Ο ιδεολογικός απόηχος του αποτυχημένου πειραματισμού των Ελλήνων με την αριστερά ήταν σίγουρα η πρώτη μεγάλη ευκαιρία για τις φιλελεύθερες ιδέες μετά από 30 χρόνια. Αυτή τη στιγμή η κοινωνία μας είναι περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη στιγμή της πρόσφατης ιστορίας μας έτοιμη να ακούσει, να καταλάβει, να “ποντάρει” στις φιλελεύθερες ιδέες σε ό,τι αφορά την οικονομία, τα ατομικά δικαιώματα και το κράτος δικαίου - τους πυλώνες δηλαδή του φιλελευθερισμού. Το αν οι πολιτικές δυνάμεις που πιστεύουν στις αξίες της ελευθερίας θα αξιοποιήσουν αυτή την ευκαιρία θα κριθεί στο κατά πόσο θα μπορέσουν να κάνουν την υπέρβαση σε τρεις τομείς.
Ο πρώτος τομέας έχει κοινωνικό πρόσημο. Έρευνες που έχουν γίνει στις ΗΠΑ από τον σπουδαίο κοινωνικό επιστήμονα Jonathan Haidt, δείχνουν ότι αρκετοί άνθρωποι που προτιμούν την αριστερά ως χώρο πολιτικής έκφρασης και προτίμησης, τείνουν να δίνουν δυσανάλογα μεγαλύτερη βαρύτητα σε σχέση με άλλους πολιτικούς χώρους στη γνησιότητα του ενδιαφέροντος για τους αδικημένους και τους ταλαίπωρους του κόσμου μας. Δεν είναι καθόλου τυχαίο άλλωστε που από όλες τις κατηγορίες που μπορούν οι αριστεροί να εξαπολύσουν εναντίον του φιλελευθερισμού έχουν επιλέξει εκείνη του “ανάλγητου” και “αντιλαϊκού”. Αν οι φιλελεύθερες ιδέες ενδιαφέρονται πραγματικά να καταστούν κυρίαρχο πολιτικό ρεύμα μακροπρόθεσμα δεν μπορούν να αγνοήσουν αυτή την προδιάθεση των αριστερών συμπολιτών μας. Αρκετά συχνά οι φιλελεύθερες ιδέες παρουσιάζονται άτσαλα, χωρίς να αναδεικνύουν τα οφέλη που φέρουν στους μη-προνομιούχους. Η πρώτη μεγάλη υπέρβαση που οφείλουν οι φιλελεύθερες δυνάμεις της χώρας να κάνουν είναι να αποδείξουν έμπρακτα ότι ενδιαφέρονται γνήσια και τουλάχιστον εξίσου με την αριστερά για τα προβλήματα αυτά και ότι οι λύσεις που προτείνουν είναι διαφορετικές (και καλύτερες).
Η δεύτερη υπέρβαση, εξίσου κρίσιμη και σημαντική με την πρώτη, αφορά το δόγμα “νόμος και τάξη”. Ας μη γελιόμαστε, μεγάλο μέρος του πληθυσμού της χώρας έχει βαθιές και ιστορικές επιφυλάξεις απέναντι σε τσιτάτα αυτού του τύπου - και όχι άδικα. Το συγκεκριμένο δόγμα δεν πρόκειται ποτέ να γίνει κοινωνικά αποδεκτό όταν οι πολίτες φοβούνται ότι η αστυνομία στοχοποιεί συγκεκριμένες ομάδες ανάλογα με τις πολιτικές τους προτιμήσεις ή ότι η επίκληση στην ισονομία και την καθολική εφαρμογή των νόμων είναι μία επίφαση που καλύπτει την πολιτικά κινητροδοτημένη εκδικητικότητα. Η κυβέρνηση, που εκλέχθηκε με αυτό το δόγμα, οφείλει να αποδείξει έμπρακτα ότι ο “νόμος και η τάξη” δεν αφορά μόνο τις παραβατικές συμπεριφορές των δυνάμεων που της αυξάνουν το πολιτικό κόστος. Με αφορμή τα τελευταία περιστατικά αστυνομικής βίας - που δεν κρίνει η στήλη ως προς τη νομιμότητά τους - πρέπει να καταστεί σαφές πέραν κάθε αμφισβήτησης ότι το δόγμα “νόμος και τάξη” ξεκινά μέσα από την ίδια την αστυνομία που αποτελεί και το εκτελεστικό όργανο του πολιτεύματος. Αν οι φιλελεύθεροι κλείνουν τα μάτια μπροστά στην αστυνομική βία επειδή τυγχάνει να θεωρούν τον Τσίπρα χειρότερο από τον Μητσοτάκη, δεν υπάρχει καμία περίπτωση να πειστούν συμπολίτες μας για τη γνησιότητα της ιδεολογικά επιβεβλημένης προσήλωσης του φιλελευθερισμού στην ισονομία και το κράτος δικαίου.
Η τελευταία υπέρβαση αφορά την οικονομία. Οι φιλελεύθεροι παραδοσιακά προτιμούν τις μη-κρατικά σχεδιασμένες λύσεις, την ιδιωτική οικονομία από την κρατική, και τα οφέλη της παραγωγικότητας έναντι της κρατικής πρόνοιας. Στο σημείο που βρίσκεται η χώρα μας, με την πλειονότητα του πληθυσμού να εξαρτάται άμεσα ή έμμεσα από το κράτος για την επιβίωσή του, θα ήταν παράλογο να ποντάρουμε στον ανορθολογισμό των συμπολιτών μας και να πιστέψουμε ότι θα υποστηρίξουν οτιδήποτε άλλο από το ελληνικό κρατικοδίαιτο οικονομικό μοντέλο. Για να γίνει μία τέτοιου είδους μεταστροφή χρειάζεται οι φιλελεύθερες δυνάμεις να κάνουν μία ακόμα υπέρβαση. Προτού καταδικάσουν το σπάταλο κράτος ή το αναποτελεσματικό κράτος πρόνοιας, να μιλήσουν καθαρά κατά της εταιρικής πρόνοιας - των πολιτικών δηλαδή που προστατεύουν συγκεκριμένους κλάδους ή επιχειρήσεις εις βάρος των καταναλωτών και των ανταγωνιστών τους. Να καταστήσουν σαφή τη διάκριση ανάμεσα στο να είναι κανείς υπέρ του ανταγωνισμού και της ελεύθερης αγοράς και στο να είναι κανείς υπέρ των επιχειρήσεων.
Αν οι φιλελεύθεροι καταφέρουμε αυτές τις τρεις υπερβάσεις, είναι πολύ πιθανό η ήδη καταγεγραμμένη δημοφιλία των φιλελεύθερων ιδεών στη χώρα μας να αποκτήσει διάρκεια και περιεχόμενο. Αν αποτύχουμε, θα έχουμε αποτύχει στο να αποτρέψουμε ακόμα μία μεγάλη χαμένη ευκαιρία.