Του Κωστή Χατζηδάκη*
Ίσως σε μερικά χρόνια ο κ. Τσίπρας παραδεχτεί ότι είχε ακόμα μία αυταπάτη: Την αυταπάτη ότι η Ελλάδα βγήκε από τα μνημόνια! Προς το παρόν, πάντως, επέλεξε να πανηγυρίσει δεόντως στην Ιθάκη τη δήθεν επιτυχία του αυτή. Όπως είχε επιλέξει, παλαιότερα, να υποσχεθεί πως θα σκίσει τα μνημόνια, θα επαναφέρει τη 13η σύνταξη και θα αυξήσει τον κατώτατο μισθό στα 752 ευρώ. Υποσχέσεις που ο κ. Τσίπρας –και ο ΣΥΡΙΖΑ- φαίνεται να έχει ξεχάσει, μαζί με την ηρωική διαπραγμάτευση του πρώτου εξαμήνου του 2015 που κόστισε από 86 μέχρι 200 δισ. ευρώ σύμφωνα με πρόσφατες εκτιμήσεις του κ. Ρέγκλινγκ του ESM και οδήγησαν συνολικά σε 8.220 ευρώ χαμένο πλούτο ανά νοικοκυριό, με τους πιο αδύναμους να έχουν πληγεί περισσότερο. Αυτό ήταν το κόστος ΣΥΡΙΖΑ για τους Έλληνες πολίτες.
Ας υποθέσουμε, όμως, πως ισχύει πράγματι ότι βγαίνουμε από τα μνημόνια. Τότε προκύπτουν μερικά απλά ερωτήματα: Γιατί χρειάζεται να διαπραγματευτεί η κυβέρνηση με τους εταίρους για το κόψιμο συντάξεων; Γιατί δεν ακυρώνει την αύξηση του αφορολόγητου που θα κοστίσει έναν μισθό στους μισθωτούς; Γιατί δεν μειώνει τους υψηλούς στόχους για τα πρωτογενή πλεονάσματα οι οποίοι, σύμφωνα με παλαιότερες δηλώσεις του κ. Τσίπρα, πνίγουν την ελληνική οικονομία; Και η απάντηση είναι προφανής: Η κυβέρνηση Τσίπρα-Καμμένου έχει φέρει ήδη ένα τέταρτο μνημόνιο, το οποίο έχει τα χαρακτηριστικά των προηγούμενων: Οικονομική στήριξη από την τρόικα –πολύ χαμηλότερη μάλιστα σε σχέση με το παρελθόν, για την ακρίβεια ένα κομπόδεμα για πορευτεί η χώρα μέχρι το 2021- με αντάλλαγμα αυστηρά μέτρα και αντίστοιχη εποπτεία. Για ποια έξοδο από τα μνημόνια συζητούμε λοιπόν;
Δεν είναι όμως τα ψέματα τα οποία λέγονται συνεχώς, αδιαλείπτως και σωρηδόν. Είναι και το εισαγγελικό ύφος. Η αλαζονεία, ο κυνισμός και το διχαστικό πνεύμα του πρωθυπουργού. Την ώρα που κανείς θα περίμενε από μια κυβέρνηση που προφανώς έχει αποτύχει να έχει στοιχειώδη συναίσθηση αυτής της πραγματικότητας, ο πρωθυπουργός χρησιμοποίησε αυτή τη ευκαιρία για να επιτεθεί και πάλι στους πολιτικούς του αντιπάλους, μήπως και αυξήσει κάπως τη συσπείρωση του ΣΥΡΙΖΑ. Δεν μπορούν να παράγουν έργο, παράγουν οξύτητα. Δεν μπορούν να δώσουν προοπτική, μένουν προσκολλημένοι στο παρελθόν, που το διαστρεβλώνουν στα μέτρα τους. Ποδοπάτησαν τις υποσχέσεις τους για τη διαφθορά και τη διαπλοκή και τολμάνε ακόμα και σήμερα να κουνάνε το δάχτυλο για τους αντιπάλους τους!
