Του Αθαναάσιου. Χ. Παπανδρόπουλου
Ο καπιταλισμός δεν είναι μια ιδεολογία αλλά ένας τρόπος παραγωγής. Παραγωγής αγαθών και ως εκ τούτου πλούτου. Κατά τον Καρλ Μάρξ, που στον 19ο αιώνα επέβαλε την λέξη, τα πράγματα ήσαν ξεκάθαρα. Ο καπιταλισμός – με κύρια γνωρίσματά του την ατομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, την ελεύθερη επιχείρηση, τους μισθωτούς και την επέκταση της παραγωγής, ως σύστημα που μπορούσε να παράγει πλούτο, διαδεχόταν τη δουλεία και την δουλοπαροικία.
Μέσα δε από τις κατά Μάρξ αντιφάσεις του και την επαναστατική του υφή, αναδυόταν μια νέα κοινωνική τάξη, το προλεταριάτο, που θα ήταν και η μήτρα του σοσιαλισμού. Θα κατέληγε δηλαδή ο καπιταλισμός στην αυτοαναιρεσή του, δίνοντας τη θέση του σε μια ιδανική κοινωνία,αυτήν του σοσιαλισμού. Μέσα στην κοινωνία αυτή, ο καθένας θα αποκτούσε τα αγαθά που θα είχε ανάγκη και θα κέρδιζε αυτά που δικαιούται. Είναι όμως τόσο απλά τα πράγματα; πολύ φοβούμαι πως όχι. Γιατί όμως;
Ο καπιταλισμός, όπως πολύ σωστά και ο ίδιος ο Καρλ Μαρξ είχε παρατηρήσει, ήταν και είναι ένα ανατρεπτικό σύστημα παραγωγής, το οποίο έχει παράλληλα και τεράστιες δυνατότητες προσαρμογής. Από την άλλη οι ανθρώπινες ανάγκες είναι άπειρες και όχι όλες υλικές.
Γι΄ αυτό στην πορεία του, όχι μόνον δεν καταρρέει, αλλά μέσω συνεχών κρίσεων, ανοίγει νέες προοπτικές επιβίωσής του, ικανοποιώντας όλο και περισσότερες ανάγκες. Και αυτή την τεράστια δυνατότητα του καπιταλισμού, την είχε διαγνώσει ο Αυστριακός οικονομολόγος Γιόζεφ Σουμπέτερ (1883-1950), ο οποίος και ανέπτυξε την περίφημη θεωρία της «δημιουργικής καταστροφής».
Στο καπιταλιστικό σύστημα παραγωγής, υποστήριξε ο Αυστριακός οικονομολόγος, τα κέρδη δεν προέρχονται τόσο από την συσσώρευση κεφαλαίου, όσο από την καινοτομία, η οποία αυξάνει την παραγωγικότητα και συμβάλλει στην παραγωγή και διάθεση νέων προϊόντων.
Αυτή η ιδιότητα του καπιταλισμού, συνέβαλε στην εντυπωσιακή ανάπτυξη και διάδοση του συστήματος στη Δύση για να καταλήξει στις αρχές του 20ου αιώνα στον «φορντισμό». Τότε, ο διάσημος Αμερικανός βιομήχανος αυτοκινήτων Χένρυ Φορντ (1863 – 1947), συλλαμβάνοντας την ιδέα της γραμμής συναρμολόγησης μαζικής παραγωγής για τον λαό, έφερε στην αγορά το περίφημο Ford Model Τ του 1908, το οποίο απετέλεσε πραγματική παραγωγική και καταναλωτική επανάσταση.
Διότι στην ουσία, ο Χ.Φορντ, είχε καταλάβει ότι η επιβίωση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, περνάει μέσα από την ενσωμάτωση στο σύστημα των προλεταρίων, πράγμα πού σήμαινε ότι οι τελευταίοι θα έπρεπε να έχουν επαρκές προς κατανάλωση εισόδημα. Στο πλαίσιο αυτό ο Χ.Φόρντ, εν μια νυκτί, αποφάσισε να υπερδιπλασιάσει τις κατώτερες αμοιβές στην εταιρία του, επιτρέποντας ταυτόχρονα σε μέρος του προσωπικού του να αγοράσει επί πιστώσει αυτοκίνητα της Φορντ.
Ο φορντισμός έτσι συνδέθηκε και με την μαζική κατανάλωση και καταναλωτική πίστη, η οποία υπήρξε μια μεγάλη χρηματοπιστωτική ανατροπή στην εποχή της.
