Του Παναγιώτη Γκλαβίνη
Δε νομίζω πως θα βρίσκαμε πιο ταιριαστό όρο από την «αναξιοπρέπεια» για να χαρακτηρίσουμε τη στάση, τη συμπεριφορά και την πολιτεία των κυβερνώντων, των υποστηρικτών τους και των συνοδοιπόρων τους τα τέσσερα τελευταία χρόνια. Τι να πρωτοθυμηθεί κανείς.
Η ριζοσπαστική Αριστερά ήρθε στη εξουσία για να σκίσει τα Μνημόνια και αντ' αυτού, υπέγραψε ένα τρίτο, αχρείαστο και χειρότερο. Και ήδη μάς επέβαλε κι ένα τέταρτο εις το διηνεκές. «Εμένα, τι να με κάνετε», είχε πει ο κ. Τσίπρας, «αν είναι, ερχόμενος στην εξουσία, να εφαρμόσω Μνημόνια.
Έχετε τον Σαμαρά και τον Βενιζέλο γι' αυτό». Και όμως, ήταν σε τέτοιο βαθμό αναξιοπρεπής ο ίδιος, που κάθισε και εφήρμοσε τα Μνημόνια, με τρόπο μάλιστα που αποδεδειγμένα κανένας άλλος πρωθυπουργός πριν απ' αυτόν δεν το έπραξε, στο μέτρο που δεν δίστασε να παραχωρήσει στους δανειστές μας υποθήκη για εκατό χρόνια εφ' όλης της ιδιωτικής περιουσίας (και όχι μόνο) του Ελληνικού Δημοσίου, τη στιγμή που όσο ήταν στην αντιπολίτευση, διαμαρτυρόταν γιατί είχε καταλυθεί η κυριαρχία μας με την Δανειακή Συμφωνία που είχαμε υπογράψει το 2010.
Δεν πρόκειται για μια απλή αναντιστοιχία προεκλογικών λόγων και μετεκλογικών έργων από αυτές που μας είχαν συνηθίσει οι περισσότεροι από τους προκατόχους του κ. Τσίπρα στο παρελθόν, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό. Πρόκειται για το «άσπρο-μαύρο» μέσα σε μια νύχτα! Κι ο Ανδρέας Παπανδρέου αναρριχήθηκε στην εξουσία με αντιπολιτευτικά συνθήματα του τύπου «έξω οι βάσεις του θανάτου» και «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο». Βρείτε μου, όμως, μια προεκλογική συγκέντρωση το 1981, στην οποία να είχε πει ότι θα διώξει τις βάσεις ή θα αποχωρήσει από την ΕΟΚ ή το ΝΑΤΟ. Καμία!
Αντιθέτως, όσοι αποχώρησαν από τον ΣΥΡΙΖΑ το καλοκαίρι του 2015, παρά το μεγάλο κακό που προκάλεσαν –αυτοί κυρίως– στη χώρα τότε ακριβώς, τυγχάνουν ευμενέστερης μεταχείρισης σήμερα από την κοινή γνώμη και η ιστορία ίσως να μην τους είναι το ίδιο αυστηρή όσο με τους άλλους που έμειναν. Άνθρωποι σαν τον Παναγιώτη Λαφαζάνη, τη Ζωή Κωνσταντοπούλου και τον Γιάνη Βαρουφάκη, προξένησαν μεγαλύτερη βλάβη όταν κυβερνούσαν, απ' ό,τι οι Συριζαίοι που μείνανε πίσω και εφήρμοσαν Μνημόνια, εν πολλοίς μάλιστα για να διορθώσουν τα δικά τους σφάλματα το εξάμηνο της «τρελής διαπραγμάτευσης».
Σήμερα, όμως, όλοι αυτοί εκπέμπουν μια ανεξήγητη γοητεία και προβάλλονται δυσανάλογα από τα μέσα εκείνα που βδελύσσονται τον ΣΥΡΙΖΑ. Γιατί άραγε; Ξεχνούν όσοι τους προβάλλουν το κακό που κάνανε στη χώρα το 2015; Αυτοί ευθύνονται κυρίως και για την επιθετικά υπονομευτική στάση του ΣΥΡΙΖΑ πριν το 2015 απέναντι στις προσπάθειες αυτών που επιχειρούσαν να σώσουν τη χώρα, με όποια αμαρτήματα κι αν βαρύνονταν οι τελευταίοι ή οι παρατάξεις τους στο παρελθόν. Η απάντηση είναι μία: διότι αυτοί, τουλάχιστον, αποδείχθηκαν αξιοπρεπείς! Διασώσανε φεύγοντας την αξιοπρέπειά τους. Κι αυτό, το εκτιμά η κοινή γνώμη.
