Οι αντιδράσεις των κομμάτων που εκφράζουν τα απομεινάρια του σκληρού μεταπολιτευτικού συνδικαλιστικού κατεστημένου, απέναντι στο νόμο για τα εργασιακά, που προωθεί η κυβέρνηση και επιφέρει μια σημαντική δημοκρατική αλλαγή στη λειτουργία των συνδικάτων και στο καθεστώς της προκήρυξης απεργιακών κινητοποιήσεων, πέφτουν στο κενό. Ουδείς ενδιαφέρεται για το μέλλον των εργατοπατέρων, εκτός από τους ίδιους.
Οπότε τα κόμματα αυτά ανεβάζουν τους τόνους, συνθηματολογώντας για την «υποχρεωτική 13ωρη εργασία», για «συνθήκες εργασιακής γαλέρας», για μετατροπή της χώρας σε ειδική οικονομική ζώνη και για άλλα εύηχα.
Πέρα από τη γραφικότητα των συνθημάτων, ακόμα μεγαλύτερη εντύπωση προκαλεί το γεγονός, ότι τα στελέχη του Σύριζα που πρωτοστατούν σήμερα στη μάχη κατά του νόμου, είναι τα ίδια, που σαν κυβερνητικά στελέχη της κυβέρνησης του Γιώργου Παπανδρέου, είχαν θεσμοθετήσει το λεγόμενο «ευέλικτο ωράριο».
Έτσι η υπογραφή της σημερινής υπεύθυνης τομεάρχη του ΣΥΡΙΖΑ για τα εργασιακά, Μαρίζας Ξενογιαννακοπούλου, φιγουράρει κάτω από το νόμο του 2010 και τις ερμηνευτικές διατάξεις του 2011. Εκτός και αν η πρώην υπουργός Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης Μαρία - Ελίζα Ξενογιαννακοπούλου, είναι κάποιο άλλο πρόσωπο.
Το ίδιο ισχύει και για τον επίσης υπογράψαντα τον σχετικό νόμο του 2010, πρώην Υπουργό Εσωτερικών Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης της κυβέρνησης Παπανδρέου, Ιωάννη Ραγκούση, που σήμερα έξαλλος, διαρρηγνύει τα ιμάτια του κατά του νόμου της ΝΔ.
Ο ίδιος νόμος φέρει και την υπογραφή της τότε Υπουργού Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας και σημερινής οικονομικής συμβούλου του αρχηγού του Σύριζα, Λούκας Κατσέλη.
Οπότε, όχι μόνο τα επιφανέστατα σημερινά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, είχαν εισηγηθεί και υπερψηφίσει το νόμο για το ευέλικτο ωράριο, αλλά και ο Σύριζα κατά τη διάρκεια της κυβερνητικής του θητείας παρέα με τους Ανεξάρτητους Έλληνες του Πάνου Καμμένου, όχι μόνο δεν ανέτρεψε το υπάρχοντα νόμο, αλλά τον εφάρμοσε κατά γράμμα.
Η αλήθεια είναι ότι η διευθέτηση του συνολικού εργάσιμου χρόνου αποτελεί μια ιδιαίτερα διαδεδομένη πρακτική στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που έχει αναπτυχθεί με ταχύτατους ρυθμούς τα τελευταία χρόνια.
Η πρακτική ευελιξίας του χρόνου εργασίας, ουσιαστικά προσαρμόζει την παρεχόμενη εργασία στις διακυμάνσεις της δραστηριότητας και των ρυθμών λειτουργίας μιας επιχείρησης. Και αυτό πραγματοποιείται με επιμέρους μεταβολές στη διάρκεια του χρόνου εργασίας, διατηρώντας αμετάβλητο το μέγεθος της απασχόλησης στον χώρο εργασίας.
Ως αποτέλεσμα οι επιχειρήσεις παρουσιάζουν σημαντική εξοικονόμηση κόστους, εφόσον οι δαπάνες για την υπερωριακή απασχόληση δεν καταβάλλονται και ο επιπλέον εργάσιμος χρόνος αναπληρώνεται, με τη χορήγηση ανάλογου μειωμένου ωραρίου.
Η διευθέτηση του χρόνου εργασίας δεν πηγάζει μονάχα από οικονομικές σκοπιμότητες, αλλά και από τις ανάγκες που αποκτάει ο σύγχρονος άνθρωπος με τον νέο τρόπο ζωής του.
Τα υπάρχοντα ωράρια που επί δεκαετίες κυριαρχούν στο εργασιακό οικοσύστημα, αρχίζουν να δίνουν τη θέση τους σε νέες μορφές του εργάσιμου χρόνου. Η δυνατότητα των εργαζομένων να λαμβάνουν έξτρα ρεπό, να έχουν περισσότερο ελεύθερο χρόνο, δίνει απαντήσεις στις απαιτήσεις των καιρών.
Αν και εφόσον επιτευχθεί η επιβολή ενός ρυθμιστικού πλαισίου και ο σχεδιασμός ενός ικανού ελεγκτικού μηχανισμού, η διευθέτηση του χρόνου εργασίας θα ευεργετήσει και τους εργαζόμενους και τις επιχειρήσεις. Και αυτό είναι σίγουρο ότι θα συμβεί μέσα των ψηφιακών εργαλείων που θεσπίζει ο νόμος. Άλλωστε το αίτημα για την ένταξη ενός εργαζόμενου στο ευέλικτο ωράριο γίνεται μόνο από τον ίδιο. Και σε περίπτωση που ο εργαζόμενος αρνηθεί τον προγραμματισμό της επιχείρησης να τον εντάξει στο ευέλικτο ωράριο, ο εργοδότης δεν μπορεί να τον απολύσει.
Γιατί λοιπόν οι πολιτικοί που θέσπισαν τη ραχοκοκαλιά αυτού το νόμου, αντιδρούν σήμερα με τόσο υπέρμετρο φανατισμό; Διότι κατά πρώτον, αναζητούν αφορμές για αναστάτωση και για δημιουργία κλίματος αντιδράσεων. Κατά δεύτερον, ψαρεύουν στα θολά νερά των νέων εργαζομένων, που η αλήθεια είναι ότι βιώνουν μια σημαντική εργασιακή πίεση, κυρίως μέσω της εργασίας από το σπίτι, που δεν ελέγχεται. Μια πραγματικότητα που αλλάζει με την υιοθέτηση της ψηφιακής κάρτας.
Το τρίτο και βασικότερο σημείο αντίδρασης είναι το γεγονός ότι η διευθέτηση, μπορεί να γίνει ανάμεσα στους εργαζομένους και τις επιχειρήσεις, δίχως τη διαμεσολάβηση των συνδικαλιστικών οργανώσεων και των εργατοπατέρων. Και αυτό, εξοργίζει την Αριστερά, που βλέπει τους συνδικαλιστικούς ταγούς να μπαίνουν για τα καλά στο χρονοντούλαπο της ιστορίας όπως έλεγε και το παλαιό ορθόδοξο ΠΑΣΟΚ.