Δουλειά του συγγραφέα δεν είναι να γράφει. Το γράψιμο —μολονότι κάποιοι θα σας πουν πως είναι καλλιτεχνική έκφραση, ανάγκη, επικοινωνία ή και… χρέος, ή και όλα αυτά μαζί—, το γράψιμο κατά βάση είναι χόμπι. Βέβαια, τα χόμπι δεν είναι κακά, ούτε ντροπή. Τα χόμπι είναι μια χαρά.
Τι είναι δουλειά του συγγραφέα; Δουλειά του συγγραφέα είναι να πουλάει βιβλία — είτε μέσω του εκδότη του, όπως γίνεται παραδοσιακά, είτε μέσω μιας διαδικτυακής πλατφόρμας αν μιλάμε για αυτοέκδοση, πράγμα που συνηθίζεται πλέον στους αγγλόφωνους συγγραφείς.
Αλλά, ναι, αυτή είναι η δουλειά του αφ’ ης στιγμής εξέδωσε το βιβλίο του. Να το πουλάει.
Τώρα, η δουλειά αυτή δεν έχει να κάνει με τον αριθμό των πωληθέντων αντιτύπων μιας έκδοσης. Δεν έχει να κάνει καθόλου μ’ αυτό. Δεν μετριέται με τον όγκο. Μετριέται απλώς με το κομμάτι. Αλλά και πάλι: στη δουλειά αυτή κάθε κομμάτι, κάθε βιβλίο που αγοράζει κάποιος δηλαδή, έχει ένα παράδοξα μεγάλο ειδικό βάρος. Ο αναγνώστης —κάθε φορά ένας, κάθε φορά μοναδικός— είναι ένας ολόκληρος κόσμος, όσο γλυκερό, μπανάλ και μελό κι αν ακούγεται αυτό. Και, παίρνοντας (και διαβάζοντας) το βιβλίο σου, αυτός ο μοναδικός αναγνώστης έρχεται σε συνάντηση με έναν άλλο κόσμο, έναν κόσμο κατασκευασμένο από εσένα — τον κόσμο του βιβλίου σου. Κι αυτό, όπως και να το δεις, θες δε θες είναι καταπληκτικό. Μοναδικό.
Κάποιος, από την άλλη, μπορεί να πει πως το ίδιο πάνω-κάτω συμβαίνει και με μια σοκολάτα: κάθε φορά που τρώμε μία σοκολάτα, συναντιόμαστε με τον ιδιαίτερο, θαυμαστό κόσμο της. Μπορεί να το πει, ναι, ασφαλώς· αλλά είναι σαχλαμάρα. Τα βιβλία είναι άλλου είδους σοκολάτες, δεν είναι από τις κανονικές.
Κανείς συγγραφέας δεν γράφει βιβλία επειδή τού μίλησε η Μούσα, ή επειδή «δεν μπορεί να κάνει αλλιώς». Η μεν πρώτη δεν υπάρχει —εκτός κι αν έχεις την ατυχία ν’ ακούς Φωνές—, κι όσο για το άλλο, το λένε συνήθως άνθρωποι που έχουν γράψει συνολικά στη ζωή τους ένα-δυο λεπτά βιβλιαράκια όλα κι όλα. Αν δεν μπορούσαν στ’ αλήθεια να κάνουν αλλιώς, θα ήσαντε μια στάλα πιο παραγωγικοί. Προσοχή-προσοχή: δεν είμαστε, κανείς μας δεν είναι, Κάφκα. Και δόξα τω Θεώ να λέμε που δεν είμαστε. Είναι μεγάλο βάρος και ευθύνη να είσαι κάτι τόσο τρομερό και τόσο αλλούτερο.
Αλλά για να γυρίσουμε στο θέμα μας: εν πάση περιπτώσει, ο συγγραφέας πουλάει βιβλία. Αυτή είναι η δουλειά του, κι ας μη σιτίζεται απ’ αυτήν. Πώς τα πουλάει; Με διάφορους τρόπους.
Ο ένας είναι ο πιο εύκολος και πιο απλός: με χωρίς να κάνει τίποτα. Φυσικά, αυτός ο τρόπος ΔΕΝ αποδίδει, αλλά πρέπει να αναφερθεί. Το βιβλίο του είναι εκεί, σε πέντ’-έξι βιβλιοπωλεία, μένει μια βδομάδα στον πάγκο των Νέων Εκδόσεων, υποχωρεί κατόπιν προς τη μια ή την άλλα πάντα, και ξεκινά, κατόπιν, την ένδοξη θητεία του στο ράφι, μέχρι να το απορροφήσει ο τοίχος από πίσω.
