Η επαναφορά της λογικής του «ζωτικού χώρου» στον 21ο αιώνα από τον Βλαντιμίρ Πούτιν δείχνει την μέθη ισχύος που επικρατεί στο Κρεμλίνο και η οποία φέρνει επικίνδυνες εξελίξεις, τονίζει στο Liberal o Γιώργος Κουμουτσάκος. Στη συνέντευξή του αναδεικνύει τα λάθη της Δύσης και τα κενά που δημιούργησε η κατάρρευση των μεταψυχροπολεμικών συμφωνιών αφοπλισμού και ελέγχου εξοπλισμών. Επίσης επισημαίνει τα τρία «μέτωπα» στα οποία πρέπει να κινηθεί ο δυτικός κόσμος έναντι της Ρωσίας αλλά και το γεγονός πως η Ελλάδα «πρέπει να έχει τα μάτια της στην Ουκρανία και το μυαλό της στην Τουρκία».
Ο Βουλευτής της Ν.Δ, πρώην υφυπουργός Μεταναστευτικής Πολιτικής και πρώην εκπρόσωπος του ΥΠΕΞ, τονίζει ότι η αναφορά ότι Σουηδία και Φινλαδία θα υποστούν συνέπειες εάν ενταχθούν στο ΝΑΤΟ, είναι ακραία ανησυχητική διότι δείχνει τη νοοτροπία που επικρατεί στη Μόσχα αλλά και το πνεύμα απώλειας του μέτρου σημειώνοντας ότι μέσα απο αυτή, την ώρα που βρίσκεται σε εξέλιξη η εισβολή στην Ουκρανία «Φαίνεται ότι το Κρεμλίνο έχει πάθει μέθη ισχύος»
«Το “μεγάλο σχέδιο” του Πούτιν είναι η επανάκτηση του απωλεσθέντος από τη δεκαετία του ´90 και μετά, διεθνούς κύρους και ρόλου μιας “Μεγάλης Ρωσίας”» τονίζει και κάνει λόγο για επικίνδυνες εξελίξεις δεδομένο ότι ο Πούτιν, “θα προχωρήσει έως εκεί που θα μπορέσει να προχωρήσει”.
Σημειώνοντας πως δεν αποτελεί άλλοθι για την εισβολή στην Ουκρανία, ο Γιώργος Κουμουτσάκος υπογραμμίζει τα λάθη της Δύσης ως προς την αντιμετώπιση της Ρωσίας και κάνει λόγο για «υπεροψία» απο΄την πλευρά της την ώρα που η Ρωσία δεν μπορεί ποτε «να υιοθετήσει στην ουσία της τη δημοκρατική λειτουργία. Δεν έγινε ποτέ δημοκρατία», διευκρινίζοντας πως «σήμερα δεν θα ήμασταν εδώ εάν δεν είχαν αφεθεί να καταρρεύσουν σχεδόν όλες οι μεταψυχροπολεμικές συμφωνίες αφοπλισμού και ελέγχου των εξοπλισμών όπως η Συμφωνία για τις Συμβατικές Δυνάμεις στην Ευρώπη (CFΕ I και II), η συνθήκη για τα μέσου βεληνεκούς ατομικά όπλα (ΙΝF Treaty) και πρόσφατα η αποχώρηση ΗΠΑ και Ρωσίας από τη Συμφωνία των Ανοικτών Ουρανών (Open Skies Treaty)».
Επίσης σημειώνει την απουσια «μιας ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής ασφάλειας» και αναλύει τα τρία μέτωπα στα οποία πρέπει να κινηθεί η Δύση ώστε να περιορίσει την Ρωσία αφού οι μέχρι τώρα κυρώσεις δεν φαίνεται να είναι επαρκείς.
Τελος επισημαίνει πως «μια γενικευμένη ατμόσφαιρα αλλαγών και "αναδασμού" ισχύος, συμφερόντων και σφαιρών επιρροής που θα προκύψει λόγω της ουκρανικής κρίσης, θα μπορούσε να εκληφθεί από την Άγκυρα ως ευκαιρία για να προωθήσει τις δικές της επιδιώξεις» και τονίζει οτι «η Ελλάδα οφείλει να έχει τα μάτια της στην Ουκρανία και ταυτόχρονα το μυαλό της στην Τουρκία».
