργώντας -με αναγκαστικές συγχωνεύσεις μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων- τα περιβόητα κρατικά «εργοστάσια Χέρμαν Γκέρινγκ» και τοποθετώντας σε όλες τις μεσαίες και μεγάλες επιχειρήσεις ως διευθυντές σκληροπυρηνικά μέλη του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος με απόλυτη εξουσία διοίκησης.
Ο κάθε κομματικός επικεφαλής μιας «ιδιωτικής» επιχείρησης ονομαζόταν «διευθυντής καταστήματος». Το τι θα παρήγαγε κάθε επιχείρηση, τους προμηθευτές, τις αγορές, τις τιμές των προϊόντων και το ύψος του μισθού των εργατών, τα καθόριζε όλα αποκλειστικά το πανίσχυρο υπουργείο Οικονομικών του δεδηλωμένου θαυμαστή του σοβιετικού καθεστώτος Χέρμαν Γκέρινγκ.
Ολόκληρη η γερμανική οικονομία -και όχι ένα μέρος της- ρυθμιζόταν από το κράτος. Το 1937 διαλύθηκαν όλες οι μικρές επιχειρήσεις της χώρας (με κεφάλαιο μικρότερο των 40.000 δολαρίων). Επιτρεπόταν η ίδρυση επιχείρησης από ιδιώτες υπό τον όρο ότι το μετοχικό της κεφάλαιο θα ήταν μεγαλύτερο από 200.000 δολάρια και θα λειτουργούσε βεβαίως, όπως προαναφέρθηκε, υπό τον ασφυκτικό έλεγχο του κράτους. Ελάχιστες νέες ιδιωτικές επιχειρήσεις δημιουργήθηκαν κι αυτές κατόπιν πιέσεων και εκβιασμών από μέρους του καθεστώτος σε ατυχείς επιχειρηματίες, που δεν είχαν προλάβει να μεταφέρουν τα κεφάλαιά τους στο εξωτερικό. Εκτός από τον εξοντωτικό ανταγωνισμό των κρατικών βιομηχανιών, με την κατάργηση των εισαγωγών οι παλιές ιδιωτικές βιομηχανίες ήταν αναγκασμένες να αγοράζουν τις πρώτες ύλες τους από τα κρατικά εργοστάσια σε υπέρογκες τιμές, τις οποίες καθόριζε, όπως είπαμε, το κράτος.
Το χειρότερο, οι βιομήχανοι ήταν αναγκασμένοι να εκτελούν χωρίς καθυστέρηση και υπό την απειλή εξοντωτικών ποινών τις παραγγελίες που τους έδινε το κράτος, ενώ όταν ερχόταν η ώρα της πληρωμής αμείβονταν με το περίφημο νόμισμα «Mefo» -εμπνεύσεως του Χίαλμαρ Σαχτ- στη χαμηλότερη πάντοτε ισοτιμία από τις εκατοντάδες που είχαν κατασκευάσει για το μάρκο.
Το άρθρο δημοσιεύεται στον Φιλελεύθερο που κυκλοφορεί αυτό το Σαββατοκύριακο, 7-8 Μαρτίου