Ένας άλλος τρόπος είναι με τις κριτικές στις εφημερίδες και αλλού. Οι παλαιότεροι από μας θυμόμαστε με ανατριχίλα πώς πιάναμε στα χέρια μας την Καθημερινή της Τρίτης, ή τη Βιβλιοθήκη της Ελευθεροτυπίας την Παρασκευή, ή το Βιβλιοδρόμιο των Νέων το Σαββάτο, ή τα Βιβλία του κυριακάτικου Βήματος και το Ex libris της Μάρης Θεοδοσοπούλου στην Εποχή. Τα πιάναμε με φόβο και με δέος. Πλην, φευ, περάσαν οι καιροί από τότε, και άλλαξαν ασφαλώς πολλά. Οι εφημερίδες δεν παίζουν τον ρόλο που έπαιζαν παλιά, ούτε στο βιβλίο ούτε πουθενά, και τώρα πια η κριτική γράφεται (και) αλλού, και όχι μόνο στον καθημερινό και στον κυριακάτικο Τύπο. Ανάμεσα στα άλλα, γράφεται π.χ. στα σάιτ για το βιβλίο και την ανάγνωση (υπάρχουν 3-4 ελληνικά πολύ σοβαρά), γράφεται σε βιβλιοφιλικές Σελίδες του Facebook, γράφεται στο Goodreads, γράφεται στις δύο μηνιαίες επιθεωρήσεις για το βιβλίο και τις ιδέες που κυκλοφορούν, γράφεται στα γνωστά περιοδικά λόγου κ.ο.κ. — και γράφεται και στις Σελίδες των ίδιων των συγγραφέων, από φίλους και από αναγνώστες τους.
Καλή ή κακή, ποιοτική ή όχι, εμπεριστατωμένη ή «απλοϊκή», η κριτική είναι αυτή που κυρίως σπρώχνει τις πωλήσεις ενός βιβλίου (πολύ περισσότερο από τις προωθητικές ενέργειες του εκδοτικού οίκου, που κατ’ ανάγκην είναι περιορισμένες).
Η κριτική, και κάτι ακόμη: οι παρουσιάσεις.
Οι παρουσιάσεις των νέων εκδόσεων είναι εκ των ων ουκ άνευ εργαλεία επικοινωνίας των βιβλίων στους οιονεί αναγνώστες τους. Είναι μία παράδοση που δεν θα παλιώσει ποτέ. Και που ίσως δεν θα ανανεωθεί και ποτέ, γιατί ακόμη δεν βρήκαμε —αν και το ψάχνουμε μερικές δεκαετίες τώρα— πώς να τις κάνουμε «καλύτερες». Οι παρουσιάσεις είναι η ευκαιρία του συγγραφέα να μιλήσει με το κοινό του, να ακούσει και να ακουστεί. Είναι η ευκαιρία να ακουστούν και φωνές, και απόψεις, τρίτων, «αναγνώσεις» του βιβλίου του, από φίλους, ομοτέχνους, κριτικούς και άλλους που τον πλαισιώνουν στο πάνελ. Και μια ευκαιρία για τους αναγνώστες να βρεθούν κοντά στους συγγραφείς των οποίων τα βιβλία αγαπούν.
Οι παρουσιάσεις δεν θα σταματήσουν ποτέ.
Εκτός από τώρα, με την πανδημία του κορονοϊού.
Είναι πρωτοφανές αυτό που συμβαίνει: για να μην υπάρξει επιπλέον επιβάρυνση του συστήματος υγείας, για να μη σημειωθούν νέα κρούσματα, για να μην κινδυνεύσει κανείς αθώος (όλοι αθώοι είμαστε άλλωστε), για να μην «αγγίξουμε το πρόσωπό μας με λερωμένα χέρια», ματαιώθηκαν ΟΛΕΣ. Ακόμη και κάποιες που δεν «γινόταν» να ματαιωθούν, γιατί είχαν οργανωθεί με επιμέλεια και προσοχή, και οι συγγραφείς έμεναν μακριά…
Είμαι ευτυχής που τυχαίνει να είμαι μέλος αυτής της ομάδας των happy few — ακόμη και αν, συχνά, δεν είναι καθόλου happy. Είμαι ευτυχής που οι παρουσιάσεις όλων των νέων εκδόσεων ακυρώθηκαν μέχρι νεωτέρας, μολονότι αυτή η απόφαση —που δεν ήρθε από κανένα κεντρικό κράτος— θα πλήξει τον εκδοτικό κόσμο συνολικά, και κάθε βιβλίο μεμονωμένα.
Ναι, οι παρουσιάσεις όλων των νέων εκδόσεων ακυρώθηκαν για να μην κολλήσουν ο κόσμος, εκείνοι οι δέκα, είκοσι, πενήντα, άντε εκατό που θα μαζεύονταν στο τάδε βιβλιοπωλείο ή στο δείνα καφέ.
Όχι όμως και οι συναθροίσεις στις εκκλησίες, που θα μαζέψουν τόσες εκατοντάδες υποψήφια θύματα του ιού σε κάθε Λειτουργία. Όχι αυτές.
Ας κάνουμε τον σταυρό μας.