Συνέντευξη στον Τάσο Ευαγγελίου
Πού θα σταματήσει ο Πούτιν; Ποιο πιστεύετε ότι είναι το μεγάλο σχέδιο του;
Όταν ξεκίνησε η ένταση και η κρίση, πίστευα και είχα από νωρίς δηλώσει, ότι ο στόχος του ήταν η ουσιαστική προσάρτηση στη Ρωσία των δύο περιοχών Ντονέτσκ και Λουγκάνσκ της Ανατολικής Ουκρανίας. Αρχικά με την αναγνώριση της “ανεξαρτησίας τους” και μετά με την “προσθήκη” τους στη “μητέρα Ρωσία”. Διαψεύστηκα. Δυστυχώς δεν περιορίστηκε σε αυτό.
Σήμερα είναι προφανές ότι ο Πούτιν επαναφέρει στον 21ο αιώνα τη λογική του “ζωτικού χώρου” και την πρακτική του “Anschluss”.
Αυτό που συμβαίνει στην Ουκρανία, δηλαδή η προσπάθεια ανατροπής της κυβέρνησης και η επιβολή μιας άλλης, αρεστής στο Κρεμλίνο και τελικά η καθυπόταξη της χώρας η οποία θα πρέπει, κατά τον Πούτιν, να είναι “ουδέτερη και αφοπλισμένη”, παραπέμπει, με εφιαλτικές ομοιότητες, στην 15η Μαρτίου του 1938, την ημέρα προσάρτησης της Αυστρίας στη Ναζιστική Γερμανία. Τα πράγματα όμως μπορεί να είναι πολύ πιο ανησυχητικά. Η επίσημη ρωσική δήλωση ότι Σουηδία και Φινλαδία θα υποστούν συνέπειες εάν ενταχθούν στο ΝΑΤΟ, είναι ακραία ανησυχητική. Όχι γιατί πιστεύω πως η Ρωσία θα επιτεθεί σε αυτές τις χώρες προκαλώντας συνθήκες παγκόσμιας σύγκρουσης, αλλά γιατί, θεωρώ ότι η δήλωση αυτή εκφράζει μια συγκεκριμένη νοοτροπία και πνεύμα απώλειας του μέτρου. Φαίνεται ότι το Κρεμλίνο έχει πάθει μέθη ισχύος. Το “μεγάλο σχέδιο” του Πούτιν είναι η επανάκτηση του απωλεσθέντος από τη δεκαετία του ´90 και μετά, διεθνούς κύρους και ρόλου μιας “Μεγάλης Ρωσίας”.
Όσο για το πού θα σταματήσει ο Πούτιν, θα απαντούσα ότι “θα προχωρήσει έως εκεί που θα μπορέσει να προχωρήσει”.
Πώς φθάσαμε εδώ; Έχει ευθύνες η Δύση;
Ο Χένρυ Κίσινγκερ υπήρξε μοιραίος άνθρωπος για την Κύπρο, αλλά παραμένει ένας μεγάλος στοχαστής των διεθνών σχέσεων και της εξωτερικής πολιτικής. Εκτιμώ λοιπόν ότι δεν ακούστηκε με την απαιτούμενη προσοχή όταν, μετά τη πτώση του Σοβιετικού Κόσμου, είχε εγκαίρως προειδοποιήσει ότι εάν η ΗΠΑ και η Δύση συμπεριφερθούν όχι με τρόπο ενός ορθολογικού, έως και μεγαλόψυχου, νικητή αλλά με τρόπο ταπεινωτικό για τον μεγάλο ηττημένο του Ψυχρού Πολέμου, οι μεταγενέστερες συνέπειες θα ήταν πολύ επώδυνες για την ευρωπαϊκή ασφάλεια.