Η ανατροπή αυτή, σε συνδυασμό με την τότε διεθνοποίηση της καπιταλιστικής παραγωγής, ήταν και η βασική αιτία της κρίσης του καπιταλιστικού συστήματος το 1930, το οποίο οδήγησε στην ανάδειξη και ενίσχυση του κρατισμού και των κεντρικών τραπεζών, ως κυρίαρχα στοιχεία της οικονομικής λειτουργίας.
Παράλληλα όμως, το ίδιο το σύστημα έφερνε στο προσκήνιο και την άλλη όψη του, που είναι αυτή των αμαρτημάτων του, με πρώτο και πολύ σοβαρό, αυτό της προσοδοθηρίας.
Αυτή η τελευταία, μεταμορφώνει αρχικά τον παραγωγικό χαρακτήρα του συστήματος, αποπροσανατολίζει την κεφαλαιακή συσσώρευση και στην ουσία, φέρνοντας στο προσκήνιο τον κρατισμό, υποβαθμίζει το κατά Μάρκο Δραγούμη «πρωτείον του ατόμου». Με άλλα λόγια, ο «προσοδοθηρικός καπιταλισμός», είναι σήμερα σοβαρός εχθρός του πολιτικο-φιλοσοφικού φιλελευθερισμού, γιατί διαστρέφει το περιεχόμενό του, γεννώντας κραυγαλέες ανισότητες.
Επίσης η προσοδοθηρία είναι αυτή που οδηγεί στην αποδυνάμωση του ανταγωνισμού, στη δημιουργία μονοπωλίων και τελικά παραμορφώνει ένα σύστημα παραγωγής που είναι σήμερα το μόνο ικανό να βγάλει τον άνθρωπο από τη φτώχεια. Υπό παρόμοιες συνθήκες, η «αντικαπιταλιστική υστερία» που παρατηρείται στο χώρο των βιβλίων και της διανόησης, έως ένα βαθμό είναι δικαιολογημένη και σε βιβλία όπως αυτά του Γάλλου Οικονομολόγου Τομά Πικεττί είναι και αρκετά πειστικά τεκμηριωμένη.
Πρέπει λοιπόν να τεθούν όρια στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, γιατί διαφορετικά οι κρίσεις θα διαδέχονται η μία την άλλη, ταυτόχρονα με νέες και επικίνδυνες για τις κοινωνίες ανισότητες.
Το χρηματοπιστωτικό σύστημα είναι ουσιώδες κομμάτι της οικονομίας της αγοράς, βασίζεται όμως σε ένα περίπλοκο και ευαίσθητο δίκτυο εμπιστοσύνης. Το μάθημα της κρίσης είναι ότι αυτά τα δίκτυα είναι επιρρεπή στην κατάχρηση και εν συνεχεία στην κατάρρευση.
Ποια είναι η απάντηση εδώ: να προστατευτεί το χρηματοπιστωτικό σύστημα από την οικονομία και η οικονομία από το χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Βασική προϋπόθεση για μια τέτοια αλλαγή είναι η βοήθεια μεταβολή στην υφή της εταιρικής διακυβέρνησης. Το εγχείρημα δεν είναι εύκολο. Από ιστορικής πλευράς, η εταιρία είναι ο καλύτερος θεσμός που έχουμε για να διοικούνται μεγάλες, περίπλοκες και δυναμικές επιχειρήσεις.
Είναι οπωσδήποτε σημαντικό να διασφαλίσουμε ότι η φορολόγηση και η ρύθμιση δεν θα παρακωλύουν άλλες μορφές ιδιοκτησίας. Είναι ζωτικής σημασίας να ενθαρρύνουμε τη δημιουργία πραγματικά ανεξάρτητων, με μεγάλη διασπορά και καλή πληροφόρηση, διοικητικών συμβουλίων. Οπωσδήποτε δε, να διασφαλίσουμε ότι οι μισθοί τους διακρίνονται από διαφάνεια.
Η εταιρία πρέπει να αποκτήσει με δική της πρωτοβουλία ηθικό περιεχόμενο, να γίνει μέρος της κοινωνίας των πολιτών και να αποφύγει αυτά να της επιβληθούν από έξω. Από τον κρατισμό δηλαδή. Ίσως έχει έλθει η ώρα της γέννησης ενός νέου «φορντισμού», προσαρμοσμένου στην ψηφιακή εποχή μας.