Αναξιοπρεπής αποδείχθηκε και όλος ο εσμός των Συριζαίων που πήραν τις καρέκλες για να κάνουν πράγματα, τα οποία κατήγγελλαν όταν το κόμμα τους βρισκόταν στην αντιπολίτευση.
Αναξιοπρεπείς αποδείχθηκαν και όσοι Πασόκοι, Δημαρίτες ή Ποταμίσιοι προπηλακίστηκαν από τους Συριζαίους, στη συνέχεια, όμως, χωρίς αιδώ, προσχώρησαν στον ΣΥΡΙΖΑ ή πορεύονται μαζί του, ορισμένοι μάλιστα αναλαμβάνοντας και θέσεις στην Κυβέρνηση! Τελευταίο και λαμπρότερο παράδειγμα, αυτό του κ. Θεοχαρόπουλου, το οποίο συναγωνίζεται το προηγούμενο του κ. Κουβέλη. Υπό τις συνθήκες, όμως, που συνέβη το τελευταίο, ξεπερνάει τα όρια της αναξιοπρέπειας και αγγίζει τη γελοιότητα.
Ως γελοία, και όχι απλά αναξιοπρεπής, θα πρέπει να χαρακτηριστεί και η συμπεριφορά των δήθεν ακροδεξιών, εθνικοφρόνων και υπερπατριωτών, που τα βρήκαν από την πρώτη μέρα με τον ΣΥΡΙΖΑ και του στάθηκαν χρήσιμο (πλην «ηλίθιο») δεκανίκι. Η προσφορά τους στην πολιτική ζωή της χώρας θα είναι μεγάλη, τελικά: απέδειξαν ότι δεν πίστευαν σε τίποτε άλλο, παρά μόνο στην καρέκλα που τους εξασφάλιζε η στήριξή τους στον ΣΥΡΙΖΑ. Η δεξιά είχε πάντοτε πολλούς τέτοιους στους κόλπους της. Η τιμωρία τους στις επερχόμενες εκλογές θα είναι υποδειγματική.
Ακούστηκαν πολλά ονόματα επιφανών συμπολιτών μας, που αρνήθηκαν να ενδώσουν στον πειρασμό της κατάληψης κυβερνητικών θέσεων που τους προσφέρθηκαν, και μάλιστα διακεκριμένων. Η άρνησή τους οφείλεται στο γεγονός ότι πρόκειται για ανθρώπους αξιοπρεπείς. Τους πρέπουν συγχαρητήρια γι' αυτή τη στάση τους και είναι κρίμα που δεν εξωτερικεύουν την άρνησή τους αυτή, ώστε να τους μάθει ευρύτερα η κοινή γνώμη και να διδαχθεί από το παράδειγμά τους. Να μάθει πως υπάρχουν ακόμη άνθρωποι σ' αυτό τον τόπο που πιστεύουν πως ΟΛΑ ΔΕΝ ΕΠΙΤΡΕΠΟΝΤΑΙ. Πως υπάρχουν όρια σε κάποια πράγματα, τα οποία θέτει η αξιοπρέπεια, η τιμή, η ντομπροσύνη, η μπέσα, το φιλότιμο, η αιδώς, η τσίπα, η συνέπεια, η ντροπή.
Το μεγαλύτερο κακό που θ' αφήσει πίσω της αυτή η τετραετία, είναι ότι μόλυνε την πολιτική ζωή του τόπου και διάβρωσε ό,τι απέμενε στα μάτια της ελληνικής κοινωνίας γι' αυτό που αντιπροσώπευε η κατάληψη μιας κυβερνητικής θέσης. Ποτέ η χώρα στη μακρόχρονη ιστορία της δεν έζησε τέτοιον ευτελισμό των θέσεων κυβερνητικής ευθύνης. Η επιστήμη του Συνταγματικού Δικαίου στηλίτευε τη δυνατότητα του Ανώτατου Άρχοντα να διορίζει υπό το Σύνταγμα του 1952 ως πρωθυπουργό ακόμη και τον «κηπουρό του». Με την πρώτη φορά Αριστερά στην εξουσία, το είδαμε να συμβαίνει και αυτό, στην κυριολεξία.
Η Αριστερά, όμως, ξεπέρασε και το δικό της ρεκόρ: ίδρυσε ένα Χρηματιστήριο Υπουργικών Θώκων, όπου πασόκοι, νεοδημοκράτες, δημαρίτες, ποταμίσιοι και ανελίτες βουλευτές μπορούν να γίνουν υπουργοί ανά πάσα ώρα και στιγμή, αρκεί να πουλήσουν το κόμμα, με το οποίο εκλέχτηκαν. Τέτοιας έκτασης διαφθορά πολιτικών συνειδήσεων δεν έχουμε ξαναδεί στην Ελληνική Κοινοβουλευτική ιστορία. Ζούμε έναν εφιάλτη, στον οποίο μόνον ο πολίτης είναι ικανός να θέσει τέλος με την ψήφο του.