Η Δύση έδειξε συχνά υπεροψία και αυτό ήταν λάθος. Ταυτόχρονα η Ρωσία δεν μπόρεσε ποτέ να υιοθετήσει στην ουσία της τη δημοκρατική λειτουργία. Δεν έγινε ποτέ δημοκρατία. Αυτό έκανε ακόμα πιο δύσκολη την επικοινωνία με το Δυτικό Κόσμο. Έτσι σταδιακά εγκαταστάθηκε μία αμοιβαία βαθιά καχυποψία που διάβρωνε κάθε προσπάθεια ουσιαστικής σχέσης ή συνεργασίας. Επιπλέον, σήμερα δεν θα ήμασταν εδώ εάν δεν είχαν αφεθεί να καταρρεύσουν σχεδόν όλες οι μεταψυχροπολεμικές συμφωνίες αφοπλισμού και ελέγχου των εξοπλισμών όπως η Συμφωνία για τις Συμβατικές Δυνάμεις στην Ευρώπη (CFΕ I και II), η συνθήκη για τα μέσου βεληνεκούς ατομικά όπλα (ΙΝF Treaty) και πρόσφατα η αποχώρηση ΗΠΑ και Ρωσίας από τη Συμφωνία των Ανοικτών Ουρανών (Open Skies Treaty).
Τα τελευταία χρόνια δεν υφίσταται ούτε “μακέτα” μιας ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής ασφάλειας. Εάν υπήρχε έστω και κάτι τέτοιο, ίσως να μην φθάναμε εδώ.
Δυστυχώς κανένα μέρος δεν μπόρεσε να κάνει μια βασική παραδοχή. Η μεν Ρωσία να αποδεχθεί ότι δεν είναι δυνατόν να επιβάλλει ένα ιδιόμορφο “βέτο” στις αποφάσεις του ΝΑΤΟ που ποτέ δεν θα της εκχωρούσε ένα τέτοιο προνόμιο. Η δε Δύση, θα έπρεπε να πάρει απόφαση ότι ευρωπαϊκή ή και παγκόσμια αρχιτεκτονική ασφάλειας δεν θα μπορούσε να οικοδομηθεί χωρίς τη Ρωσία, που είναι πολύ μεγάλη γεωστρατηγικά, ενεργειακά και στρατιωτικά για να μείνει στο περιθώριο.
Κανείς όμως απ’ όλους αυτούς τους λόγους δεν μπορεί να δικαιολογήσει τη βάρβαρη επίθεση και εισβολή των ρωσικών αρμάτων και στρατιωτών σε μία ανεξάρτητη χώρα, στην Ουκρανία που ζει ένα δράμα.
Και τώρα τι μπορεί να γίνει;
Έως τώρα οι αντιδράσεις και οι κυρώσεις που ανακοίνωσαν οι ΗΠΑ, η Ε.Ε. και το Ηνωμένο Βασίλειο δεν φαίνεται να είναι επαρκείς για μία πραγματική ανατροπή της επικίνδυνης τυχοδιωκτικής πολιτικής του Προέδρου Πούτιν. Την ώρα αυτή φαίνεται ότι η διπλωματία μπαίνει στο περιθώριο. Αλλά αυτό δεν μπορεί να κρατήσει για πολύ. Αργά ή γρήγορα θα διαμορφωθούν συνθήκες κάποιας μορφής επαφών και διαβουλεύσεων. Δεν θα είναι ούτε απλό, ούτε εύκολο, είναι όμως προοπτικά αναπόφευκτο.
Έως τότε η Δύση, πιστεύω ότι θα πρέπει να κινηθεί ταυτόχρονα σε τρία “μέτωπα”.
Πρώτο: Ισχυρές, κλιμακωτά ενισχυόμενες και “δημιουργικές’ κυρώσεις. Οικονομικές, εμπορικές, πολιτικές. Οι οικονομικές και οι εμπορικές είναι λίγο ή πολύ συγκεκριμένες και αναμενόμενες. Οι πολιτικές θα μπορούσαν να φθάσουν μέχρι και “εμπάργκο” κάθε επικοινωνίας διμερούς ή πολυμερούς μέσα στο πλαίσιο των διεθνών οργανισμών. Μία διεθνής θεσμική απομόνωση της Ρωσίας.
Δεύτερο: Ενίσχυση με εξοπλισμό και οικονομική και άλλη βοήθεια της Ουκρανίας, χωρίς να παραβιαστεί το όριο εκείνο που θα μπορούσε να οδηγήσει σε απευθείας στρατιωτική αντιπαράθεση Δύσης - Ρωσίας.
Τρίτο: Ενίσχυση με ισχυρά επιχειρησιακά μέσα της άμυνας και της αποτρεπτικής δύναμης των χωρών μελών του Ανατολικού συνόρου του ΝΑΤΟ, άμεσης γειτνίασης με τη Ρωσία. Θα είναι μια απαραίτητη αλλά και ριψοκίνδυνη ισορροπία αποτροπής. Αυτή ήταν άλλωστε η απόφαση του ΝΑΤΟ την περασμένη Παρασκευή.