Εν πάση περιπτώσει, γνωρίζουμε πως η κυβέρνηση αυτή, ούτως ή άλλως, βρίσκεται σε αποδρομή. Το ζητούμενο όμως δεν είναι απλά να αλλάξουμε κυβέρνηση. Είναι να αλλάξουμε λογική. Να αφήσουμε πίσω μας την προσκόλληση σε κρατικίστικες ιδεοληψίες και σε ψευδαισθήσεις πως μπορούμε να διανέμουμε χωρίς να παράγουμε. Και να περάσουμε σε μια νέα προσέγγιση που θα έχει στο επίκεντρο τη στήριξη της επιχειρηματικότητας και την προσέλκυση επενδύσεων. Ένα νέο μοντέλο για την οικονομία μας που θα συνοψίζεται, με δύο λέξεις, ως εξής: «Παράγω, εξάγω».
Στη Νέα Δημοκρατία αυτή η λογική βρίσκεται στον πυρήνα του σχεδιασμού μας για την Ελλάδα του αύριο. Στόχος μας είναι να προχωρήσουμε μπροστά έχοντας μάθει από τα λάθη μας, αλλά και από τα λάθη των άλλων. Διότι αν είναι να κάνουμε τα λάθη του παρελθόντος, καλύτερα να μείνουμε στην αντιπολίτευση. Ερχόμαστε για να συμπεριφερθούμε ως πραγματική ευρωπαϊκή κυβέρνηση. Για να κάνουμε τα λίγα –αλλά ουσιαστικά- τα οποία λέμε. Και για να εμπνεύσουμε με το παράδειγμά μας.
Οι Έλληνες δεν θέλουν να ακούσουν άλλες ψεύτικες υποσχέσεις. Θέλουν πολιτικούς που θα ακούν τα καθημερινά τους προβλήματα. Πολιτικούς που θα μιλούν με αξιοπιστία και σοβαρότητα στην καρδιά του νέου που δουλεύει delivery και παίρνει 360 ευρώ, ο οποίος ψάχνει τον τρόπο για να σταθεί στα πόδια του με αξιοπρέπεια. Στην καρδιά του αποφοίτου πανεπιστημίου που έχει στείλει δεκάδες βιογραφικά χωρίς αντίκρισμα και αναγκάζεται να μεταναστεύσει, αφήνοντας πίσω του οικογένεια και φίλους. Στην καρδιά της νοικοκυράς που βλέπει κάθε φορά που πηγαίνει στο σούπερ μάρκετ πως το οικογενειακό εισόδημα δεν αρκεί για να προσφέρει στα παιδιά της αυτά που χρειάζονται.
Σε αυτούς τους ανθρώπους πρέπει να κάνουμε ξεκάθαρο ότι νοιαζόμαστε. Όχι με μεγάλα λόγια, αλλά με μια πολιτική που θα κάνει την Ελλάδα να δουλέψει ξανά. Μια πολιτική που θα δημιουργήσει τις προϋποθέσεις να γίνουμε παραγωγικοί και εξαγωγικοί και να μην συμβιβαζόμαστε με έναν ρόλο κομπάρσου στην ευρωπαϊκή οικονομία. Μια πολιτική η οποία θα απελευθερώσει τις δημιουργικές δυνάμεις των Ελλήνων, οι οποίοι αντί να εξορίζονται από τον λαϊκισμό και να πετυχαίνουν στο εξωτερικό, θα μπορούν πλέον να πετυχαίνουν και στην Ελλάδα. Δοκιμάσαμε τον λαϊκισμό. Δοκιμάσαμε τα ψέματα. Δοκιμάσαμε την αερολογία. Καιρός να δοκιμάσουμε τη σοβαρότητα. Την υπευθυνότητα. Την αλήθεια. Και αν όλοι –ηγεσία και λαός- δεν φοβηθούμε τη σοβαρότητα, την υπευθυνότητα και την αλήθεια, η πατρίδα μας θα βρει την περπατησιά της.
* Ο κ. Κωστής Χατζηδάκης είναι Αντιπρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας, Βουλευτής Β΄Αθηνών