Μπορεί ο κόσμος του διαδικτύου να ασχολείται με τα χταπόδια ή τα κιλά τηλεπερσόνων, αλλά τη ζωή μας σε τελική ανάλυση την ορίζουν άλλα πράγματα. Χθες, με απόφαση του Eurogroup, άνοιξε ο δρόμος για να εξέλθει η χώρα μας από το καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας. Έτσι τερματίζεται μια δωδεκαετής εφιαλτική περίοδος. Γινόμαστε μια κανονική χώρα.
Μέσα από την πανδημία και την οικονομική κρίση που έφερε ο πόλεμος στην Ουκρανία, η ελληνική οικονομία άντεξε και επιβραβεύτηκε. Ήταν μια προσπάθεια με πολλά πισωγυρίσματα, καθώς σε αυτήν την κατάσταση θα μπορούσαμε να βρεθούμε από τα μέσα του 2016, αν δεν μεσολαβούσε το καταστροφικό, από κάθε άποψη, 2015 με το τρίτο και βαρύτερο μνημόνιο.
Είναι κουραστικό να αναφερθώ σε οικονομικούς δείκτες. Άλλωστε υπάρχουν άλλοι αρμοδιότεροι εμού να το πράξουν. Απλώς οφείλω για λόγους ιστορικής αλήθειας να αναφερθώ στο βασικό θεμέλιο πάνω στο οποίο στηρίχτηκε το σημερινό αποτέλεσμα. Αυτό ήταν το PSI, το μεγαλύτερο παγκοσμίως κούρεμα δημοσίου χρέους. Αν σήμερα ουδείς ασχολείται με το χρέος της πατρίδας μας είναι γιατί -λόγω του PSI- το μεγαλύτερο τμήμα του βρίσκεται σε θεσμικά ευρωπαϊκά χέρια με κλειδωμένο επιτόκιο μικρότερο του 1,5%. Αυτό σημαίνει πως η διεθνής άνοδος των επιτοκίων, το τελευταίο κράτος που θα πλήξει θα είναι η Ελλάδα.
Σύμφωνα με έκθεση διεθνούς οίκου αξιολόγησης το χρέος της Ελλάδας που βρίσκεται σε μη θεσμικά χέρια, θα κυμαίνεται στο 50% περίπου του ΑΕΠ έναντι του 100% που είναι ο μέσος όρος της Ε.Ε. Επιπροσθέτως, το ελληνικό δημόσιο χρέος έχει χαμηλές ανάγκες χρηματοδότησης (κάτω από το 15% σε ετήσια βάση) και μεγάλους χρόνους λήξης, δηλαδή πάνω από 20 χρόνια.
Γι' αυτούς τους λόγους σήμερα ουδείς ασχολείται με το χρέος, αλλά με την τιθάσευση του ελλείμματος.
Έτσι παρ' όλες τις διεθνείς αντιξοότητες, όλοι οι οίκοι αξιολόγησης αντιμετωπίζουν θετικά τις εξελίξεις την εθνικής οικονομίας και γι' αυτό το λόγο θεωρείται βέβαιη η αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας μας στην επενδυτική βαθμίδα στα τέλη του 2022 ή στις αρχές του 2023.
Σε αυτό το κλίμα υπάρχει ένα σημαντικό πολιτικό «δια ταύτα». Αυτά τα επιτεύγματα δε σημειώθηκαν εν κενώ πολιτικής, μόνο με τεχνοκρατική διαχείριση. Η κυβέρνηση ευθύς εξ αρχής ενέπνευσε μια εμπιστοσύνη στις αγορές, ίσως και γιατί η σύγκριση με τους προηγούμενους ήταν συντριπτική. Και το γενικότερο προφίλ του πρωθυπουργού έπειθε πως στην Ελλάδα πολλά μπορούν να αλλάξουν γιατί υπάρχει η πολιτική βούληση. Βέβαια οι παθογένειες επιβιώνουν και φέρνουν αναβολές σχεδιασμών και καθυστερήσεις (βλ. ναυπηγεία Σκαραμαγκά, ΛΑΡΚΟ, ιδιωτικοποιήσεις). Όμως οι διεθνείς επενδυτές αξιολογούν τη γενική εικόνα θετικά.
Με τη λήξη της ενισχυμένης εποπτείας θα κληθεί πλέον η κυβέρνηση να αποδείξει το αυτόνομο μεταρρυθμιστικό της πρόγραμμα και να το αναδείξει, μαζί με τη σταθερή στάση της στα εθνικά θέματα, στο κυρίαρχο αφήγημα της προεκλογικής της ατζέντας.