Από τα όσα πληροφορούμαι, φαίνεται ότι κινούμαστε προς αυτή την τρισδιάστατη κατεύθυνση.
Τέλος, υπάρχει και το ηθικό καθήκον να στηρίξουμε όσο μπορούμε την ουκρανική κοινωνία που υποφέρει και ταυτόχρονα αγωνίζεται ηρωικά για την εθνική ασφάλεια και την αξιοπρέπειά της.
Οι δραματικές εικόνες αμάχων των τελευταίων ωρών είναι ένα σπαρακτικό κάλεσμα στην ανθρωπιά και τη διεθνή αλληλεγγύη.
Θα εξελιχθεί η Ουκρανική κρίση σε προσφυγική κρίση για την Ευρώπη;
Η Ουκρανία είναι μία μεγάλη ευρωπαϊκή χώρα 40 εκατομμυρίων κατοίκων που δέχεται μεγάλης κλίμακας στρατιωτική επίθεση. Είναι αναπόφευκτο λοιπόν να υπάρξουν κύματα προσφύγων που θα αναζητήσουν σωτηρία και ασφάλεια σε γειτονικά κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Δεν μπορώ να γνωρίζω εάν θα φθάσουμε σε προσφυγικά κύματα εκατομμυρίων ανθρώπων όπως κάποιοι εκτιμούν. Εκείνο που γνωρίζω και πιστεύω είναι ότι η δημοκρατική Ευρώπη έχει καθήκον προσφοράς και αλληλεγγύης σε ευρωπαίους που αντιμετωπίζουν άμεσο κίνδυνο για τη ζωή τους. Είναι χρήσιμο εδώ να υπενθυμίσουμε τη διαφορά μεταξύ πρόσφυγα και παράνομου μετανάστη.
Πώς αξιολογείτε την έως τώρα στάση της Τουρκίας στο Ουκρανικό;
Η Τουρκία έχει κληρονομήσει από τη γεωγραφία μια μεγάλη γεωστρατηγική "προίκα". Στο βάθος του ιστορικού χρόνου, η τουρκική διπλωματία και εξωτερική πολιτική έχουν μάθει να αξιοποιούν ή μάλλον να εκμεταλλεύονται, με ανατολίτικη επιδεξιότητα αυτή την "προίκα". Δεν είναι τυχαία η εμπνευσμένη από την ανατολίτικη διαπραγμάτευση, φράση που συχνά κυκλοφορεί σε διαδρόμους μεγάλων διεθνών οργανισμών, διασκέψεων και διαβουλεύσεων: “αυτός διαπραγματεύεται σαν έμπορος χαλιών".
Μέσα σε αυτό το γεωπολιτικό, ιστορικό και πολιτιστικό πλαίσιο και πνεύμα, η Τουρκία θα προσπαθήσει να ωφεληθεί από την Ουκρανική κρίση στο μέγιστο δυνατό για τα συμφέροντά της, με το ελάχιστο ή καθόλου κόστος. Με μια λέξη, στο Ουκρανικό, έως τώρα η Τουρκία ακολουθεί πολύ προσεκτική και σύνθετη στάση που θα ονόμαζα στάση μεταβλητής σύμπλευσης με τη Δύση και ευέλικτης σχέσης με τη Ρωσία. Η ερώτηση είναι, έως πότε θα μπορεί να παίζει αυτόν τον ρόλο του επιτήδειου γεωπολιτικού "transformer" ; Στο ουκρανικό τα πράγματα γίνονται όλο και πιο σοβαρά, όλο και πιο πολωμένα. Εάν αυτό συνεχιστεί η Άγκυρα θα υποχρεωθεί να διαλέξει πλευρά.
Βλέπετε “αντανακλαστικές” τουρκικές κινήσεις αναθεωρητισμού και στην περιοχή μας;
Όσον αφορά στον πιθανό "αναθεωρητικό" αντίκτυπο στην περιοχή μας, έχω εγκαίρως υποστηρίξει ότι το 2022 θα είναι έτος αυξημένης κρισιμότητας για τις ελληνο-τουρκικές σχέσεις. Η Άγκυρα θέτει, με τρόπο νομικά απολύτως έωλο και πολιτικά προκλητικό, σε όλα τα επίπεδα το ζήτημα της αποστρατικοποίησης νησιών του Αιγαίου ως προϋπόθεση για την αναγνώριση της ελληνικής κυριαρχία επ’ αυτών. Κατ’ ουσίαν, εμπλουτίζει τη διαβόητη θεωρία των "γκρίζων ζωνών".
Με δύο λόγια, η Άγκυρα αμφισβητεί επίσημα και επίμονα το σκληρό πυρήνα των εδαφικών ρυθμίσεων ελληνικού ενδιαφέροντος της Συνθήκης της Λωζάνης η οποία το 2023 συμπληρώνει έναν αιώνα ζωής. Το ίδιο κάνει και για τη Συνθήκη των Παρισίων του 1947 που αφορά στα Δωδεκάνησα. Έχουμε δίπλα μας έναν επίμονα αναθεωρητικό γείτονα που δεν κρύβει τις προθέσεις του.
Επομένως μια γενικευμένη ατμόσφαιρα αλλαγών και "αναδασμού" ισχύος, συμφερόντων και σφαιρών επιρροής που θα προκύψει λόγω της ουκρανικής κρίσης, θα μπορούσε να εκληφθεί από την Άγκυρα ως ευκαιρία για να προωθήσει τις δικές της επιδιώξεις. Γι’ αυτό η Ελλάδα οφείλει να έχει τα μάτια της στην Ουκρανία και ταυτόχρονα το μυαλό της στην Τουρκία.
Ψύχραιμη εγρήγορση είναι η λέξη κλειδί.
Πόσο ανησυχείτε για τη μεσοπρόθεσμη προοπτική της οικονομίας από την καλπάζουσα αύξηση στην ενέργεια; Πως θα στηριχτούν επιχειρήσεις και νοικοκυριά;
Είναι βέβαιον ότι οι συνέπειες της ουκρανικής κρίσης θα γίνουν δυσάρεστα αισθητές όσον αφορά το κόστος της ενέργειας. Αντίστοιχα αισθητό, θα γίνει το κόστος που θα μετακυληθεί στην οικονομία και για τις επιχειρήσεις και για τα νοικοκυριά. Σε τέτοιες συνθήκες θεωρώ αδιανόητο ότι, σε Ευρωπαϊκό επίπεδο, μπορεί να επιστρέψει η άτεγκτη λογική της ασφυκτικής δημοσιονομικής πειθαρχίας της περασμένης δεκαετίας. Θα χρειαστεί λοιπόν παράταση της σημερινής ευελιξίας.
Όσον αφορά το ενεργειακό, η πρόταση του Κυριάκου Μητσοτάκη ωθεί την Ευρώπη προς το σωστό δρόμο. Δηλαδή μία ευρωπαϊκή απάντηση στην ευρωπαϊκού χαρακτήρα πρόκληση της όλο και πιο ακριβής ενέργειας λόγω των δραματικών γεωπολιτικών εξελίξεων στην άμεση γειτονιά μας. Αυτό σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Σε εθνικό επίπεδο η κυβέρνηση έχει δείξει ότι κάνει - και πιστεύω ότι θα συνεχίσει να κάνει - ό,τι είναι δυνατόν προκειμένου να στηριχθεί ο Έλληνας πολίτης στον αγώνα του απέναντι σε αυτήν την εισαγόμενη καλπάζουσα ακρίβεια.
Το ’χουμε αποδείξει και με το τεράστιο πακέτο των 43,3 δις στήριξης κατά τη διάρκεια της πανδημίας αλλά και με τις αλλεπάλληλες παρεμβάσεις ανακούφισης και στήριξης στους μήνες αυτούς της εισαγόμενης ακρίβειας. Ταυτόχρονα όμως οφείλουμε ως συνετός πατέρας μιας οικογένειας να στηρίζουμε το σήμερα χωρίς να δυναμιτίζουμε το αύριο. Είμαι πεπεισμένος ότι αυτό θα συνεχίσει να κάνει η κυβέρνηση με ευαισθησία αλλά και υπευθυνότητα απέναντι στα συμφέροντα της χώρας και των πολιτών της.